Labels

Monday, October 12, 2015

Ο Ιερομόναχος Συμεών Γρηγοριάτης συνομιλεί με τον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο (Περιοδικό Το Τέταρτο, 1986)





Ο Ιερομόναχος Συμεών Γρηγοριάτης (που κάποτε λεγόταν Juan de la Jara καί μεγάλωνε στη Λίμα του Περού) σπούδασε κινηματογραφία στο Παρίσι, έζησε στην Αγγλία και τις Ινδίες, ταξίδεψε σ' όλη την Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή, για να καταλήξει το 1974 στο Άγιον Όρος. Αλλά δεν είναι σωστό να γράφεις βιογραφικά για κάποιον που έχει ντυθεί στα μαύρα – ακόμα κι αν τα μάτια του αφήνουν ακάλυπτη μια προσωπικότητα εκρηκτική. Ίσως γιατί αρκεί ν' ακούσεις τα λόγια του και να δεχτείς την ακριβή του αγάπη. Κι ίσως γιατί, πραγματικά, εκείνο που διαπερνάει τον σφοδρό εγωισμό μας και διαρκεί είναι ο σπόρος της προσωπικής μας αλήθειας.
Είναι λοιπόν μικρόψυχο να σκαλώνουμε στα τσαλίμια της κενοδοξίας την ώρα που συλλαβίζεται εδώ – σχεδόν παραισθητικά – η μυστηριακή ουσία της ύπαρξης και το όριο των αναζητήσεων της καρδιάς.
Τον σκεφτόμουνα έξι χρόνια τώρα, έτσι όπως λειτουργούσε στο κοιμητήριο του μοναστηριού ριγώντας ελαφρά από την αύρα της αυγής, δίπλα στις στοιβαγμένες νεκροκεφαλές, στο πρώτο φως με είχε μαγέψει η παρουσία του και η φυσική του αιδημοσύνη .
Με περίμενε τώρα στην προκυμαία αμήχανος και μόνος μέσα στους άλλους. Μιλήσαμε πολύ διαρκώς για λίγες μέρες. Όμως δεν θέλω να χαλάσω ακόμα και αυτήν την πράξη αγάπης για λίγες κομψές περιγραφές,για μια φτηνή ύστερη λάμψη. Ας υπεξαιρέσω για μια φορά τα συναισθήματα που ανήκουν σ' όσους τ' αγοράζουν με την σιωπή εξαγοράζοντας τα λόγια που μου ανήκουν.


Πέρασαν τρυφερά τα πρώτα 18 σας χρόνια;

Θα σας μιλήσω για τον εαυτό μου, μόνο για να σας μεταδώσω κάτι – όχι για τίποτ' άλλο: από το μέρος του πατέρα μου ανήκω σε μια παλιά ισπανική οικογένεια του Νότου, αριστοκρατικής καταγωγής – ο παππούς μου ήταν στρατηγός και είχε δέκα παιδιά. Είχαν μεγάλη αρχοντιά και δεν είχαν αστική σκέψη: θεωρούσαν σημαντικότερο να υπάρχει ένας ποιητής στην οικογένεια παρά ένας γιατρός ή δικηγόρος. Δεν έδωσαν ποτέ σημασία στα χρήματα κι ήταν άνθρωποι μποέμ γλεντζέδες. Αντίθετα, η μητέρα μου είναι κατά το ήμισυ ιρλανδικής καταγωγής – ήταν μια γυναίκα βαθύτατων αισθημάτων, μια γυναίκα με πάθος. Είμαι πρωτότοκος, με δυο αδέλφια – αγόρι και κορίτσι. Οταν γεννήθηκα ή μητέρα μου με αφιέρωσε στον Εσταυρωμένο. Ήμουν χαιδεμένος, με αγαπούσαν… Θυμάμαι μια φορά, όταν ήμουν 6 χρονώ, καθόμουν στο σαλόνι μαζί με τη μητέρα μου η οποία κεντούσε. Ηταν ηλιοβασίλεμα – στη Λίμα έχουμε πάντα ισημερία – σήκωσε τότε το κεφάλι κι εκεί που καθόμουν σιωπηλός με κοίταξε και ψιθύρισε: «Παιδί μου, όταν εσύ θα μεγαλώσεις δεν θα μείνεις κοντά μου. Θα φύγεις πολύ μακριά – σε μια χώρα όπου υπάρχει κάτι σαν ένα νησί και που το κατοικούν άνθρωποι της μοναξιάς, που σπάνια βγαίνουν στον κόσμο». Μετά ξεχάσαμε κι οι δυο αυτές τις φράσεις – τις ξεχάσαμε για πολύ καιρό.
Πολλές φορές το μεσημέρι καθόμουν δίπλα στο κρεβάτι της όταν αυτή κοιμόταν, και ξεχνιόμουν για ώρες κοιτώντας την αντανάκλαση του φωτός σ΄ ένα πρίσμα από κρύσταλλο πού στριφογύριζα στα χέρια.

Χαράξατε από νωρίς το δρόμο της αναζήτησης.

Μου το μετέδωσαν και λίγο από το σπίτι: πάντα μού έδειχναν τα πράγματα και μού έλεγαν: «Διάλεξε». Στα 11 χρόνια όμως κοινώνησα, κι άρχισα να προσεύχομαι πολύ. Κλειδωνόμουν στο δωμάτιο μου, καμιά φορά και στην τουαλέτα, ή πήγαινα τη χαραυγή πριν το σχολείο στην εκκλησία και προσευχόμουν.

