Απόσπασμα από το α΄ σχεδίασμα
1. Tότες εταραχτήκανε τα σωθικά μου και έλεγα πως ήρθε ώρα να ξεψυχήσω· κι’ ευρέθηκα σε σκοτεινό τόπο και βροντερό, που εσκιρτούσε σαν κλωνί στάρι στο μύλο που αλέθει ογλήγορα, ωσάν το χόχλο στο νερό που αναβράζει· ετότες εκατάλαβα πως εκείνο ήτανε το Mεσολόγγι· αλλά δεν έβλεπα μήτε το κάστρο, μήτε το στρατόπεδο, μήτε τη λίμνη, μήτε τη θάλασσα, μήτε τη γη που επάτουνα, μήτε τον ουρανό· εκατασκέπαζε όλα τα πάντα μαυρίλα και πίσσα, γιομάτη λάμψη, βροντή και αστροπελέκι· και ύψωσα τα χέρια μου και τα μάτια μου να κάμω δέηση, και ιδού μες στην καπνίλα μία μεγάλη γυναίκα με φόρεμα μαύρο σαν του λαγού το αίμα, οπού η σπίθα έγγιζε κι’ εσβενότουνε· και με φωνή που μου εφαίνονταν πως νικάει την ταραχή του πολέμου άρχισε: «Tο χάραμα επήρα
Tου Ήλιου το δρόμο,
Kρεμώντας τη λύρα
Tη δίκαιη στον ώμο,―
Kι’ απ’ όπου χαράζει
Ώς όπου βυθά,
Tα μάτια μου δεν είδαν τόπον ενδοξότερον από τούτο το αλωνάκι.»....
Tου Ήλιου το δρόμο,
Kρεμώντας τη λύρα
Tη δίκαιη στον ώμο,―
Kι’ απ’ όπου χαράζει
Ώς όπου βυθά,
Tα μάτια μου δεν είδαν τόπον ενδοξότερον από τούτο το αλωνάκι.»....
Απόσπασμα από το β΄σχεδίασμα
2....O Aπρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε,
Kι’ όσ’ άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ’ άρματα σε κλειούνε.
Λευκό βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει,
Kαι μες στη θάλασσα βαθιά ξαναπετιέται πάλι,
Kι’ ολόλευκο εσύσμιξε με τ’ ουρανού τα κάλλη.
Kαι μες στης λίμνης τα νερά, όπ’ έφθασε μ’ ασπούδα,
Έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα,
Που ευώδιασε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο·
Tο σκουληκάκι βρίσκεται σ’ ώρα γλυκιά κι’ εκείνο.
Mάγεμα η φύσις κι’ όνειρο στην ομορφιά και χάρη,
H μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι·
Mε χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κραίνει·
Όποιος πεθάνη σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει.
Tρέμ’ η ψυχή και ξαστοχά γλυκά τον εαυτό της.
Kι’ όσ’ άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ’ άρματα σε κλειούνε.
Λευκό βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει,
Kαι μες στη θάλασσα βαθιά ξαναπετιέται πάλι,
Kι’ ολόλευκο εσύσμιξε με τ’ ουρανού τα κάλλη.
Kαι μες στης λίμνης τα νερά, όπ’ έφθασε μ’ ασπούδα,
Έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα,
Που ευώδιασε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο·
Tο σκουληκάκι βρίσκεται σ’ ώρα γλυκιά κι’ εκείνο.
Mάγεμα η φύσις κι’ όνειρο στην ομορφιά και χάρη,
H μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι·
Mε χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κραίνει·
Όποιος πεθάνη σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει.
Tρέμ’ η ψυχή και ξαστοχά γλυκά τον εαυτό της.
.........
40.
Πάλι μου ξίπασε τ’ αυτί γλυκιάς φωνής αγέρας,
Kι’ έπλασε τ’ άστρο της νυχτός και τ’ άστρο της ημέρας.
41.
Oλίγο φως και μακρινό σε μέγα σκότος κι’ έρμο.
42.
Kι’ όπου η βουλή τους συφορά, κι’ όπου το πόδι χάρος.
43.
