Labels

Thursday, April 29, 2010

«ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΗ - Το ζήτημα της Δημιουργίας».


Ο Πανελλήνιος Θεολογικός Σύνδεσμος ΚΑΙΡΟΣ -για την αναβάθμιση της θρησκευτικής εκπαίδευσης οργάνωσε και σας προσκαλεί να παρακολουθήσετε το Πρόγραμμα του εαρινού κύκλου επιμορφωτικών μαθημάτων με γενικό τίτλο «ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΗ - Το ζήτημα της Δημιουργίας».
Τα μαθήματα θα πραγματοποιηθούν στη Θεολογική Σχολή του ΑΠΘ (Αίθουσα στ΄, 4ος όροφος, ώρα έναρξης 19:00).

Τετάρτη 21. 4. 2010
Θεόδωρος Αμπατζόπουλος, καθηγητής Γενετικής, Ανάπτυξης και Μοριακής Βιολογίας στο τμήμα Βιολογίας της σχολής Θετικών Επιστημών του ΑΠΘ:
«Ο δογματισμός στη Βιολογία και τη Θεολογία.»

Παρασκευή 30. 4. 2010
Μιλτιάδης Κωνσταντίνου, καθηγητής Παλαιάς Διαθήκης και Βιβλικής εβραϊκής γλώσσας στο τμήμα Θεολογίας της Θεολογικής σχολής ΑΠΘ:
«Σύγχρονες ερμηνευτικές προσεγγίσεις των Βιβλικών αφηγήσεων για τη Δημιουργία.»

Παρασκευή 7. 5. 2010
πατήρ Ειρηναίος Δεληδήμος:
«Γένεσις και σύγχρονα επιστημονικά δεδομένα.»

Παρασκευή 14. 5. 2010
Αγγελική Ζιάκα, λέκτορας Θρησκειολογίας στο τμήμα Θεολογίας της Θεολογικής σχολής ΑΠΘ:
«Η Δημιουργία στα άλλα θρησκεύματα.»

Παρασκευή 21. 5. 2010
Γιώργος Ζωγραφίδης, επίκουρος καθηγητής Φιλοσοφίας στο τμήμα Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής της Φιλοσοφικής σχολής ΑΠΘ:
«Άνθρωπος και κόσμος στους αρχαίους ελληνικούς μύθους και τη φιλοσοφία.»

Παρασκευή 28. 5. 2010
Χρυσόστομος Σταμούλης, αναπληρωτής καθηγητής Δογματικής και Συμβολικής Θεολογίας και της Φιλόκαλης Αισθητικής της Ορθοδοξίας στο τμήμα Θεολογίας της Θεολογικής σχολής ΑΠΘ:
«Η ευκαιρία της αποδόμησης: Παραλειπόμενα από το διάλογο Θεολογίας και Επιστήμης.»

 

Wednesday, April 28, 2010

Ο Κυριάκος Καλαϊτζίδης ένας από τους 12 σημαντικότερους ουτίστες της Μεσογείου


Ο Κυριάκος Καλαϊτζίδης
δεν είναι απλώς ένας από τους
δώδεκα σημαντικότερους ουτίστες - συνθέτες
της Μεσογείου
που συμπεριλαμβάνονται σ' αυτόν 
τον εξαιρετικό τόμο που
μόλις κυκλοφόρησε στα αραβικά
από τη Συριακή Μουσική Ακαδημία.
Είναι και ο μόνος Έλληνας!
Ο τόμος
συμπεριλαμβάνει έργα των 12 συνθετών
σε παρτιτούρες.

Του αξίζουν συγχαρητήρια θερμά γι' αυτήν την μεγάλη
διάκριση μέσα στην καρδιά του Αραβικού κόσμου, 
γιατί είναι από τους λίγους που κάνουν
αυτήν τη χώρα αληθινά περήφανη
σε καιρούς
που το έχει όσο ποτέ άλλοτε ανάγκη!
Να μας ζήσει και να τον χαιρόμαστε!

Sunday, April 18, 2010

"Ο ακροβάτης της Τσιμισκή"





Στο υπαίθριο τσίρκο της οδού Τσιμισκή ξεδιάντροπα μοιάζει να επιδεικνύει το ημίγυμνο κορμί του. Δρασκελίζει τα σίδερα σαν αράχνη, τα ύψη ανεβοκατεβαίνει ίδιος αητός, κρεμιέται από τα αλουμίνια με την αυτοπεποίθηση παλαίμαχου ακροβάτη που δε διέκοψε ούτε μέρα την προγύμναση.