Για ποιο πράγμα μπορεί να προσεύχεται με τέτοια ένταση ένα παιδί 11 χρονώ;

Έλεγα και ξανάλεγα το Πάτερ ημών… Παρασυρμένος απ' τη μυστικιστική μου τάση, ζήτησα να πάω σε Γυμνάσιο με δασκάλους κληρικούς. Εκεί έχασα την πίστη μου στον Καθολικισμό – έτσι όπως εξηντλείτο στην επιστημονική τεκμηρίωση της ύπαρξης του Θεού. Ήταν τόσο μίζερο, χωρίς καμιάν αίσθηση μυστηρίου. Αντέδρασα τόσο σφοδρά στον χριστιανισμό, έτσι όπως μου φαινόταν συμβιβασμένος με την κοινωνία. Διάβασα τότε πολλήν ανατολική φιλοσοφία, για να έχω εμπειρία του Θεού σ' αυτήν τη ζωή. Διάβασα για τον Ταοϊσμό, τον Βουδισμό, τον Ινδουισμό. Ταυτόχρονα διάβασα στα 17 μου ένα βιβλίο που με χτύπησε σαν κεραυνός: ήταν η Νάντια του Μπρετόν. Ταυτίστηκα με τον Μπρετόν, που ζητούσε το θαύμα, το «μερβεγιέ» ταυτόχρονα ήλεγχε την κλειστή κοινωνία αυτή που κι εγώ δεν μπορούσα να δεχτώ, έτσι όπως στο όνομα της επιστήμης υπερύψωνε μόνο τα φαινόμενα και τη λογική. Με γέμισε λοιπόν μια αύρα ελευθερίας κι αγάπησα πολύ τους σουρεαλιστές. Επηρεάστηκα πολύ κι απ' τον Ρεμπώ - ζητούσε όπως κι οι άλλοι τον Χαμένο Παράδεισο.
Κοιτάξτε: αυτοί οι άνθρωποι αγαπούσαν πολύ. Δεν γνώρισαν την Ορθοδοξία. Υπερύψωσαν τα αισθητά, τα δημιουργήματα, που περιφρονεί ο καθολικισμός ή ο προτεσταντισμός. Έβλεπαν τα αισθητά όχι μόνο σαν αντικείμενα ηδονής, αλλά σαν όργανα μυσταγωγίας.

Μόνο τα ρούχα σας χαρίσατε;

Δεν είχα πλέον τίποτε άλλο: ήμουν ο πρώτος στο Περού που άφησε μακριά μαλλιά και φόρεσε κόκκινα βελουδένια παντελόνια.

Χίπικο image!
Όχι, δεν θεώρησα ποτέ τον εαυτό μου χίπι - δεν είμαι Βορειοαμερικάνος. Απλώς ήθελα να προκαλέσω την κοινωνία του Περού. Τότε πίστευα πολύ στο σκάνδαλο. Τώρα, όπως είπε ο Μπρετόν, αντιλαμβάνομαι πώς οι αστοί δεν σκανδαλίζονται με τίποτα.

Το είχατε λοιπόν καταφέρει;

Βέβαια! Δεν τολμούσα να βγω, επειδή μού πετούσαν πέτρες στους δρόμους. Έβγαινα και μιλούσα στους χωροφύλακες για την ομορφιά των βράχων απέναντι, τους έδινα λουλούδια και τους ρωτούσα αν τους αρέσει το παντελόνι μου ή το περιδέραιο μου. Ήταν σκανδαλώδες να έχω μακριά μαλλιά σ' αυτήν την επαρχία που οι άνδρες έχουν έντονο machismo.

Και η καλογερική είναι μέρος του σκανδάλου σας;

Μα ναι! Οι άνθρωποι λένε «μα αυτός τρελάθηκε, έγινε καλόγερος». Είναι το πιο τιποτένιο και περιθωριακό να γίνεις σήμερα καλόγερος… Αλλά όχι: έγινα καλόγερος ζητώντας το απόλυτο – ζητώντας την υπέρβαση του εαυτού μου, αυτό το παραμυθητικό φως, το λάλον ύδωρ… Έδωσα λοιπόν τα ρούχα μου και τα βιβλία μου -κράτησα μόνο τρία – κι έφυγα στις Ινδίες.

Ποια βιβλία κρατήσατε;