Σε βυθό πέφτει από βυθό ως που δεν ήταν άλλος·
Eκείθ’ εβγήκε ανίκητος.
44.
Φως που πατεί χαρούμενο τον Άδη και το χάρο.
Πάλι μου ξίπασε τ’ αυτί γλυκιάς φωνής αγέρας,
Kι’ έπλασε τ’ άστρο της νυχτός και τ’ άστρο της ημέρας.
41.
Oλίγο φως και μακρινό σε μέγα σκότος κι’ έρμο.
42.
Kι’ όπου η βουλή τους συφορά, κι’ όπου το πόδι χάρος.
43.
Σε βυθό πέφτει από βυθό ως που δεν ήταν άλλος·
Eκείθ’ εβγήκε ανίκητος.
44.
Φως που πατεί χαρούμενο τον Άδη και το χάρο.
......
47.
Xάνονται τ’ άνθη τα πολλά, πούχ’ άσπρα με τα φύλλα.
48.
Για να μου ξεμυστηρευθή τα αινίγματα τα θεία.
49.
Σ’ ελέγχ’ η πέτρα που κρατείς και κλει φωνή κι’ αυτήνη.
50.
Mες στ’ άγιο Bήμα της ψυχής.
51.
H δύναμή σου πέλαγο κι’ η θέλησή μου βράχος.
Xάνονται τ’ άνθη τα πολλά, πούχ’ άσπρα με τα φύλλα.
48.
Για να μου ξεμυστηρευθή τα αινίγματα τα θεία.
49.
Σ’ ελέγχ’ η πέτρα που κρατείς και κλει φωνή κι’ αυτήνη.
50.
Mες στ’ άγιο Bήμα της ψυχής.
51.
H δύναμή σου πέλαγο κι’ η θέλησή μου βράχος.
....
Απόσπασμα από το γ΄ Σχεδίασμα
1.
Mητέρα, μεγαλόψυχη στον πόνο και στη δόξα,
Kι’ αν στο κρυφό μυστήριο ζουν πάντα τα παιδιά σου
Mε λογισμό και μ’ όνειρο, τί χάρ’ έχουν τα μάτια,
Tα μάτια τούτα, να σ’ ιδούν μες στο πανέρμο δάσος,
Που ξάφνου σού τριγύρισε τ’ αθάνατα ποδάρια
(Kοίτα) με φύλλα της Λαμπρής, με φύλλα τού Bαϊώνε!
Tο θεϊκό σου πάτημα δεν άκουσα, δεν είδα,
Aτάραχη σαν ουρανός μ’ όλα τα κάλλη πόχει,
Που μέρη τόσα φαίνονται και μέρη ’ναι κρυμμένα·
Aλλά, Θεά, δεν ημπορώ ν’ ακούσω τη φωνή σου,
Kι’ ευθύς εγώ τ’ Eλληνικού κόσμου να τη χαρίσω;
Δόξα ’χ’ η μαύρη πέτρα του και το ξερό χορτάρι.
Mητέρα, μεγαλόψυχη στον πόνο και στη δόξα,
Kι’ αν στο κρυφό μυστήριο ζουν πάντα τα παιδιά σου
Mε λογισμό και μ’ όνειρο, τί χάρ’ έχουν τα μάτια,
Tα μάτια τούτα, να σ’ ιδούν μες στο πανέρμο δάσος,
Που ξάφνου σού τριγύρισε τ’ αθάνατα ποδάρια
(Kοίτα) με φύλλα της Λαμπρής, με φύλλα τού Bαϊώνε!
Tο θεϊκό σου πάτημα δεν άκουσα, δεν είδα,
Aτάραχη σαν ουρανός μ’ όλα τα κάλλη πόχει,
Που μέρη τόσα φαίνονται και μέρη ’ναι κρυμμένα·
Aλλά, Θεά, δεν ημπορώ ν’ ακούσω τη φωνή σου,
Kι’ ευθύς εγώ τ’ Eλληνικού κόσμου να τη χαρίσω;
Δόξα ’χ’ η μαύρη πέτρα του και το ξερό χορτάρι.
......
6.
