Ήταν παιδί.
Ο νους του ακόμα φανταζόταν πως η ζωή είναι έξω. Μακριά. Αλλού.
Ήταν παιδί. Ένα γλυκό γλυκό παιδί. "Θα φύγω", είπε. "Θα φύγω για να ζήσω το όνειρο." Δεν ήξερε ακόμα πως το όνειρο δεν το αγοράζεις με λεφτά. Ούτε πως το όνειρο δεν το πληρώνεις με τους μόχθους του πατέρα.
Μα φαινεται πως είχε κι έναν πατέρα λιγάκι ασυνήθιστο. Ούτε τον μάλωσε, ούτε προσπάθησε να τον αποτρέψει. Τίποτα δεν του είπε. Ήξερε πως τα λόγια δεν αντιπαλεύουν την επιθυμία. Βίωμα δεν κάνουν οι παραινέσεις όταν ο νους του ανθρώπου είναι αλλού. Ούτε τον αποκλήρωσε, ούτε και τον ξεγέλασε. Του τα ‘δωσε όλα όπως το παιδι τα ζήτησε.
Όσο δεν λυπήθηκε τα χρήματα ο πατέρας, άλλο τόσο δεν τα λυπήθηκε κι ο γιος. Φαίνεται πως η γενναιοδωρία ήταν στο αίμα και των δύο.
Τα σκόρπισε το παιδί, τα γλέντησε, τα σπατάλησε, στάχτη τα έκανε. Μαζί τους πυρπολήθηκε. Κι ύστερα γύρισε ο καιρός. Ήρθε λιμός στη χώρα. Πάντα ο καιρός στο τέλος θα γυρνά. Κι είναι εκεί που κρίνονται οι άνθρωποι. Εκεί που δοκιμάζονται. Μέχρι τότε, συμπέρασμα δε βγαίνει.
Και το αρχοντόπουλο ζητιάνεψε. Πλάι στους χοίρους χοίρος έγινε, ώσπου συντρίφτηκε. Κι ήρθε στα συγκαλά του. Κι ύστερα θυμήθηκε πάλι τον πατέρα. Δεν επιθύμησε τα λούσα, τα χρυσά και τις τιμές που απολάμβανε στο πατρικό του. Δούλος του πατέρα του επιθύμησε να γίνει. Για ένα κομμάτι ψωμί αντί για κέρατα επέστρεψε. Δε θα ‘ταν τώρα γιος μιας και κατέφαγε την περιουσία του πατέρα του όλη.
Κι ο πατέρας βλέποντάς τον από μακριά, τον σπλαχνίστηκε. Τον ειχε για νεκρό και ζωντανό τον βρήκε. Τι αξία είχαν όλα τ’ άλλα;
Περιουσία γίνεται και πάλι, ζωή δε ματαγίνεται. Εξάλλου ο γιος του γύρισε με τη δική του θέλησή, όπως κάποτε με τη δική του θέληση είχε φύγει. Και γύρισε γνωρίζοντας πόσο ανάξιος ήταν. Σα δούλος γύρισε το αρχοντόπουλο, σα δούλος στον πατέρα. Κι έπεσε στο λαιμό του κι αγκαλιάστηκαν, και ο πατέρας πάλι τίποτα δεν είπε. Μόνο σφιχτά τον κράτησε. Κι ύστερα στους δούλους απευθύνθηκε και ζήτησε να φέρουν τη στολή την πρώτη για τον γυμνό του γιό και το δαχτυλίδι του αρραβώνα της συγχώρεσης, παπούτσια ζήτησε να κρύψει από του κόσμου το μάτι τις πληγές του γιου του.
Να σφαχτεί και ο μόσχος, πρόσταξε, ο σιτευτός. Αυτός που 'ταν προορισμένος για εξαγνισμό, τώρα να σφαγιαστει για τη γιορτή, αφού ο γιος είχε ήδη εξαγνιστεί μονάχος στην αρχή κι ύστερα μέσα στο πέλαγος της αγκαλιάς του.
Φαρμακώθηκε ο μεγάλος αδελφός σαν έμαθε τα νέα. Ο νους του θόλωσε. Αυτός ούτε ένα όνειρο απατηλό δεν είχε καταφέρει να ονειρευτεί. Ούτε ένα όνειρο δεν είχε κάψει να καεί στα σωθικά του. Κι όμως περίμενε να του δοθεί το δώρο που ποτε δε ζήτησε. Δε σκέφτηκε πως ξαναπέκτησε αδερφό. Μόνο τον εαυτό του σκέφτηκε και η ζωή του η μίζερη ήρθε να τον επνίξει.