Την Αγία Γραφή, τη Νάντια του Μπρετόν και τα ποιήματα ενός γιόγκι που λεγότανε Paramahansa Yosananda… Στις Ινδίες όμως απογοητεύθηκα συζητώντας, ζώντας σ' αυτήν την απρόσωπη ανωνυμία μάλιστα αρρώστησα και δεν μπορούσα να υπομείνω την τόση φτώχεια που υπήρχε εκεί. Πήγα με το Όριαν Εξπρές στην Πύλη – κι εκεί για πρώτη φορά ένιωσα ότι ο χρόνος περνούσε διαφορετικά, ένιωσα μια πρόγευση αιωνιότητας. Με τρένο πήγα μετά στα σύνορα της Περσίας, σε άθλια κουπέ με στοιβαγμένα 16 άτομα μαζί. Μου άρεσε πολύ το Αφγανιστάν – είχε ανθρώπους με μεγάλη ευγένεια. Στα σύνορα της χώρας φιλοξενήθηκα σ' έναν ινδουιστικό ναό πάνω σε μια ψάθα σ' ένα τεράστιο δωμάτιο. Τη νύχτα απέναντι μου είχαν ξαπλώσει 3-4 παιδιά που τη μέρα έψελναν στο ναό. Κρυφογελούσαν κοιτάζοντας τα μακριά μαλλιά μου – χαριτωμένα όμως. Ένα από αυτά σηκώθηκε να βγάλει το τιρμπάν του για να κοιμηθεί, κι άφησε να πέσουν ως τους αστραγάλους του τα ωραιότατα κατάμαυρα μαλλιά του, που γυάλιζαν μες στό σκοτάδι από το λάδι που τα είχε αλείψει. Με κοίταξε ανταγωνιστικά χαμογελώντας και τότε κατάλαβα.

Θα ήταν όμορφος!

Ναι, βέβαια. Χαριτωμένο τον βρήκα εγώ. Είχε μια αθωότητα πάνω του. Πολλή χάρις, πολλή ομορφιά…

Κυκλοφορεί η φήμη ότι είχατε γίνει βουδιστής.

Α! όχι. Πολλά λέγονται για μένα, αλλά δεν είναι έτσι.

Έχετε γίνει, ξέρετε, μέλος της νεοελληνικής μυθολογίας!

Είναι ωραίο που ο λαός διατηρεί έντονη τη μυθική του σκέψη. Είναι ωραίο ένας λαός να ζητάει διαρκώς την παραμυθία, κι αυτό δεν έχει να κάνει με τα αντικείμενα του μύθου… Μετά γύρισα στο Παρίσι, οπού ήταν ένα όνειρο για μένα – φύση καλλιτεχνική όπως ήμουν.

Ηταν λοιπόν καιρός να γίνετε επιτέλους κινηματογραφιστής.

Δεν τα κατάφερα ποτέ. Δεν ήμουν πρακτικός για να λαβαίνω επιχορηγήσεις, μπερδευόμουν και με τις μηχανές δεν τα πήγαινα καλά – δεν είμαι πρακτικός άνθρωπος. Έχω κάνει όμως μερικά φιλμάκια, κι ένα μεγαλύτερο. 15 λεπτών.

Με ποια πλοκή;

Μάλλον χαζή, όμως τότε μας άρεσε: η ιστορία μιας αστής γυναίκας πού ζούσε μια ζωή μπανάλ, χωρίς νόημα – ως τη μέρα πού έξω απ΄ το σπίτι της συναντάει ένα παιδάκι πού παίζει στην ακροθαλασσιά με κογχύλια και βότσαλα. Αυτή αφήνεται να μεθύσει από την ομορφιά των πραγμάτων και χαμογελάει ανακαλύπτοντας το μυστήριο τους.

Μα δεν είναι χαζό αυτό άλλωστε παθαίνω κι εγώ τώρα μαζί σας.

Α, ναι;. …Ημουν τότε πολύ άδειος- έτοιμος να γυρίσω στο Περού. Ενα γράμμα της μητέρας μου άλλαξε πάλι τις αποφάσεις μου: «Ξέρεις, παιδί μου πόσο σου ζητώ να γυρίσεις», μου έγραφε, «όμως, αν γυρίσεις τώρα εδώ, θα γίνεις διπλά δυστυχισμένος». Εμεινα λοιπόν στο Παρίσι, και μια μέρα συνάντησα σ΄ ένα εστιατόριο έναν Ορθόδοξο μοναχό που επρόκειτο ν' αλλάξει ολόκληρη τη ζωή μου. «Η Ορθοδοξία ανακεφαλαιώνεται σ΄ αυτά τα λόγια», μου είπε. «Ο Θεός έγινε άνθρωπος για να γίνει ό άνθρωπος θεός κατά χάριν και μετοχήν. Και αυτό σημαίνει ότι έτσι όπως όταν βάλεις ένα σίδερο στη φωτιά το σίδερο γίνεται φωτιά δια της συμμετοχής στο πυρ, έτσι κι όταν ο άνθρωπος μετέχει του θείου πυρός γίνεται κι αυτός και πυρ και φως και θεός κατά χάριν». Αυτός μού είπε τότε, ότι στην Ελλάδα υπάρχει μια χερσόνησος όπου οι μοναχοί επαναλαμβάνουν το όνομα του Ιησού ώσπου να γραφτεί στις καρδιές τους. Τον ρώτησα τότε αν υπάρχουν ποιητές στην Ορθοδοξία και μου απάντησε ότι υπάρχουν πολλοί, κι ένας απ' αυτούς είναι ο Αγιος Συμεών, ο νέος θεολόγος, που έγραψε ύμνους έρωτος για τον Θεό.
Όμως η πρώτη μου επαφή με την Ορθοδοξία έγινε μιαν αυγή στη Λίμα όπου με τον αγαπημένο μου ξάδερφο Φερνάντο περπατούσαμε στους άδειους δρόμους μετά από μια νύχτα αγρυπνίας όπου φτιάχναμε ένα κολάζ. Αυτήν την ώρα πέφτει μια δροσούλα στή Λίμα. Η γη μυρίζει λιγάκι, κι εκείνη την ώρα ξεφουρνίζουν τ΄ αρτοπωλεία και μυρίζει ψωμί η ατμόσφαιρα. Μια τέτοια ώρα περάσαμε από την ορθόδοξη εκκλησία κι ο Φερνάντο μου πρότεινε να μπούμε: «Είναι ωραία εκεί μέσα: έχουν σταφύλια, κρασί, άρτους». Εγώ φαντάστηκα κάτι σαν αρχαιοελληνικό συμπόσιο και φυσικά δέχτηκα (γέλια). Ήταν ανοικτή, αλλά άδεια – λίγο πριν ξημερώσει. Μ' εντυπωσίασε βαθιά η σιγή που βασίλευε εκεί, οι εικόνες στους τοίχους και τ' αναμμένα καντήλια. Και δεξιά μου ένα τραπεζάκι γεμάτο αρτίδια – τα πρόσφορα που συνηθίζουν να κάνουν οι Ρώσοι μου φάνηκαν τόσο κομψά, και νομίζω για πρώτη φορά στη ζωή μου έκλεψα κάτι. Λίγο μετά το άφησα πάνω στο πήλινο χέρι του Δημιουργού που είχε φτιάξει ό Φερνάντο στο στούντιο του, και λίγο αργότερα μ' «έκλεψε» με τον ίδιο τρόπο ή Ορθοδοξία, όπως συνηθίζει.