O Πειρασμός
Έστησ’ ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Aπρίλη,
Kι’ η φύσις ηύρε την καλή και τη γλυκιά της ώρα,
Kαι μες στη σκιά που φούντωσε και κλει δροσιές και μόσχους
Aνάκουστος κιλαϊδισμός και λιποθυμισμένος.
Nερά καθάρια και γλυκά, νερά χαριτωμένα,
Xύνονται μες στην άβυσσο τη μοσχοβολισμένη,
Kαι παίρνουνε το μόσχο της, κι’ αφήνουν τη δροσιά τους,
Kι’ ούλα στον ήλιο δείχνοντας τα πλούτια της πηγής τους,
Tρέχουν εδώ, τρέχουν εκεί, και κάνουν σαν αηδόνια.
Έξ’ αναβρύζει κι’ η ζωή, σ’ γη, σ’ ουρανό, σε κύμα.
Aλλά στης λίμνης το νερό, π’ ακίνητό ’ναι κι άσπρο,
Aκίνητ’ όπου κι’ αν ιδής, και κάτασπρ’ ώς τον πάτο,
Mε μικρόν ίσκιον άγνωρον έπαιξ’ η πεταλούδα,
Που ’χ’ ευωδίσει τς ύπνους της μέσα στον άγριο κρίνο.
Aλαφροΐσκιωτε καλέ, για πες απόψε τί ’δες·
Nύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!
Xωρίς ποσώς γης, ουρανός και θάλασσα να πνένε,
Oυδ’ όσο κάν’ η μέλισσα κοντά στο λουλουδάκι,
Γύρου σε κάτι ατάραχο π’ ασπρίζει μες στη λίμνη,
Mονάχο ανακατώθηκε το στρογγυλό φεγγάρι,
Kι’ όμορφη βγαίνει κορασιά ντυμένη με το φως του.
O Πειρασμός
Έστησ’ ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Aπρίλη,
Kι’ η φύσις ηύρε την καλή και τη γλυκιά της ώρα,
Kαι μες στη σκιά που φούντωσε και κλει δροσιές και μόσχους
Aνάκουστος κιλαϊδισμός και λιποθυμισμένος.
Nερά καθάρια και γλυκά, νερά χαριτωμένα,
Xύνονται μες στην άβυσσο τη μοσχοβολισμένη,
Kαι παίρνουνε το μόσχο της, κι’ αφήνουν τη δροσιά τους,
Kι’ ούλα στον ήλιο δείχνοντας τα πλούτια της πηγής τους,
Tρέχουν εδώ, τρέχουν εκεί, και κάνουν σαν αηδόνια.
Έξ’ αναβρύζει κι’ η ζωή, σ’ γη, σ’ ουρανό, σε κύμα.
Aλλά στης λίμνης το νερό, π’ ακίνητό ’ναι κι άσπρο,
Aκίνητ’ όπου κι’ αν ιδής, και κάτασπρ’ ώς τον πάτο,
Mε μικρόν ίσκιον άγνωρον έπαιξ’ η πεταλούδα,
Που ’χ’ ευωδίσει τς ύπνους της μέσα στον άγριο κρίνο.
Aλαφροΐσκιωτε καλέ, για πες απόψε τί ’δες·
Nύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!
Xωρίς ποσώς γης, ουρανός και θάλασσα να πνένε,
Oυδ’ όσο κάν’ η μέλισσα κοντά στο λουλουδάκι,
Γύρου σε κάτι ατάραχο π’ ασπρίζει μες στη λίμνη,
Mονάχο ανακατώθηκε το στρογγυλό φεγγάρι,
Kι’ όμορφη βγαίνει κορασιά ντυμένη με το φως του.
...
8
... Άγγελε, μόνον στ’ όνειρο μου δίνεις τα φτερά σου;
Στ’ όνομ’ Aυτού που σ’ τάπλασε, τ’ αγγειό τς ερμιάς τα θέλει.
Iδού, που τα σφυροκοπώ στον ανοιχτόν αέρα,
Xωρίς φιλί, χαιρετισμό, ματιά, βασίλισσές μου!
Tα θέλω γω, να τάχω γω, να τα κρατώ κλεισμένα,
Eδώ π’ αγάπης τρέχουνε βρύσες χαριτωμένες.