Στο σιγοψημένο στη θράκα του ήλιου στέρνο του, πλατύ σαν αμμώδης βυθός που χωρεί ολάκερη θάλασσα, η πυκνή τριχοφυία του διαγράφει έναν σταυρό. Αυτός πρέπει να τον φυλάει, σκέφτομαι, και δεν γκρεμοτσακίζεται στης τύχης το στραβοπάτημα. Γιατί η τύχη τον επιβουλεύεται, -τόσο παλικαρίσια που της αντιστέκεται κι άλλο τόσο υπερήφανα την αγνοεί.

Φορά παπούτσια μαλακά όσο και του επίσημου ακροβάτη των τσίρκων του κόσμου,  που ωστόσο πολύ διαφέρουν από κείνα στην αγοραστική τιμή και την εμφάνιση. Δεν τ’ αγόρασε, βέβαια, από την εξειδικευμένη σε είδη μπαλέτου μπουτίκ που μοστράρει κατάφατσα στην πρόσοψη του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Τα δικά του μάλλον αγορασμένα απ’ τους πλανόδιους των λαϊκών ή πιθανότερα από το Βαρδάρι,  τα μαλάκωσε η πολυκαιρία, η πολυχρησία και η ανέχεια. Γιατί η ανέχεια μέχρι και σίδερα λυγάει, πόσο να της αντισταθεί  ένα ζευγάρι φτηνοπάπουτσα;

Η στολή του δεν κεντήθηκε χρυσά πλουμίδια σαν αυτά που υμνεί ο Ζενέ στον σχοινοβάτη του. Το γυμνό από τη μέση και πάνω σώμα του, αδρά και αποκλειστικά, επεξεργασμένο από τη βιοπάλη χωρίς περιττές φιοριτούρες. Απ’ τη μέση και κάτω ένα χιλιοπλυμένο, χιλιολερωμένο, χιλιοφορεμένο τζιν ανώνυμο όσο κι  ο ήρωάς του.

Ανοίγει τα σκέλια, σφίγγει τις γροθιές στο δοκάρι σα να στίβει σφουγγαρόπανο και μ’ ένα σάλτο πηδά στο παρακάτω επίπεδο ατάραχος σαν ίσκιος. Δε σκουπίζει τον ιδρώτα του, ούτε και το δικό μου που αγωνιά σε κάθε του κίνηση.

Όχι. Καμιά επίδειξη δεν έχει το ημίγυμνο κορμί του. Καμιά προγύμναση δεν πρόλαβε να κάνει. Από την πρώτη κιόλας στιγμή εισπήδησε στην πλατεία του τσίρκου όπως κάποτε οι μάρτυρες στην αρένα με τα λιοντάρια για να θανατωθούν οικειοθελώς στο όνομα του Θεού τους. Ποιος είναι ο Θεός του άγνωστου ακροβάτη;

Δίχως δίχτυ προστατευτικό κάτω από τα εναέρια σάλτα του. Δίχως σχοινί που μεριμνά για την ασφάλειά του. Καμιά προστασία άλλη απ’ το δασύτριχο μαύρο σταυρό στο στέρνο. Δεν έχει θεατές ο ακροβάτης της Τσιμισκή. Κανείς δε θα κόψει εισητήριο για χάρη του. Θέαμα δωρεάν. Τόσο δωρεάν που κανείς δεν το βλέπει. Όλοι τον προσπερνούν όσο και τους αόρατους αγγέλους.

Αστραπιαια κάθεται πάνω σ’ ένα μαδέρι ν’ ανασάνει. Για κλάσμα του δευτερολέπτου αρπάζονται τα βλέμματα. Μια αιφνίδια προστακτική φωνή απαγκιστρώνει το δικό του απ’ το δικό μου και το ανεβάζει δυο ορόφους παραπάνω. Δεύτερος χρόνος δε θα μας χαριστεί. Σαν αίλουρος πετάγεται και με δυο δρασκελιές αναρριχάται να υπηρετήσει υποταχτικά την τέχνη του και πάλι.