Παρ' όλο που έκλεβα παιδί κι εγώ πολλά αντίδωρα, δεν έπαθα τέτοιο πράγμα!

Εγώ πιστεύω ότι θα το πάθεις.

Α, μην το λέτε – αυτήν τη στιγμή δεν θα μου ήταν ευχάριστο.
Το καταλαβαίνω, αλλά και πιστεύω ότι σιγά σιγά θα ΄ρθεις κοντά στην εκκλησία γιατί – όπως βλέπω – είσαι ένα παιδί από την ευγενική Ζάκυνθο. Κι αν σήμερα παρασύρεσαι απ' αυτά που σου γυαλίζουν, θα 'ρθει μια μέρα που θα σωφρονιστείς.

Μ' αρέσει η μοναχική ζωή, δεν μ' αρέσει όμως όταν κλείνεται σε δόγματα.

Επειδή δεν έχεις εσωτερικεύσει το δόγμα, ώστε να καταλάβεις πόσο ζωτικό είναι. Δεν είναι καταπιεστικό αλλά μια αυθόρμητη κίνηση σαν την ανάσα. Αλλωστε ερήμην αυτών όλοι οι Ελληνες είναι ορθόδοξοι. Δεν λέω ότι θα γίνεις μοναχός, αλλά ότι θα νιώσεις την ανάγκη βαθιάς παραμυθίας που αναζητάς μάταια στον αισθησιασμό.

Δυστυχώς, ούτε σ' αυτόν την ψάχνω πια. Όμως ας μην περιφρονούμε τον έρωτα των σωμάτων – είναι ένα μέρος της ζωής, μόνο που χρειάζεται κι αυτός μια τέχνη που φαίνεται πώς έχουμε ξεχάσει.

Οι άνθρωποι δεν ξέρουν πια πώς ν' αγαπάνε. Ένας πατέρας της Εκκλησίας λέει: «Αγάπα και κάνε ό,τι θέλεις». Σήμερα οι άνθρωποι θέλουν να κάνουν ό,τι θέλουν αλλά προπαντός να μην αγαπάνε. Γιατί; Διότι φοβούνται. Δεν θέλουν να δεσμευτούν. Θέλουν να καταναλώνουν μόνο και να συμπεριφέρονται μέσω των καταναλωτικών τους προσωπείων. Και ξέρεις πόσο υποφέρουν; Δεν ξέρουν πώς να πλύνουν το πρόσωπο τους γιατί δεν έχουν πια.

Η ίδια αιτία όμως γεννάει τόσο την αδυναμία μας ν' αγαπάμε όσο και την ανάγκη μας να κλεινόμαστε σε μοναστήρια.

Ε, βέβαια. Αλλά μη νομίζετε ότι ζει κανείς περισσότερο τη ζωή από ένα μοναχό.

Αν ήξερα ν' αγαπώ, θα δινόμουν απερίσπαστα στη ζωή – δεν θά 'χα λόγο να μονάσω.
Μα οι μοναχοί είναι κατεξοχήν ερωτικά όντα.

Το διάβασα στα βιβλία σας, άλλα δέν το πιστεύω.

Θέλετε να σας το αποδείξω; Το αντικείμενο του αμέσου έρωτος είναι συνήθως περιορισμένο όταν δεν σε ανάγει στον άκρως εφετό (ποθεινόν) που είναι, νομίζω, για όλους ο Δημιουργός μας - τελειώνει εκεί το πράγμα…

Είναι θέμα καί προσωπικών ορίων. Εγώ ένιωσα αληθινά πληρωμένος μ' έναν δυο ανθρώπινους έρωτες.
Ο έρωτας όταν πραγματικά αγαπάς είναι ωραίος αλλά και σπάνιος. Ομως αυτό που κάνει ό μοναχός είναι κάτι πολύ πιο ριζοσπαστικό… δεν θέλω να το συγκρίνω.