Σ’ αυτόν όμως απάντησε ο πατέρας. Δεν σιώπησε. Μάλλον γιατί από λόγια ετούτος κάτι θα καταλάβαινε και θα μπορούσε να συνέρθει από την αδιέξοδη τη ζήλια και τη ματαιοδοξία του την ανερμάτιστη. "Ανάσταση είναι", είπε, "και γι’ αυτό γιορτή". Κι αν έζησε τον θάνατο και την ανάσταση ο μικρότερος, ήτανε φαίνεται καιρός για τον μεγάλο να ζήσει τη ζωή απ' την αρχή, που μέχρι τότε δεν είχε αντιληφθεί πως είναι κάτι περισσότερο από υποχρέωση, συνέπειες, αρχές και τα τοιαύτα.
Κι αν δεν γνωρίζουμε το τέλος αυτής της τόσο απροσδόκητα τρυφερής ιστορίας, νομίζω πως μπορούμε να μαντέψουμε και μια σκηνή που θα βλέπαμε πίσω απ' ένα δοκάρι τον μεγάλο αδερφό να κλαίει και να ομολογεί πως δεν στάθηκε άξιος αδερφός. Θα μπορούσαμε κατόπιν να τον δούμε και να πέφτει στην αγκαλιά του μικρότερου, ζητώντας του να δεχτεί το μισό του μερίδιο σαν δώρο εξιλέωσης. Θαρρώ πως θα βλέπαμε και τον μικρό να μη μιλά καθόλου παρά πεσμένος στην αγκαλιά του πρεσβύτερου, μόνο να του χαϊδεύει το λαιμό πλημμυρισμένος δάκρυα λατρείας και πολύ πιο πέρα απ’ την ανάγκη της ευμάρειας και της ηδονής, να αρκείται επιτέλους μαζί του, στην αγάπη…
Καλημερα. Συγκινήθηκα παρα πολύ με το κείμενο και παράλληλα με έβαλε σε προβληματισμό για τη ψυχή μου.
ReplyDeleteΆλλες φορές νοιώθω πως ειμαι το πολυαγαπημένο παιδί του Πατέρα που εγκαταλείπει το σπίτι να "ζήσει" τη ζωή του και Του γυρίζω την πλάτη και άλλες φορές νοιώθω αυτή τη ζήλεια για την αποκλειστικότητα. Πολυ σε αγαπω γιατι έδωσες και τη συνέχεια στα δύο αδέλφια να ενώνονται σε μια σκηνή πολυ αγαπητική και να εξομολογούνται και οι δύο τα πάθη τους.
Μακάρι όλων μας οι ψυχές να συναδελφωθούν με τις καλές και τις κακές πλευρές τους. Και ακόμα πιο πολύ να συνειδητοποιουσαμε πως ακόμα και αν υπακούουμε μέσα απο "πρέπει" και περιμένουμε επιβεβαίωση και επιβράβευση για αυτήν την "υπακοή".
Με πολλή αγάπη
Αγγελική.
Kαλή μου Αγγελική, είναι γιατί εγώ έχω όλα τα πάθη πολύ μεγαλύτερα... Ο Θεός μαζί μας να είναι και δε στεναχωριόμαστε για τίποτα... Πολλά φιλιά!!! Και ευχαριστίες!!!!
ReplyDeleteΩραία διηγείσαι την παραβολή, Βασιλική, κι όμορφο τέλος δίνεις. Πόσο θα το 'θελα κι εγώ να τελειώνει έτσι, ο μεγάλος αδελφός να κατανοεί την συμπεριφορά του πατέρα του, να καταπνίγει τον φθόνο μέσα του και να μην αποτελεί υπόδειγμα νομικισμού και συμπλεγματικής κατάστασης (έτσι τον έχουμε συνηθίσει).
ReplyDeleteΜακάρι!
Ναι, έτσι τον έχουμε συνηθίσει... τι να πω κι εγώ; Μακάρι... είναι που έχω ξέρεις μέσα μου κάτι σαν πεποιθηση, πως μετά το τέλος μιας ιστορίας υπάρχει πάντα ένα "πιο τέλος" που άλλοτε φτάνει κι άλλοτε δε φτάνει μέχρι τ' αφτιά μας, και που βέβαια σαν "πιο τέλος" είναι και πιο... τέλειο...
ReplyDeleteMου θύμισες τον Σέξπηρ στη "στρίγγλα που έγινε αρνάκι" που έλεγε κάποιος "...ο ερωτας δεν βγαίνει από την καρδια με λόγια!"
ReplyDeleteη καλύτερη παραβολή ever. Μονη αυτή είναι αρκετή να στηρίξει όλη την ορθοδοξία. όλα τα αλλα είναι συμπληρώματα ;)