Το νέο εμπορικό κέντρο της Τσιμισκή πάνω από τη στοά Χιρς, με τέτοιους ακροβάτες προβλέπεται πολύ σύντομα να ολοκληρωθεί επιτυχώς. Θα λυθούν τότε οι σκαλωσιές. Ο ακροβάτης μου θα αναζητήσει κάπου αλλού δουλειά, -ένας Θεός ξέρει μονάχα πού-, δίχως καμία συνείδηση του μεγάλου του  ταλέντου, καμιά αλαζονική απαίτηση που συνοδεύει τους εφάμιλλούς του καλλιτέχνες. Για ένα μεροκαματιάρη  θεό: μια μπύρα, δυο τσιγάρα, κάνα σουβλάκι το πολύ πολύ.

Καθώς αργά απομακρύνομαι απ’ τη χάρη του, μια καυτή στάλα ιδρώτα διατρέχει την ραχοκοκαλλιά μου ορμώμενη απ’ τον αυχένα. Φύλαγέ τον Παναγιά μου απ’ την κακιά την ώρα, λέω, δίχως να στρέψω το κεφάλι. Στο αδιάφορο τσίρκο του κόσμου τέτοιοι ακροβάτες είναι πολύτιμο, αν όχι για την αποπεράτωση εμπορικών ονείρων, τουλάχιστον ως έναυσμα αυτών που ίσως κάποιοι δεν είμαστε ακόμα διατεθειμένοι να πουλήσουμε..



Friday, April 16, 2010

"To μοναδικό φιλί" της Βασιλικής Νευροκοπλή, εκδ.Λιβάνη


ΥΓ.
Μιας και παρέλαβα σήμερα ηλεκτρονικώς το νέο παραμύθι μου από το ατελιέ του Λιβάνη και τους ακούραστους εργάτες του, σας παρουσιάζω εξώφυλλο και οπισθόφυλλο και στη συνέχεια θα πούμε και τα περαιτέρω όταν σε λίγες μέρες τυπωθεί.

Sunday, April 11, 2010

Περπατώ σε μια άγνωστη πόλη




Περπατώ σε μια άγνωστη πόλη. Πάντα σε μια άγνωστη πόλη περπατώ κι ας μου κάνει τερτίπια αλλάζοντας διαρκώς το όνομά της, να νομίζω πως άλλοτε την ξέρω κι άλλοτες όχι, για να μου κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον. Κοπιάζει άδικα μιας και το δικό μου ενδιαφέρον για την πόλη, -την ίδια μα και πάντα διαφορετική-, είναι αναρριχώμενη περικοκλάδα που σκαρφαλώνει ασυγκράτητη από την αδηφάγο μου ψυχή στα διψασμένα μάτια. Αλλά αυτό η πόλη δεν το γνωρίζει, ή κάνει πως το αγνοεί μιας και την κολακεύει ιδιαίτερα…

Κατεβαίνω από το αυτοκίνητο για να την περπατήσω. Την πόλη πρέπει να την περπατάς σα σώμα. Δεν κάνει να σε μεταφέρει πάνω της κανένα ξένο όχημα εκτός του είναι σου. Ειδάλλως κινδυνεύεις να συνθλίψεις άθελά σου αβλεπί όλη της τη μυστική ευαισθησία. Βρίσκω ένα ποτάμι και περπατώ πλάι σην κοίτη του βαδίζοντας σύμφωνα με τη ροή του. Είναι από τις ελάχιστες φορές που τα βήματά μου δεν εναντιώνονται στη ροή ενός ποταμού.
Θα φτάσω όπου φτάνει, υπόσχομαι.
Όπου πνίγεται δε θα πνιγώ.

Μπροστά στους μεγαλοπρεπείς καταρράκτες θαμπώνομαι από τη γενναιοδωρία του νερού που διάφορος καμικάζι καταγκρεμνίζεται απ' το βράχο, όχι για να σκοτώσει και να σκοτωθεί, μα για να αναστήσει και να αναστηθεί. Τον Λόγγο της Έδεσσας ν’ αναστήσει, στα στεγνά χείλη των ανθρώπων ν’ αναστηθεί νεράκι πόσιμο. Ναι, σήμερα η πόλη επέλεξε να τη βαφτίσουν Έδεσσα.

Τα πουλιά υμνούν ακατάπαυστα την αλτρουιστική θυσία του νερού ως άλλοι άγγελοι, το ίδιο φτερωτοίμε τους πρωτογενείς ωστόσο, ενώ ο αέρας χρωματίζει τους παφλασμούς των νερών σπάζοντας τη μονοχρωμία της αμετάκλητης ροής τους.

Δυο μελαχρινά πεντάχρονα μπισκοτολούκουμα μπροστά στη βιτρίνα του παγωτατζίδικου κάνουν δηλώσεις σοβαρές:

-      Εγώ θα φάω όλα τα χωνάκια, λέει το ένα.
-      Εγώ όλα τα παγωτά, το άλλο.