Να το συγκρίνετε: άνθρωποι είναι οι φορείς και των δυο ερώτων.

Έχουν όμως άλλη ποιότητα. Ο ερωτευμένος ξέρετε ότι δεν βλέπει – είναι τυφλός, δεν βλέπει τον άλλον παρά μόνον όταν πάψει να τον αγαπά, όταν απομακρυνθεί απ΄ αυτόν.

Γι' αυτό κι ο Θεός υπάρχει μόνο όταν μεθάμε από τον έρωτά του, κι όταν τον σκεπτόμαστε ήρεμα διαλύεται;

Βέβαια. Αλλά ο ορθολογισμός πρέπει να είναι συνυπηρέτης αυτής της μέθης, γι΄ αυτό κι ο έρωτας του Θεού είναι μια νηφάλιος μέθη.

Δεν μπορούμε να μεθύσουμε νηφάλια με κάποιον άλλον άνθρωπο;

Ναι, όταν τον βλέπουμε εκ σαρκικής αποστάσεως, όταν δεν χρειάζεται να συνουσιασθούμε μαζί του γιατί το έχουμε ήδη κάνει. Αλλά τον πήραμε λίγο ψηλά τον αμανέ.

Το Άγιον Ορος όμως είναι ένας τόπος – αφού ανακαλύψατε τον τρόπο γιατί εγκαταλείψατε το Περού;

Να σας πώ: η αναζήτηση μου πέρασε από την τέχνη, αλλά ποτέ δεν πίστεψα στην πολιτιστική της αξία. Αναζητούσα το θαύμα, την ομορφιά που μοιάζει με βόμβα· το απόλυτο πού δεν μπορείς να το βάλεις στο τσεπάκι. Πίστευα πως η ζωή μου έπρεπε να είναι ένα ποίημα. Πέρασα απ' τη μοντέρνα τέχνη αναζητώντας αυτό που βρήκα στην ορθοδοξία: να σπάσω με το θαύμα τα δεσμά του Θανάτου.

Είστε βέβαιος, πατέρα Συμεών, ότι δεν υπάρχει επόμενο βήμα;

Ζητώ, και τώρα που μιλάω μαζί σας, τον Θεό. Αναζητώ τώρα τον αληθινό Ευστάθιο, κι αυτή η υπόθεση κοινωνίας είναι ο Θεός. Κάθε αρχή είναι τέλος και κάθε τέλος αρχή – δεν μπορώ να βάλω τον Θεό στο τσεπάκι. Εγώ προσπαθούσα να είμαι μηδενιστής, όμως το μηδέν είναι απελπιστικό κι αν θέλεις να 'σαι συνεπής τινάζεις τα μυαλά σου στον αέρα. Γι' αυτό πολλοί συμβιβάζονται με κάποιες ψεύτικες αξίες. Οι πατέρες της εκκλησίας ωστόσο είναι οι όντως μηδενιστές γιατί δεν πιστεύουν σε καμιά αξία της εκκλησίας, και στον θάνατο που είναι η νέκρωση ανακαλύπτουν τη μονάδα που είναι Τριάς: τον αναστημένο Χριστό που νίκησε τον θάνατο. Τότε το μηδέν είναι ζωογόνο κλείνοντας την απαστράπτουσα μονάδα… Τι ερώτηση μου είχατε κάνει;

Υπάρχουν στιγμές αμφιβολίας σ΄ αυτή την ακραία σας επιλογή;

Υπάρχουν στιγμές που αμφιβάλλω για τον εαυτό μου – κατά πόσο δεν χαϊδεύομαι. Κάθε μερα που κατεβαίνω στην εκκλησία αναπνέω, βλέπω τη ζωή μου σ' ένα κέντρο. Κάθομαι και τραβάω λίγο κομποσκοινάκι κι η καρδιά μου γεμίζει γαλήνη και παίρνω δύναμη να ζήσω – αλλιώς θα είχα χαθεί, δεν ξέρω, ίσως θα είχα αυτοκτονήσει. Εκεί βρίσκω μεγάλη ανακούφιση, γιατί εγώ – θα σου το πω – πάσχω κι από κάτι: Βαριέμαι που ζω, αλλά με την προσευχή παίρνω δύναμη.

Μήπως γλυκαίνουμε τον εαυτό μας με τα τυπικά;

Θέλετε να πείτε μήπως την κάνουμε λαχείο με τον εαυτό μας;

Ε, ναι.

Υπάρχει ο κίνδυνος της πλάνης. Υποπτεύομαι συχνά τον εαυτό μου και δεν είμαι βέβαιος. Οχι, δεν ξέρω – σαν το παιδί αφήνομαι κι ελπίζω.
Διακρίνω όμως κάποτε μια ράθυμη παράδοση των μοναχών στο πολύ λιβάνι.

Η μέθη σας, πατέρα Συμεών, είναι νηφάλια αλλά, συχνά, και υπνηλή.

Αυτήν τη στιγμή που σας μιλάω δεν νυστάζω. Δεν μ' ενδιαφέρει η συνέντευξη. Το ότι προσπαθούμε να μιλήσουμε αληθινά δίνει αξία στη ζωή μας – αλλιώς θα είμαστε δυο κομμάτια κρέας. Θέλω να σε αισθανθώ – αυτό το πράγμα δεν είναι αγώνας για την αλήθεια;

Μπορώ να δοκιμάσω την πίστη σας για την Ορθοδοξία

Όχι δεν μπορείτε!

