Labels

Saturday, May 15, 2021

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ του Κώστα Λάνταβου

 Τον αγαπούσα πολύ. Χέρι δεν σήκωσε πάνω μου. Ποτέ.

Όταν απειθαρχούσα με δυό λόγια κοφτά, καίρια, αποκαθιστούσε την τάξη. Τον αγαπούσα, ήμουν βέβαιος, αν και πολύ νέος για βεβαιότητες όταν άφησε τα εγκόσμια. 

     Περιέργως όμως, ο χαμός του δεν με διέλυσε. Η απουσία του, αισθητή ασφαλώς, δεν ταρακούνησε τον μέσα μου κόσμο. Δεν έφερε δυστυχία, απόγνωση, εγκατάλειψη, μοναξιά. Ένα κενό στην αρχή το άφησε, αλλά η ορμή της νιότης και η δίψα για ζωή γρήγορα έφεραν την ισορροπία. 

     Στην αρχή είχα ενοχές που δεν ένοιωθα συντριβή. Αναρωτιόμουν αν τον είχα αγαπήσει αρκετά.

     Αργότερα όμως κατάλαβα πως τα είκοσι χρόνια που ζήσαμε μαζί ήταν μάλλον επαρκή να μου εμπνεύσουν την αγάπη και τον σεβασμό μου για εκείνον και να σφυρηλατήσουν εντός μου την πλήρη αποδοχή.

     Κι αυτό ήταν έργο δικό του.

     Δεν ήταν μόνο ο πατέρας.

     Ήταν ο πρώτος και συνάμα ο καλύτερός μου φίλος μέχρι τη μέρα που έφυγε.

Όταν έφυγε ο πατέρας ήμουν εικοσιενός. Είπα τότε στον εαυτό μου: «Πάει, αυτό ήταν! Πρέπει να μάθεις να ζεις χωρίς πατέρα».

     Νόμιζα πως θα ήταν δύσκολο. Ήταν. Όχι πάντως όσο στην αρχή υπολόγιζα. Και σ’ αυτό με βοήθησε η αγάπη που του είχα. Η όμορφη και ήρεμη σχέση μας με τροφοδοτούσε για πολύν καιρό ακόμα κι αυτό απάλυνε τον πόνο της απώλειας, γλύκαινε την πίκρα της απουσίας. Οι αναμνήσεις που έχω από εκείνον ακόμα και σήμερα μου φέρνουν μια γλυκιά νοσταλγία, ένα αίσθημα ευφορίας, ένα αυθόρμητο ευχαριστώ για ό,τι στάλαξε στην ψυχή μου.

     Τον αγαπούσα περισσότερο απ’ όσο νόμιζα. Ποτέ δεν με πίεζε, μάλλον με έπαιζε με μιαν αρσενική τρυφερότητα που ημέρευε κάθε πιθανή εναντίωση. Δεν με νουθετούσε, μου μιλούσε με ιστορίες που έμοιαζαν με τις παραβολές του Ιησού. Δεν του άρεσαν οι συμβουλές. Εκείνος είχε ορφανέψει στα επτά του χρόνια, και χωρίς πατρικό πρότυπο είχε γίνει ένα ατίθασο πλάσμα. Δεν έπαιρνε από συμβουλές, δεν τις καταλάβαινε, του έφερναν αλλεργία. Πώς λοιπόν να τις απευθύνει στα παιδιά του. Μάλλον διαισθανόταν πως αρκούσε  να είναι ο ίδιος σωστός. 

     Τον αγαπούσα. Έλειπε όλη την ημέρα στη δουλειά. Έφευγε χαράματα και γύρναγε σχεδόν νύχτα. Τα περισσότερα βράδυα πήγαινα στο ΚΤΕΛ και τον περίμενα να γυρίσουμε μαζί στο σπίτι. Το καλοκαίρι επέστρεφε με διάφορα ζαρζαβατικά, κανένα καρπούζι ή πεπόνι και τον βοηθούσα στο κουβάλημα. Πόσο όμορφα ένοιωθα! Αληθινές στιγμές ευτυχίας! 

     Έλειπε πολλές ώρες στη δουλειά. Τον έβλεπα λίγο. Τον χαιρόμουν μόνο τις Κυριακές. Τότε οι άνθρωποι δούλευαν έξι μέρες, το πενθήμερο ο πατέρας δεν το πρόλαβε. Για να τον βλέπω λοιπόν περισσότερο δεν έβγαινα έξω με τους συμμαθητές μου, δεν έκανα φίλους. Καθόμουν σπίτι να χορταίνω τη συντροφιά του. Κι όχι μόνο δεν με στενοχωρούσε αυτή η κατάσταση, απεναντίας με γέμιζε, με ηρεμούσε και καμάρωνα που ο μεροκαματιάρης γονιός μου έβρισκε χαρά κουβεντιάζοντας μαζί μου. Του άρεσε να του διαβάζω την τοπική εφημερίδα. Δεν ήξερε γράμματα, κατάφερνε να χαράξει μόνο το ονοματεπώνυμό του. Ύστερα από τα νέα του Τύπου, αράδιαζε με σκωπτική διάθεση όσα περίεργα ή αξιομνημόνευτα είχαν συμβεί στη δουλειά του. Στο τέλος – κι εδώ ήταν το φόρτε του – έπιανε τις ιστορίες από τον πόλεμο στην Αλβανία. Βέβαια. Ήταν πολεμιστής του αλβανικού έπους, είχε φτάσει μέχρι το Τεπελένι. Και φούσκωνε από περηφάνεια. «Άχ, μπήκαν οι Γερμανοί και οπισθοχωρήσαμε. Ειδεμή θα τους είχαμε ρίξει στη θάλασσα τους μακαρονάδες». Το έλεγε με τόσο καημό, σαν να τον ενοχλούσε που άφησαν μια δουλειά στη μέση…