Κρυφογελάνε κουτσουδόντικα οι μικροί συνωμότες και με κοιτούν που τα κοιτώ σα παγωτό που λιώνει στη πυρωμένη αθωότητα των ματιών τους.

Πλησιάζω τον μεγάλο καταρράκτη. Μας χωρίζει τώρα μια απόσταση ασφαλείας τόση όση απαιτείται να διανύσω ωσότου γίνω από άνθρωπος νεράιδα.

-      Πρόσεχε, μείνε εκεί που είσαι, μη προχωράς, θέλεις δουλειά μέχρι να γίνεις νεράιδα…
-      Ναι, έχω να γράψω μερικά βιβλία ακόμα… Πες μου, ακούς τον παφλασμό των υδάτων;
-      Ακούω τον παφλασμό της φωνής σου…
-      Των νερών;
-      Της φωνής σου…

Περπατώ στο ρυθμό του βαλς που το πλανόδιο Κινεζάκι παίζει στο china κασετοφωνάκι του. Αφού ο καταρράκτης ακόμα χύνεται γενναιόδωρα στον Λόγγο, εγώ γιατί να σταματήσω;
Κι ενώ ανηφορίζω προς τη στέρεη ζωή της πόλης αφήνοντας πίσω τη ρευστή, απορώ πώς γίνεται και η κασέτα χάνει στροφές σαν τους δίσκους των αλλοτινών πικάπ. Πέφτω πάνω σε άλλα δυο μελαχρινά μπισκοτολούκουμα, ουδαμώς πεντάχρονα πενηντάχρονα μάλλον, που το ένα παίζει σαξόφωνο και τ’ άλλο τουμπελέκι. Δεν ήταν, λοιπόν, η κασέτα που έχανε στροφές. Η μεθυσμένη τους ανάσα ήταν.

Αφήνω το ευρώ μου ως οφειλή στη μουσική που συνέχει τα σύμπαντα ακόμα κι αν στη διαδρομή μέχρι τ' αφτιά μας κακοποιείται άκακα, και συνεχίζω αποφασισμένη να προσπεράσω με βήμα ταχύ την τσιμεντένια ζωή προκειμένου να βουτήξω σαν ελάχιστη μέλισσα στις ανθισμένες κερασιές του Λόγγου. Μήπως, λέω, και λευκανθεί μέσα τους η καρδιά μου προτού φύλλο ροήσουν κι αυτές κι εγώ…



Friday, April 9, 2010

Ο κύριός μου και αφέντης Στίχος


Πώς ξεγλιστρά αδιόρατος ο Στίχος
αν δεν τον δέσω αμέσως στο στυλάρι του χαρτιού
την ώρα που καλπάζοντας
του αίματος το φράγμα σμπαραλιάζει;

Πιο αλαζονικό και φίλαυτο
πιο πεισματάρικο, υπερήφανο
και πιο ερωτικό αρσενικό
δε γνώρισα ποτέ μου

Όσο κι αν επαναλαμβάνω το όνομά του
να τον αλυσοδέσω νοερώς,
μια στιγμή μόνο να αφαιρεθώ,
ολίγον φευγαλαία να πετάξει ο αλήτης νους  μου,
με κάτι άλλο να φλερτάρει έστω ελάχιστα,
πάει ο Στίχος, κίνησε γι' αλλού
και μένω με το λάσο του μολυβιού κενό στα χέρια.

Βροντά την πόρτα άγρια
σαν προδωμένος εραστής
ή βγαίνει απ' το παράθυρο αθόρυβα σαν ίσκιος
και τίποτα μα τίποτα,
χίλιες κι άλλες χίλιες χιλιάδες ήμαρτον,
πίσω δεν τον γυρίζουν

Γι' αυτό γίνομαι σκλάβα του πειθήνια
και υποταγμένη ολότελα στο απόλυτό του Τώρα...


Thursday, April 8, 2010

Τρεις παιδικές προσευχές


1. Προσευχή σ' ένα χελιδόνι

Κάνε
τα χείλη μου
φωλιά

Δώσε
στις λέξεις μου
φτερά

Τον χτύπο
της καρδιάς μου
θήλασε



2. Προσευχή στον άνεμο

Φέρε μου
τα λόγια
του αγαπημένου

Ταξίδεψε
τις λύπες μου
στο φως

Κόπασε
την οργή σου
μη μαραθώ



3. Προσευχή στη θάλασσα

Σώσε
τα ψάρια σου
από τα δίχτυα

Μήνυσε
στον βασιλιά Αλέξανδρο
πως ζω

Συγχώρεσέ με
που δεν έμαθα
κολύμπι




ΥΓ. Η δεύτερη και η τρίτη φωτογραφία είναι της Φωτεινής Κ.