Αυτό ακριβώς θεωρώ εφησυχασμό: την πίστη που δεν γεννιέται κάθε μέρα καινούργια.

Η Ορθοδοξία δεν είναι προς κλονισμόν ούτε προς εφησυχασμόν γιατί είναι μυστήριον. Θα ήταν μια τρομερή κακογουστιά να αποδείξω την ύπαρξη του Θεού -δεν μ' ενδιαφέρει. Γιατί αν ο Θεός είναι αντιληπτός διά των πεπερασμένων μου αισθήσεων είναι κάτι που με αφήνει αδιάφορο. Εγώ θέλω να μην υπάρχω, αλλά να υπέρ-υπάρχω.

Αλλά και η εξομολόγηση πρέπει να είναι δοκιμασία για ένα μοναχό.

Απαιτεί τεράστια αποθέματα αρετής γιατί ο παπάς πλησιάζει το Θεό κι εσύ πρέπει να είσαι διάφανος ώστε να μπορεί μέσα από σένα να τον διακρίνει.  Εκεί τελειώνουν τα ψέμματα και χρειάζεται γι' αυτά μια τρομερή αυταπάρνηση.

Είστε κι εσείς εξομολόγος, έτσι;

Ναι, μ' έκαναν.

Η αυταπάρνηση όμως δε γεννιέται απ' την υπακοή.

Όχι! Η αυταπάρνηση γεννιέται απ' την αγάπη.


Θα πρέπει να υπάρχει κι ένα μίνιμουμ κοινών αμαρτιών για να υπάρχει κατανόηση.
Όχι πάντοτε. Για να καταπολεμήσεις τον καρκίνο δεν είναι ανάγκη να είσαι καρκινοπαθής. Εκείνο που χρειάζεται να ξέρεις είναι η αδυναμία της ανθρώπινης φύσεως, να βράσεις στο ζουμί σου κι εσύ για οποιαδήποτε αιτία… Εμένα όλες οι διαστροφές μου έρχονται στο νου και αισθάνομαι τόσο βρόμικος. Ντρέπομαι που ζω μαζί μ' αυτά τα άγια παιδιά. Στη μοναξιά βλέπεις αναγκαστικά τον εαυτό σου και λες «μα τέτοιος είμαι εγώ;». Ε, τέτοιος είσαι. Τότε δεν μπορείς παρά να συμπονέσεις τον άλλον.

Πώς αμύνεστε;

Πολλές φορές αποδέχομαι τη βρομιά μου, κι αυτό μ' απομακρύνει απ' το Θεό, μού πληγώνει την καρδιά. Άλλοτε πάλι με μια δύναμη που δεν ξέρω από πού έρχεται (γιατί εγώ τείνω σε αυτά) μπορώ και τις διώχνω και γλιτώνω για λίγο. Το παν είναι να μην υπερηφανεύεται κανείς – να μην έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του.

Εχετε γράψει ότι θεωρείτε τον εαυτό σας κατεξοχήν ερωτικό όν.

Ο μοναχός που βάζει φραγμό στον άμεσο έρωτα γίνεται 100% ερωτικός.

Δεν νοσταλγείτε ποτέ έρωτες κοσμικούς;

Nαι. Αλλά καμιά φορά, μου φαίνεται, το κάνω από μιαν ανάγκη να εξευτελίσω τον εαυτό μου, να πέσω πάνω στον εμετό μου – περιέργως ίσως. Βλέπεις, πρέπει να παλέψουμε και με τις μνήμες: με όσα ακούσαμε και με όσα πράξαμε. Είναι ένας αγώνας όταν πέφτω στην έλξη των φαινομένων να προσεύχομαι για να φέρω πάλι λίγη πραότητα στην αγριεμένη μου ψυχή.

Μιλήστε μου, παρακαλώ, για τα πράγματα – τα ασήμαντα και σημαντικά – που σας αρέσουν.

