Labels

Monday, September 30, 2013

Καλή βδομάδα - Το κουβάρι της ζωής




Απαλός ο πρωινός ήλιος, καθαρός ο Θερμαϊκός, χαμηλή κίνηση στην παραλιακή. Περπατώ ν’ απλώσω τις μπερδεμένες σκέψεις μου στον ορίζοντα μήπως ξεμπερδευτούν μια στάλα, να τις ξεπλύνω στη θάλασσα, να τις φυσήξει και το φθινοπωρινό αεράκι να στεγνώσουν όσες αξίζει να μείνουν κι οι άλλες ας πάνε στο καλό.

Στο βάθος του λιμανιού, αραγμένα δύο μεγάλα πλοία. Βλέπω πολλούς  ποδηλάτες, άλλους με τις ποδηλατικές στολές κι άλλους με τα καθημερινά τους ρούχα να διασχίζουν τον πεζόδρομο, άλλοι μόνοι τους, κι άλλοι παρέα, δυο δυο, τρεις τρεις. Σκέφτομαι πως όλα είναι σε σχέση. Ο Όλυμπος με τη θάλασσα και τον ουρανό, το ένα πλοίο με το άλλο και τη θάλασσα, οι ποδηλάτες με τον πεζόδρομο και το ποδήλατό τους ή μεταξύ τους, εγώ με όλα αυτά και τις σκέψεις μου. Όλα είναι σε σχέση και τίποτα δεν υπάρχει μόνο του. Αόμα κι ένας άνθρωπος μόνος του βρίσκεται σε σχέση με το κεφάλι του κι ό,  τι αυτό κουβαλά, τα χέρια του, τα πόδια του, την καρδιά του.

Κι έτσι καθώς για μια ακόμη φορά αναρωτιέμαι γι’αυτό το μέγα, θαυμαστό και τραγικό συνάμα, μυστήριο της ζωής, θυμάμαι τον Γιώργο, που πριν χρόνια μου είχε διηγηθεί μια συζήτηση που είχε με τη μάνα του την ώρα που εκείνη καθισμένη ήσυχα στον καναπέ της έπλεκε το πλεχτό της. Τη ρώτησε, λοιπόν, σχεδόν θυμωμένος, που δεν μπορούσε να χωρέσει το νόημα της ζωής: “Τι είναι η ζωή ρε μάνα;” Κι εκείνη η ταπεινή, απάντησε: “Η ζωή είναι σαν αυτό το πλεχτό. Έρχεσαι στον κόσμο και σου δίνεται ένα κουβαράκι, κάτι να το κάνεις. Ξεκινάς και πλέκεις και το μόνο που έχεις στο νου σου, είναι να το πλέξεις όσο καλύτερα μπορείς. Να καταφέρεις το σχέδιο που έχεις στο νου σου, να μην αφήσεις κενά, οι κόμποι σου να είναι κρυμμένοι, περιποιημένοι. Ε, και καθώς περνούν τα χρόνια, το μόνο που αλλάζει καθώς πλέκεις το πλεχτό σου, είναι πως αρχίζεις και ρίχνεις κλεφτές ματιές στο κουβάρι που τελειώνει, και σε πιάνει μια αγωνία, μήπως δε σου φτάσει η κλωστή να το τελειώσεις. Αυτή είναι η ζωή, γιε μου…”

Γέλασα τότε, μη μπορώντας να καταλάβω το βάθος που έκρυβαν τα λόγια της γιαγιάς. Σαν ανέκδοτο μου φάνηκε. Μα χθες, στην παραλία, θαρρείς και είδα το πέλαγος γεμάτο κάθε λογής κουβαράκια που ξετυλίγονταν, κι ανάμεσά τους σαν να ξεχώρισα και το δικό μου. Κοίταξα το πλεχτό μου κι είδα ένα σωρό ατέλειες και απεριποίητους κόμπους. Λαχτάρησα, κι είπα να βάλω προκοπή και να το φροντίσω λίγο καλύτερα, πριν μου σωθεί η κλωστή και βρεθώ αμήχανη  μπροστά στο απρόοπτο... 




No comments:

Post a Comment

Σχόλια