Wednesday, April 7, 2010

Μικροσεισμοί...



Σιγά σιγά αρχίζουν και πάλι να τίθενται ερωτήματα ξεχασμένα από καιρό. Απ' την αρχή αναρωτιόμαστε για ερωτήματα που τα νομίζαμε απαντημένα. Ένας σεισμός είναι αρκετός για να μας αφυπνίσει, ένα χαστούκι για να μας συνεφέρει, ένας πόνος να μας θυμίσει πως ακόμα στις φλέβες μας τρέχει και αίμα, εκτός από νερό.

Αφορμή γι' αυτό το κείμενο ο χθεσινός σεισμός, ο δεύτερος μετά τον προχθεσινό, στη Θεσσαλονίκη. Άπειρες άλλες μικροαφορμές όπου πέσει το μάτι, σ' ό,τι αρπάξει το αφτί, όπου σταθώ κι όπου βρεθώ.

Θα ξεκινήσω από το αίσθημα που μου προκάλεσε ο μικρός, αλλά αισθητός σεισμός, το μεσημέρι. Μάλιστα, είπα ως ήμουν ξαπλωμένη στο κρεβάτι για τη μεσημεριανή μου σιέστα... Μάλιστα, να λοιπόν το μέτρο των ανθρωπίνων πραγμάτων... Γίνεται ένας σεισμός και συναισθάνεσαι την αδυναμία σου, με τι μπορείς να τα βάλεις και με τι όχι. Όλα αποκτούν αίφνης μια άλλη βαρύτητα, ζυγίζονται διαφορετικά στο καντάρι των δυνάμεων που δεν μπορούμε να παλέψουμε, που δεν ελέγχουμε, που είναι ολότελα πέρα από εμάς.

Ακριβώς όπως συμβαίνει μπροστά στο μέγα γεγονός του θανάτου, που λίγο παραπάνω αν τον είχαμε στο νου μας, αλλιώς θα πορευόμασταν και αλλιώς θα αξιολογούσαμε την κάθε μας στιγμή, την κάθε σχέση μας, αλλά και σκέψη μας. Γιατί ο άνθρωπος θέλει πολύ λίγο για να πιστέψει πως είναι αήττητος, μέγας, πανίσχυρος. Θέλει πάρα πολύ λίγο, μια στάλα ευμάρειας, μια βολεμένη σχέση, λίγα παραπανίσια αγαθά για να αισθανθεί υπεροχή έναντι αυτών που έχουν λιγότερα, ζήλια για όσους έχουν περισσότερα, μίσος γι' αυτούς που τον επιβουλεύονται. Θέλει τόσο λίγο που του αρκεί ένας τόσος δα μικρός σεισμός για να τον φέρει στα συγκαλά του. Αρκεί μια οικονομική κρίση για να τον κάνει να χάσει το χαμόγελό του, να κλονίσει τη βολεμένη σχέση του, να τον αφηνιάσει μετατρέποντάς τον από φιλήσυχο πολίτη σε αιμοβόρο κτήνος.

Όλα κρέμονται από μία κλωστή. Το από τι υλικό είναι φτιαγμένη αυτή θα σηματοδοτήσει και το σε τι θα μεταφραστεί ο κάθε της κλυδωνισμός, πού θα μας συμπαρασύρει ή πού θα μας γκρεμοτσακίσει.

Ποιος όμως μας υποσχέθηκε πως η ζωή είναι ανώδυνη, πως ο θάνατος και η αρρώστια αφορούν μόνον τους άλλους, πως είμαστε προορισμένοι μόνον για επιτυχίες; Με ποιον υπογράψαμε συμβόλαιο καλοπέρασης και από πού κι ως πού οι όποιες δυσκολίες οδηγούν απευθείας στην απελπισία; Από πότε ο πόνος μεταφράζεται ασυζητητί σε στεναχώρια, και ποιος μπορεί να καυχηθεί πως γνωρίζει το σχέδιο της ζωής του, παρελθοντικής, παροντικής, ενδεχομένως και μελλοντικής;

Είναι μάλιστα κάποιος σε θέση να οδηγήσει κάποιον άλλον; Μπορεί κάποιος εκτός από την ευθύνη του εαυτού του να αναλάβει και την ευθύνη έστω ενός επιπλέον ανθρώπου; Δε μιλώ για κράτη και πολιτικές. Για ανθρώπινες υπάρξεις που πορεύονται μιλώ.