Βαδίζοντας από Δυσμάς πρός Ανατολάς χαιρετώ το ιλαρό φως κουβαλώντας μνήμες και αρέσκειες. Ω! Μέσα στα πράγματα που μου αρέσουν είναι το χαβιάρι, ο καπνιστός σολομός, ένα περουβιάνικο φαγητό πού το λένε σεβίτσε (ψιλοκομμένο ψάρι μαγειρευμένο χωρίς φωτιά με λεμόνι κι αλάτι), τα ποτά- το μπας αρμανιάκ (ένα είδος κονιάκ) μου αρέσουν τα μάνγκος, οι φράουλες, το παγωτό, τα στρείδια, όλα γενικώς τα θαλασσινά, εκτός από τα καλαμάρια.
Μου αοέσουν οί άνθρωποι που με κάνουν να ονειροπολώ, οι γυναίκες που μοιάζουν μέ νεράιδες κι είναι πάρα πολύ όμορφες – όχι όμως για να τις καταναλώνω, αλλά έτσι, προς παραμυθίαν. Μου αρέσουν βιβλία, η ζωγραφική. Δεν μου αρέσουν οι στρυφνοί και μίζεροι άνθρωποι. Μ' αρέσει πολύ η γενναιοδωρία κι η αρχοντιά, η αθωότητα επίσης. Αντιλαμβάνομαι το Θεό σαν το καλό χαβιάρι, προς βρώσιν. Δεν μ΄ αρέσουν τα νομικά κείμενα κι οι πρακτικές δουλειές. Δεν μου άρεσουν ο συμβιβασμός και το χιόνι – συμφωνώ πως είναι «η λέπρα της γης». Μ' αρέσει η θάλασσα, ο ήλιος, οι ζεστές χώρες, το καλό άσπρο κρασί, η σαμπάνια κι οι σοκολάτες πλην της άσπρης. Μ' αρέσουν τα κογχύλια, ο ξάδελφός μου ο Φερνάντο και τα μικρά κουτάκια. Μου αρέσει ακόμα ο Μπάστερ Κίτον, ο Κόναν Ντόιλ, η μυρωδιά του φρέσκου ψωμιού, ο Τζέιμς Μπόντ, η μυρωδιά του νεφτιού, τα ωραία χαρτιά, οι εκδόσεις Άγρα, ο ζωγράφος Θεόφιλος, οι ραπιδογράφοι, το δημιουργικό γράψιμο (το άλλο τo βαριέμαι), ο Ανδαλουσιάνικος Σκύλος, η Θεία Κοινωνία, τα ελληνικά παραμύθια, υπεραγαπώ την Ελλάδα και τους Έλληνες (με όλα τα χάλια τους). Δεν μου αρέσουν τα υπουργεία, το τσιγάρο, οι φυλακές. Απεχθάνομαι τον Καθολικισμό και τον Προτεσταντισμό. Μ' αρέσει η προσευχή, αυτό το κέντημα του χρόνου που καταφέρνει ώστε ο χρόνος που γεννάει το θάνατό μας να παύει να είναι ο εχθρός και να πλημμυρίζει την καρδιά μας η αγάπη για να μη στεγνώσουμε… Αχ, πρέπει ν' αγαπάμε, να ποτίσουμε τις πέτρες κεντώντας το χρόνο, να μεταβάλουμε τα πάθη μας σαν ακροβάτες της πίστεως. Να αρνηθούμε τα συναισθήματα μας μέσα στο θείο πυρ. Γι' αυτό κόβει τα μαλλιά του ο μοναχός στην κουρά – κόβει δηλαδή τα συναισθήματα κι είναι η φλόγα που αναγκάζει τις γυναίκες να τυλίγουν τα μαλλιά τους σε μαντίλι όταν πηγαίνουν στην εκκλησία – από σέβας να μην εκδηλώνουν τα συναισθήματα τους.

Μα γιατί είναι τα μαλλιά μας συναισθήματα κι όχι τα γένεια μας;

Μιλώ εντελώς διαισθητικά – νομίζω τα ωραία μαλλιά δηλώνουν έναν έντονο συναισθηματικό κόσμο.

Και μένα που μού πέφτουν τα μαλλιά;

Συμβαίνει ίσως επειδή είστε πληγωμένος.

Τότε εσείς θα πρέπει να 'στε αλώβητος με τόσα μαλλιά, πατέρα Συμεών! Αχ, νομίζω ότι δεν λέμε τα πράγματα με τ΄ όνομά τους.

Εγώ σας μιλάω πολύ καθαρά, νομίζω – δεν σας έχω κρύψει τίποτα, σε σημείο πού αρχίζω να ανησυχώ (γέλια).

Γίνεστε διάσημος – αυτά ζητάτε;

Εκείνο πού ζητώ αληθινά είναι να κάθομαι στην ησυχία για πολύ καιρό και να χάνομαι, να ξεχνιέμαι. Σ΄ ένα μέρος με πράσινο, να βρώ λίγο τον εαυτό μου, στο δάσος ίσως – να γράφω, να ζωγραφίζω. Εχω κουραστεί από τις επαφές και τ΄ αναγκαστικά μου ταξίδια.

Πόσο μοναχός μπορεί να είναι κανείς, όταν τον επισκέπτονται τόσοι και ταξιδεύει σε όλα τα μέρη του κόσμου;

Κοιτάξτε: άπαξ καί έχεις υπακοή είσαι μοναχός. Το παν είναι πού έχεις την καρδιά σου. Μπορείς να ζεις σε όλες τις πρωτεύουσες του κόσμου κι ο νους σου νά 'ναι στην αγάπη.

Με τον αναχωρητισμό γλιτώνουμε κι απ' οποιονδήποτε κοινωνικό αγώνα.

Το Βυζάντιο όμως οι μοναχοί ήταν εκείνοι που το διατήρησαν.

Σήμερα τι διατηρούν οι μοναχοί;

Τον ίδιο τον άνθρωπο!

Την ώρα που άλλοι είναι στα οδοφράγματα ο μοναχός νοιάζεται μονάχα για τη σωτηρία της ψυχής του.