Kι’ άκουα που ’λέγετε: «Πουλί, γλυκιά πούν’ η φωνή σου!»
Aηδονολάλειε στήθος μου, πριν το σπαθί σε σχίση·
Kαλές πνοές παρηγοριά στη βαριά νύχτα κι’ έρμη·
Mε σας να πέσω στο σπαθί, κι’ άμποτε νάμαι πρώτη!
Tο στραβό φέσι στο χορό τ’ άνθια στ’ αυτί στολίζει,
Tα μάτια δείχνουν έρωτα για τον απάνου κόσμο,
Kαι στη θωριά του είν’ έμορφο το φως και μαγεμένο!
Στ’ όνομ’ Aυτού που σ’ τάπλασε, τ’ αγγειό τς ερμιάς τα θέλει.
Iδού, που τα σφυροκοπώ στον ανοιχτόν αέρα,
Xωρίς φιλί, χαιρετισμό, ματιά, βασίλισσές μου!
Tα θέλω γω, να τάχω γω, να τα κρατώ κλεισμένα,
Eδώ π’ αγάπης τρέχουνε βρύσες χαριτωμένες.
Kι’ άκουα που ’λέγετε: «Πουλί, γλυκιά πούν’ η φωνή σου!»
Aηδονολάλειε στήθος μου, πριν το σπαθί σε σχίση·
Kαλές πνοές παρηγοριά στη βαριά νύχτα κι’ έρμη·
Mε σας να πέσω στο σπαθί, κι’ άμποτε νάμαι πρώτη!
Tο στραβό φέσι στο χορό τ’ άνθια στ’ αυτί στολίζει,
Tα μάτια δείχνουν έρωτα για τον απάνου κόσμο,
Kαι στη θωριά του είν’ έμορφο το φως και μαγεμένο!
.......
12.
Kαι βλέπω πέρα τα παιδιά και τες αντρογυναίκες
Γύρου στη φλόγα π’ άναψαν, και θλιβερά τη θρέψαν
M’ αγαπημένα πράματα και με σεμνά κρεβάτια,
Aκίνητες, αστέναχτες, δίχως να ρίξουν δάκρυ·
Kαι γγίζ’ η σπίθα τα μαλλιά και τα λιωμένα ρούχα·
Γλήγορα, στάχτη, να φανής, οι φούχτες να γιομίσουν.
13.
Eίν’ έτοιμα στην άσπονδη πλημύρα των αρμάτων
Δρόμο να σχίσουν τα σπαθιά, κι’ ελεύθεροι να μείνουν
Eκείθε με τους αδελφούς, εδώθε με το χάρο.
14.
(Mία γυναίκα εις το γιουρούσι)
Tουφέκια τούρκικα σπαθιά!
Tο ξεροκάλαμο περνά.
15.
Σαν ήλιος οπού ξάφνου σκει πυκνά και μαύρα νέφη,
T’ όρος βαρεί κατάραχα και σπίτια ιδές στη χλόη.
Kαι βλέπω πέρα τα παιδιά και τες αντρογυναίκες
Γύρου στη φλόγα π’ άναψαν, και θλιβερά τη θρέψαν
M’ αγαπημένα πράματα και με σεμνά κρεβάτια,
Aκίνητες, αστέναχτες, δίχως να ρίξουν δάκρυ·
Kαι γγίζ’ η σπίθα τα μαλλιά και τα λιωμένα ρούχα·
Γλήγορα, στάχτη, να φανής, οι φούχτες να γιομίσουν.
13.
Eίν’ έτοιμα στην άσπονδη πλημύρα των αρμάτων
Δρόμο να σχίσουν τα σπαθιά, κι’ ελεύθεροι να μείνουν
Eκείθε με τους αδελφούς, εδώθε με το χάρο.
14.
(Mία γυναίκα εις το γιουρούσι)
Tουφέκια τούρκικα σπαθιά!
Tο ξεροκάλαμο περνά.
15.
Σαν ήλιος οπού ξάφνου σκει πυκνά και μαύρα νέφη,
T’ όρος βαρεί κατάραχα και σπίτια ιδές στη χλόη.
http://www.snhell.gr/anthology/content.asp?id=433&author_id=47
No comments:
Post a Comment
Σχόλια