Πολλά τα ερωτήματα που έθεσα και θα μπορούσα να θέσω πολλά περισσότερα, αλλά δεν το βρίσκω σκόπιμο. Διακρίνω γύρω μου μια συντονισμένη προσπάθεια τρομοκρατίας, εκφοβισμού και άκρατης φιλαρέσκειας μέσα του, τάσεις απελπισίας και μιζέριας που σαν μεταδοτικοί νόσοι μεταδίδονται από τον έναν στον άλλον και μάλιστα με έναν τρόπο αυτονόητο έως κολακευτικό. Και ενίσταμαι.

Όσο και αν σοκάρω, ενίσταμαι ευθαρσώς. Το ότι υπάρχουν δικαιολογημένες ανησυχίες, ανατροπές σταθερών που μας κλυδωνίζουν και ανακατατάξεις δεδομένων, δε σημαίνει πως είναι και αποδεκτή όλη αυτή η παλλίροια της απόγνωσης.

Επιτρέψτε μου να διατηρώ μία διαφορετική στάση. Πάντοτε πίστευα και σήμερα περισσότερο από ποτέ πιστεύω πως ένας άνθρωπος μπορεί να αλλάξει τον κόσμο αν αλλάξει πρώτα τον εαυτό του. Δεν πιστεύω κανέναν από όλους αυτούς που θέλουν ν' αλλάξουν τον κόσμο για να τον κάνουν σαν τον εαυτό τους. Δεν πιστεύω στα μεγάλα λόγια, στις υποσχέσεις, στα φιλόδοξα σχέδια. Δεν πιστεύω ούτε στην τρομοκρατία, ούτε στους εκφοβισμούς, ούτε στη φιληδονία του πόνου.  Δεν πιστεύω πως ο κόσμος χωρίζεται σε πιστούς και απίστους, αλλά σε φανατικούς και σκεπτόμενους. Μήπως, λοιπόν, αψήλωσε ο νους μας;

Αντί να κρίνει ο ένας τον άλλον, αντί να θεωρεί τον εαυτό του ανώτερο απ' τον άλλον, αντί να εφευρίσκει τις διαφορές που τον οδηγούν σε αίσθημα πλεονεξίας ή μειονεξίας, αντί να λοιδωρεί, να ειρωνεύέται, να κομπάζει ή να χαιρεκακεί, μπορεί μήπως να κάνει τη δουλειά του όσο καλύτερα γίνεται;

Έτσι κι αλλιώς άλλους αφήνουμε και μ' άλλους προχωράμε. Άλλους αποφεύγουμε και μ' άλλους ταυτιζόμαστε. Στο τέλος πάντα μόνοι με την ψυχή μας μένουμε κι αυτήν θα αντιμετωπίσουμε. Προσωπικά επιζητώ να εμπιστεύομαι στη ζωή και σε όσα μου φέρνει. Να την εναποθέτω στον Θεό, μιας και τον αγαπώ και δεν γνωρίζω περισσότερα απ' τον Ίδιο. Μπορεί συχνά να ολιγοψυχώ και τα λησμονώ όλα αυτά, όμως αυτά επιζητώ. Θέλω να βλέπω τη ζωή σαν ένα μονοπάρι που κρύβει μεγάλη ομορφιά, αρκεί να την αναζητήσεις. Μια ομορφιά ακόμη και μέσα στον πόνο. Ένα μονοπάτι που εν τέλει αλλού οδηγεί.

Καλό είναι να έχουμε και να τρώμε και να πίνουμε και να μορφωνόμαστε και όλα. Αλλά δεν είναι μόνον αυτά, και κυρίως δεν είναι αυτά που μας κάνουν ανθρώπους. Γι' αυτό οι πρόσφυγες είναι πιο άνθρωποι από εμάς. Γι' αυτό οι φτωχοί είναι πιο ελεήμονες. Γι' αυτό οι αιχμάλωτοι είναι πιο αλληλέγγυοι. ΓΙ' αυτό μέσα στα ψυχιατρεία συναντάς τις πλέον τρυφερές ψυχές, στα καρκινολογικά τμήματα των νοσοκομείων τα φωτεινότερα χαμόγελα.