     Τον είχε τόσο σημαδέψει ο πόλεμος του ΄40 που είκοσι χρόνια μετά, και περισσότερα, δεν μπορούσε να  ξεκολλήσει. Είχα μάθει κάθε λεπτομέρεια της πολεμικής του δράσης. Κάθε 28η Οκτωβρίου σηκωνόταν πολύ πρωί, ξυριζόταν κόντρα, πάντα κόντρα, από εκείνον το πήρα κι εγώ, κοστουμαριζόταν κι έβγαινε με τους πρώτους στην πλατεία και έπιανε θέση ακριβώς πίσω από τις θέσεις των αναπήρων και παρακολουθούσε την παρέλαση έμπλεος τιμής και δόξης. Πριν φύγει απ’ το σπίτι τον πείραζα για το επίσημο ντύσιμό του κι αυτός μου αντέτεινε: «Σήμερα γιορτάζω εγώ και η γενιά μου που πολεμήσαμε στην Αλβανία! Σήμερα είμαι στην τρίχα. Δες τσάκιση στο παντελόνι. Κόκορα σφάζει». 

     Ένα άλλο του καμάρι ήταν η μεγάλη του ευχέρεια στο τραγούδι. Στο Δημοτικό τραγούδι. Καταγόταν από γενιά σπουδαίων τραγουδιστών. Τα αδέλφια του και δυό τρεις θείοι του τραγουδούσαν υπέροχα. Στο ορεινό χωριό των Τζουμέρκων, όπου γεννήθηκαν και μεγάλωσαν, έκαναν θραύση. Το ίδιο και στη Θεσσαλία όπου μετοίκησαν. Ήταν περιζήτητοι στα γλέντια. Ο ίδιος ήταν αγαπημένος τραγουδιστής του περίφημου Θεσσαλού κλαρινίστα, του Βάϊου Μαλλιάρα. Τον καλούσε σε γάμους και πανηγύρια. Αμισθί πάντα. Ποτέ δεν γύρευε αμοιβή. Τραγουδούσε για το κέφι του. Νόμιζε πως το χρήμα μόλυνε την αγάπη του για το τραγούδι. Ο Μαλλιάρας μάλιστα του πρότεινε να κατέβουν στην Αθήνα να βγάλουν δίσκο με δημοτικά τραγούδια, αλλά, όπως μου έλεγε «δεν μ’ άφησε η μάνα σου, μην μπλέξω με γυναίκες στην Αθήνα και με χάσει». Το έλεγε αυτό και υπομειδιούσε αυτάρεσκα. Τελευταία φορά μου τραγούδησε, βαριά άρρωστος, είκοσι μέρες πριν «φύγει». «Έλα δω να σου πω τον Μάρκο παν στην εκκλησιά τον Μάρκο παν στο μνήμα», μου είπε με την αδυνατισμένη του φωνή, λες και ήθελε να μου επισημάνει το επερχόμενο τέλος. Το είπε μάλλον ξεψυχισμένα και οι δυό προσποιηθήκαμε πως δεν συγκινηθήκαμε…

     Τον αγαπούσα. Ήταν μειλίχιος άντρας, όμορφος, αν και ο ήλιος – δούλευε πάντα στο ύπαιθρο - τον είχε τσακίσει, τον είχε γεράσει πρόωρα. Πάντα φρόντιζε τον εαυτό του. Και με παρότρυνε να κάνω το ίδιο. «Η καλή εμφάνιση, μου έλεγε, έχει να κάνει. Προδιαθέτει τον άλλο θετικά. Αυτό μου το έμαθε ο Δαβίδος στη Γεωργική Σχολή όταν δούλευα μαζί του στ’ άλογα. Ήξερε αυτός, ήταν Ρώσος άρχοντας, άνθρωπος του τσάρου». Όταν αργότερα, φοιτητής, του διάβασα τον Λιάπκιν  του Καραγάτση, δεν μπορούσε να πιστέψει πως ο επιστάτης «επιβητόρων ίππων», ο Νταβίντ Λιάπκιν, ο δικός του Δαβίδος είχε γίνει μυθιστορηματικός ήρωας. «Έτσι ήταν όπως τα γράφει, μπράβο του τού συγγραφέα. Λεβέντης, κεμπάρης άντρας, γυναικάς, αριστοκράτης, ήταν αυτός ο Ρώσος. Όλοι μας τον θαυμάζαμε».

     Τον αγαπούσα τον πατέρα. Ήταν ντόμπρος άντρας. Αργότερα κατάλαβα και ερωτικός. Σεβόταν πολύ τις γυναίκες. Τις φλέρταρε όλες, σχεδόν όλες, μ’ ένα ανάλαφρο παιγνιώδες ύφος που μπορεί να μη σήμαινε τίποτα, μπορεί όμως και πολλά. Όπως το ερμήνευε η καθεμιά. Γενικότερα όμως υπήρξε πειραχτήρι, ενίοτε ελαφρώς είρων και καμιά φορά σαρκαστικός. Αλλά πάντοτε υπονόμευε τον λόγο του φορώντας το πιο αθώο του χαμόγελο.

     Και σήμερα ακόμα μου λείπει. Πάντα μου έλειπε. Αλλά όχι μ’ έναν τρόπο μίζερης απώλειας. Μου έλειψε και μου λείπει η ξένοιαστη αύρα του που έκανε τη ζωή μας ένα δροσερό κι ευχάριστο πέρασμα.


* Δημοσιεύτηκε στο 65ο τεύχος του περιοδικού Δέκατα με θέμα την Απώλεια.

No comments:

Post a Comment

Σχόλια