Δεν πάνε πολλές μέρες που επισκέφτηκα τον αγαπημένο μας γιατρό στο ιατρείο του. Από συνάδελφό του ειχα μάθει πως είχε περάσει τον ιό. “Πώς το πέρασες;” ήταν το πρώτο πράγμα που τον ρώτησα. “Μόλις το έμαθα”, μου απάντησε, “αποφάσισα να κάνω την καραντίνα μου στο ιατρείο. Πήρα τηλέφωνο τη γυναίκα μου, την ενημέρωσα για τις εκκρεμότητες που είχα, της διάβασα τη διαθήκη μου, τι να φροντίσει για τα παιδιά και ποια βιβλία θα ήθελα να μου φέρει να διαβάσω. Κάθισα και σκέφτηκα καλά. Κατέληξα πως στη ζωή μου όλη δεν πείραξα ποτέ ούτε μυρμήγκι. Αν ήταν να έρθει ο θάνατος, όπως έρχεται σε όλους, ας έρθει και σ’ εμένα. Το πιο δύσκολο στην περίοδο αυτή, αφού δεν πέθανα, ήταν πως από ένα σημείο και μετά δεν μπορούσα άλλο να διαβάσω.”
Θαύμασα για άλλη μια φορά τη λεβεντιά αυτου του ανδρός. Η σωματική του λεβεντιά καθρεφτίζει την ψυχική του. Μου είχαν πει παλιότερα πως αποτελεί μια σπάνια περίπτωση που γιατρού που στον ακαδημαϊκό χώρο, γνωστόν για τα μίση, τις έχθρες και τις ίντριγκες, τον αγαπούν όλοι αδιακρίτως. Θαύμασα όμως και την ήσυχη συνείδησή του και για μια μόνο στιγμή αναρωτήθηκα αν βρισκόμενη στην ίδια θέση, θα μπορούσα να μιλούσα κι εγώ κατά τον ίδιο τρόπο. Την επόμενη στιγμή εγκατέλειψα το ερώτημα αφήνοντάς το μετέωρο.
Κατηφορίζοντας χθες το απόγευμα από τα κάστρα προς το Γεννηματά για να κάνω την πρώτη δόση του εμβολίου, ενώ ακόμα ήμουν ψηλά, σταμάτησα για λίγο. Κοίταξα τα νεαρά παιδιά που κάθονταν πάνω στις πολεμίστρες σαν πουλιά που έφερε η άνοιξη, κοίταξα τον Θερμαϊκό που νηφάλιος και σιωπηλός έλαμπε ασημένιος στο απογευματινό θάμβος, κοίταξα και τον Όλυμπο που αντικαθρέφτιζε μια υποψία του μεγαλείου της ζωής που δεν ξέρεις αν είναι πραγματικότητα ή όνειρο. Γέμισε η ψυχή μου ομορφιά που πετάριζε σαν χελιδόνι στην καρδιά μου και συνέχισα το δρόμο μου.
Δεξιά μου ήταν τα κάστρα τα ψηλά, απομεινάρι των αιώνων, των πολέμων, των φόβων, των χεριών που τα έχτισαν. Τόσο μεγαλεπήβολα ως σήμερα κι άλλο τόσο αχρείαστα μα και σοφά σαν τους γέρους γονείς μας. Αριστερά μου τα μνήματα, τα αρμένικα, τα χριστιανικά και κατά φαντασίαν τα εβραίϊκα που ξηλώθηκαν κάποτε για να χτιστεί το πανεπιστήμιο. Ο δρόμος που περπατώ είναι ένας σωστός δρόμος. Η ζωή βρίσκεται πάντα στα δεξιά μας και ο θάνατος αριστερά. Καταμεσής του δρόμου αυτού περπατούμε. Και τα πουλιά φωλιάζουν στις σκιερές τρύπες των τειχών κι ακατάπαυστα τιτιβίζουν σαν παιδιά που δεν χορταίνουν το κρυφτό. Πάντα θέλει κάπου να κρύβεται ο άνθρωπος. Μα και πάντα επιζητεί κάποιος να τον ανακαλύπτει. Το θέμα είναι να μην κρύβεται από τον εαυτό του και από τον Θεό. Ας κρύβεται απ’ τον κόσμο.
Ανάσανα βαθιά κι ήμουν άλλο τόσο βαθιά χαρούμενη. Πάνε τρεις μέρες που οι αιφνίδιες ταχυπαλμίες μου έπαψαν. Τότε κατάλαβα πόσο στενεύτηκε η ψυχή μου τούτο τον χρόνο. Σαν να φόρεσε ένα στενό, κολλητό ρούχο εφαρμοστό που κόντεψε να την πνίξει. Δε μιλούσα, δεν διάβαζα, δεν έγραφα. Μήτε παραπονιόμουν. Κρατούσα την ανάσα μου όπως κάνεις όταν βρεθείς στο βυθό. Και περίμενα κάποιος να ρυμουλκήσει στην επιφάνεια.