Όσοι νομίζουν πως κινούμαι στην Ουτοπία, ας κάνουν μια βόλτα σ' αυτούς τους χώρους. Κανείς δε θα ευχόταν να υπάρχει πόνος, αρρώστεια, ανέχεια, θάνατος. Όμως και ποιος μπορεί να αμφισβητήσει πως μέσα σ' αυτές τις συνθήκες τα πρόσωπα φωτίζονται μ' ένα διαφορετικό φως, έχοντας μια άλλη χαρά και χάρη;

Σκέψεις είναι, ερωτήματα, ίσως μικροσεισμοί που απευθύνονται καταρχάς στον εαυτό μου και μετά προς όλους εσάς... 


Monday, April 5, 2010

Το τελευταίο της όνειρο



Μπορεί να έρθει στιγμή στη ζωή του ανθρώπου που θα τον κάνει να ομολογήσει πως πραγματοποιήθηκαν όλα του τα όνειρα; Και μπορεί άραγε κάποιος που ακόμα τα κυνηγάει με το δίχτυ της επιθυμίας σαν πεταλούδες που ολοένα ξεμακραίνουν να υποψιαστεί πως η πραγματοποίηση όλων των ονείρων οδηγεί σε μια εσωτερική ελευθερία τον άνθρωπο και μια σύναψη συνθήκης ειρήνης με τον εαυτό του; Ίσως αυτά να εξαρτώνται από την υφή των ονείρων του καθενός, ίσως από το κατά πόσο ταιριαστά τού είναι, ίσως και από το πόσο φιλόδοξα ή ταπεινά υφάνθηκαν στο κουκούλι της καρδιάς του και όχι στον φαντασιόπληκτο νου.

Η γυναίκα όμως αυτή μπορεί πια να ομολογήσει πως πραγματοποιήθηκαν όλα της τα όνειρα. Πως τώρα είναι ελεύθερη απ' αυτά. Και πως διακατέχεται από μια πρωτόγνωρη ευτυχία. Την ευτυχία του παρατηρητή που του είναι αρκετό να βλέπει από ένα λόφο τη ζωή, του οδοιπόρου που τον οδηγούν μόνα τους τα βήματά του, του ενήλικου που αγκαλιάζει με θέρμη το παιδί που υπήρξε γιατί δεν το πρόδωσε, που όσα στραβοπατήματα κι αν έκανε στο διάβα της ζωής του ο άγγελός του το φύλαξε απ' όλες τις κακοτοπιές, το έσωσε αμέτρητες φορές από ληστείες, βιασμούς, το κακό του κόσμου.

Το τελευταίο όνειρο της γυναίκας πραγματοποιήθηκε την Μ.Δευτέρα. Το βράδυ της Κυριακής των Βαϊων μετά την ακολουθία κι ενώ καθόταν ακόμα στην καρέκλα της να χαρεί όσο μπορεί περισσότερο μέσα στο ναό την ευωδιά και τη χάρη του, που ποτέ δε χορταίνει, άκουσε μια από τις ηλικιωμένες γυναίκες που μεριμνούν ακούραστα για τη φροντίδα του, να λέει στις άλλες πως την επομένη το πρωί στις οχτώ, θα βρεθούν εκεί για να καθαρίσουν. Άστραψε το πρόσωπό της τότε και ρώτησε, μπορώ να έρθω κι εγώ να βοηθήσω; Και βέβαια μπορείς, ήταν η απάντηση, γιατί όχι;