Αλίμονο αν κοιτάει μόνο τη δική του σωτηρία, και δεν ξέρει ότι περνάει μέσα απ' τη σωτηρία των άλλων. Αλλά ο σκοπός του καλόγερου δεν είναι να πιάνει τα όπλα – βοηθάει με άλλον τρόπο, γιατί νομίζω ότι η αληθινή επανάσταση ξεκινάει απ΄ τον εαυτό μας. Αλλά τι ζητάμε με την επανάσταση; Μια αλλαγή οικονομικών καθεστώτων; Όχι εκείνο που ζητάμε είναι να διασώσουμε τον άνθρωπο. Ο μοναχός μαρτυρεί για τον αληθινό άνθρωπο, διότι αυτός αγωνίζεται ν΄ απελευθερώνεται απ΄ τα πάθη του δια της αγάπης.

Η Ιστορία όμως διδάσκει ότι καμιά δικτατορία δεν έπεσε δια της αγάπης.

Δια της αγάπης πέφτει η δικτατορία των παθών. Δες τις χώρες που έχουν γίνει οι επαναστάσεις: ποια πέτυχε; Καμιά!

Δεν υπάρχει λοιπόν διαφορά ανάμεσα στις πολιτικές εξουσίες;

Υπάρχει, κι ο καθένας ανάλογα με τη συνείδησή του πρέπει να παίρνει θέση. Όμως ό μοναχός δεν ψάχνει την εξωτερική αλλαγή. Δες το κενό που υπάρχει στις «ευημερούσες» μεταβιομηχανικές κοινωνίες. Ολοι μιλούν για την πολιτική αλλά χάνουν τον στόχο τους.

Πέστε μου, αλήθεια, πατέρα Συμεών: κάποια νύχτα που έπρεπε να ξυπνήσετε για τον όρθρο, κάποιο απόγευμα – όπως τώρα – μετά τον εσπερινό, κλείσατε την πόρτα του κελιού σας κουρασμένος, νιώθοντας πως όλος αυτός ο αγώνας ίσως είναι και λίγο μάταιος;

Πολλές φορές έχω κλείσει την πόρτα μου νιώθοντας εντελώς απογοητευμένος από όλα. Από όλα. Ακόμα κι απ' τον αγώνα μου – αλλά την πίστη μου δεν την έχω χάσει. Απλούστατα έχω πέσει σε μια ραθυμία, μια – πώς να το πω; – μια μελαγχολία πολλές φορές μελαγχολώ και βαριέμαι που ζω. Ας μπορούσες να καταλάβεις: όλοι μας τρέχουμε να φύγουμε απ' τον εαυτό μας· δεν θέλουμε να τον συναντήσουμε. Αν όμως τον δεχτούμε και υποφέρουμε το κενό που μας μεταγγίζει, θα δεχτούμε τα γόνιμα δώρα της υπομονής. Ομως πολλές φορές εγώ τα χάνω όταν διαπιστώνω αυτό το κενό μου και λιμνάζω οδυνηρά – κυρίως όταν δεν έχω να κοροϊδεύομαι με επισκέπτες ή κοσμική ζωή βλέποντας τον εαυτό μου γυμνό. Ζητάω τότε να δροσιστούνε λίγο τα χέρια μου και προσεύχομαι.

Τι άλλο είναι αυτό που σάς βγάζει από την αρπάγη της μελαγχολίας;

Δεν ξέρω. Δεν ξέρω να σας πω αν είναι η προσευχή. Μερικές φορές είναι – όχι πάντοτε όμως. Αλλες φορές είναι η ίδια η ροή των πραγμάτων που με τραβάει από αυτήν τη στενοχώρια της απραξίας… Γι' αυτό, παλιά, τη μέρα της κουράς του καλόγερου ο ηγούμενος απηύθυνε μόνον δυο λέξεις: «Καλή υπομονή». Υπομονή μέσα στη μοναξιά. Με τη μοναξιά κανείς βυθίζεται μέσα στα ύδατα της ψυχής, στον υδατόστρωτο τάφο της κι όλες οι φωτεινές εμπειρίες, όλες οι αντανακλάσεις του νοητού ηλίου στη θάλασσα της ψυχής αστράφτουν πάνω σε Βρώσιμους Ιχθείς, πάνω στο σώμα του Χριστού. Το έχω γράψει και σ' ένα κείμενο μου – το έχετε προσέξει; «Η αλήθεια εν τω βυθώ». Είναι η αλήθεια που βρίσκεις στα μάτια των αγίων και των απλών γυναικών, είναι η φλόγα που περνάει μέσα απ τα χρόνια, δίνοντας στα μάτια των ανθρώπων μιαν όψη αλλοτινή.

Και μιαν όψη θλιμμένη.

Μη λυπάστε γι' αυτήν τη θλίψη είναι γιατί τα πάθη δεν χάνονται αλλά μόνον αλλάζουν με τη δύναμη της αγάπης, κρατώντας για πάντα τις μνήμες της πτώσης των.

Δεν λυπάμαι, πατέρα Συμεών – φοβάμαι όμως.

Όπως φοβάται ο ακροβάτης που βγαίνει χωρίς πίστη στή σκηνή. Οπως φοβάται όποιος δεν δαπανιέται για τους άλλους. Ομως μη φοβάσαι: πέσε στο κενό για να υπάρχει λόγος να σε κρατήσει στην αγκαλιά του ο Θεός. 




Μια παλιά συνέντευξη στον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο (Περιοδικό Το Τέταρτο, 1986)


http://www.parathemata.com/2009/07/juan-de-la-jara.html



No comments:

Post a Comment

Σχόλια