Λίγο πριν φτάσω στο νοσοκομείο αναρωτήθηκα για δεύτερη φορά, όπως προχθές, κι αν πεθάνω; Κάποιοι πέθαναν κι από τα εμβόλια, γιατί όχι κι εγώ που στο κάτω κάτω έχω και κάποιες αλλεργίες; Τη μανούλα μου την είχα αποχαιρετήσει έστω και χαριτολογώντας. Με τον άντρα μου έχω ζήσει ήδη πολλά χρόνια μια χορταστική ζωή και μεγάλη αγάπη. Τα λατρεμένα μου παιδιά είναι μεγάλα, δε μ’ έχουν πια τόση ανάγκη. Προσπάθησα να σκεφτώ αν έχω να ζητήσω από κάποιον συγχώρεση. Δε βρήκα κανέναν. Όχι βέβαια επειδή δεν έχω λυπήσει κανέναν ως σήερα. Πώς θα ήταν ποτέ δυνατόν; Αλλά επειδή φροντίζω να ζητώ αμέσως συγνώμη μη αντέχοντας το βάρος. Ίσως όμως και να μην είχα φτάσει τόσο κοντά στον θάνατο όσο νόμιζα. Τι εκκρεμότητες θα άφηνα πίσω μου, λοιπόν; Δυο μισοτελειωμένα βιβλία που ετοιμάζω. Το ένα καιρό τώρα και το άλλο πρόσφατο. Ε, αν θέλει ο Θεός να μείνουν μισοτελειωμένα, ας μείνουν. Δε θα χάσει και τίποτα ο κόσμος χωρίς αυτά. Μα όταν φτάνεις λίγο πιο κοντά στον θάνατο ή έστω στην ιδέα του θανάτου, δε σου αρκεί μόνο τι έκανες κι αν το έκανες καλά. Αυτό που αρχίζει και σε τρώει είναι αν έκανες και τίποτα καλό στη ζωή σου. Κι εκεί βρήκα το μεγάλο μου έλλειμα. Δεν αρκεί να μην κάνει το κακό ο άνθρωπος. Αυτό είναι λίγο, πολύ λίγο σαν αίτημα. Δεν του αξίζει, ούτε πλάστηκε γι’ αυτό. Παρακάλεσα τον Θεό να με συγχωρέσει για όσα δεν έκανα καλά, για όσα δεν έκανα καθόλου και για όσα κακά δεν έχω επίγνωση πως έκανα, και μπήκα στο Γεννηματά. Κουβεντιάζοντας με τον γιατρό που μου πήρε την ιατρική συνέντευξη, διαπίστωσα πως έχω αλλεργία στο τσίμπημα της μέλισσας. Συνειδητοποίησα τότε πως όταν ήμουν πρώτη δημοτικού θα μπορούσα να έχω πεθάνει. Πόσες φορές γλυτώνουμε τον θάνατο και δεν το ξέρουμε; Πόσες φορές, κι ίσως ίσως και άπειρες, ένα αόρατο χέρι μας κρατά και μας οδηγεί, μας θεραπεύει και μας σώζει; Προχθές ο φίλος ιερέας μού εέπε πως πήγε να κάνει το εμβόλιο μ’ ένα κουτί γλυκά για τους νοσηλευτές. Το να σκέφτεσαι τους άλλους και να κάνεις κάτι γι’ αυτούς δεν είναι λίγο ούτε και αυτονόητο. Θέλει ψυχή λεπτή, εξασκημένη, γυμνασμένη. Κι είπα θα κάνω κι εγώ το ίδιο. Άφησα στο τέλος τα γλυκά κι είδα τη χαρά στα μασκοφορεμένα πρόσωπα των νεαρών πανέμορφων νοσηλευτριών και χάρηκα διπλά απ’ αυτές.
Σήμερα ξύπνησα. Ακόμα ζω. Και σήμερα ξέρω καλά, καλύτερα από χθες, πως ζω για όλους αυτούς που έφυγαν και για όλους αυτούς που ζουν ακόμα. Έχω να τελειώσω τα βιβλία μου, να τελειωθώ κι εγώ, πολύ παραπάνω από χτες κι από προχτές να αγαπήσω.
“Οχτώ χρόνια φρόντισα τον κατάκοιτο άντρα μου κι ύστερα έφυγε. Κοιτάζω τώρα τη φωτογραφία του και του λέω: Στείλε μου, μωρέ Φώτη, ένα εισητήριο, να έρθω κι εγώ κοντά σου”, μου είπε χθες το πρωί η ενενηντάχρονη αντάρτισσα της γειτονιάς μου. Κι εκείνος τι σας απαντάει; τη ρώτησα. “Είναι πολύ ακριβά τα εισητήρια, Ευθυμία, κι εγώ όσα είχα τα έδωσα”.
Ναι, ο συγχωρεμένος μια χαρά το είπε. Είναι πολύ ακριβά αυτά τα εισιτήρια. Κι αν δεν τα δώσεις όλα δεν τα αγοράζεις…
No comments:
Post a Comment
Σχόλια