Όλο το βράδυ κοιμήθηκε γλυκασμένη από την χαρά πως ήρθε επιτέλους η ώρα να γίνει κι αυτό που από παιδί διακαώς επιθυμούσε. Μια φορά τουλάχιστον να καθαρίσει μια εκκλησία. Πολλές φορές φρόντισε τα μανουάλια. Πολλές φορές πότισε τον κήπο μιας εκκλησίας. Αμέτρητες φορές έζησε το μυστήριο απολαμβάνοντας χωρίς κόπο τον κόπο άλλων μέσα στους ναούς της ζωής της. Μα αυτό που ποτέ δεν είχε κάνει και το είχε καημό, ήταν να πάρει κάποτε μια σκούπα κι ένα σφουγγαρόπανο να καθαρίσει και η ίδια. Θαύμαζε και σεβόταν βαθιά τις γυναίκες που φροντίζουν τους ναούς περισσότερο κι απ΄τα σπίτια τους. Να είναι όλα καθαρά, όλα σε τάξη, όλα έτοιμα για να γίνουν κάθε φορά οι ακολουθίες, να υποδεχθούν τα πλήθη των πιστών σαν το πιο φιλόξενο και ανοιχτό, το πιο γενναιόδωρο σπίτι του κόσμου.
Κρίνοντάς την κανείς εξωτερικά δε θα μπορούσε να υποπτευθεί ποτέ πως είχε μέσα της τέτοιον καημό. Άλλους καημούς θα περίμενε και άλλα θα φανταζόταν. Αλλά η καρδιά του ανθρώπου είναι κήπος μυστικός. Ποτέ δε ξέρεις τι περιέχει και καλύτερα μη μπεις ποτέ στον πειρασμό να υποθέσεις κάτι, συνήθως θα βγεις ψεύτης. Στον άλλον θα δεις μόνον τις προβολές των δικών σου επιθυμιών και ονείρων.

Έβαλε αποβραδύς το ξυπνητήρι, έφτασε δέκα λεπτά αργότερα από την καθορισμένη ώρα γεμάτη άγχος που καθυστέρησε, βρήκε τη μία γυναίκα να σκουπίζει με την ηλεκτρική τα χαλιά, την άλλη με το βιτέξ να τρίβει τα τζάμια των εικόνων, τι να κάνω εγώ, ρώτησε. Εσύ το δεξιό κλείτος, τα χαλιά εκεί σκούπισμα και τα μάρμαρα σφουγγάρισμα. Μήπως να σηκώσουμε τα χαλιά, τη ρώτησε η αρχηγός, αυτή που ο Παπαδιαμάντης θα χαρακτήριζε σημαιοφόρο των πανηγύρεων. Να τα σηκώσουμε και να τα δώσουμε και στο καθαριστήριο, ο ναός λεφτά δεν έχει, είμαστε ήδη αρκετά κουρασμένες για να τα καθαρίσουμε εμέις, να βάλουμε όλες από ένα δεκάρικο, τι λες εσύ, τι λέτε κορίτσια, ρώτησε και στις τρεις άλλες. Συμφώνησαν όλες, πέντε έξι ήτανε, κι έτσι άρχισαν να τα τυλίγουν ένα ένα και να τα βγάζουν έξω στον αυλόγυρο στιβάζοντάς τα πάνω στο ξύλινο παγκάκι.

Τελείωσε το σκούπισμα και το σφουγγάρισμα του δεξιού κλείτους η γυναίκα, εκεί που συνηθίζει να στέκεται τις Κυριακές, μπροστά στο μικρό ιερό και την εικόνα του αγίου Σάββα στη μικρή του κόγχη, ακουμπώντας συχνά το κεφάλι στην ψηλή δρύινη ντουλάπα που πάντα έχει μπροστά της εκεί στην πρώτη καρέκλα της σειράς, με όλα τα ιερατικά μέσα, από τα βιβλία μέχρι τα καλύμματα, τις περισσευούμενες εικόνες, τα θυμιάματα και τα καρβουνάκια. Εκεί που αριστερά υψώνοντας το βλέμμα βλέπει στον τοίχο πάντα τον Γάμο της Κανά και παραδίπλα τους ασκητές της ερήμου να ταϊζουν λιοντάρια και θηρία άγρια σαν εξημερωμένα πάθη των ανθρώπων.

Της δίνουν ύστερα ένα βρεγμένο πανί να καθαρίσει τον Επιτάφιο. Αυτή κι αν είναι ωραία δουλειά κι απ' τις πλέον περιπόθητες. Βάζει με προσοχή τα δάχτυλα τυλιγμένα το πανί μέσα στα σκαλιστά του να καθαρίσει όσο μπορεί καλύτερα. Έρχεται μια άλλη από τις νέες, πειράζει να κάνω κι εγώ γιατί κάθε χρόνο εγώ το κάνω, τη ρωτά. Η γυναίκα γελά με την καρδιά της, είναι δυνατόν να πειράζει, κάνε εσύ από κει, εγώ από δω και το πολύ πολύ να τον περάσουμε δυο χέρια να είναι ακόμα πιο καθαρός.

Τελειώνει κι αυτό, πιάνει τους δίσκους πάνω στους οποίους στηρίζονται τα μανουάλια, πάει να τρίψει τα λιωμένα κεριά με μαχαίρι. Όχι με μαχαίρι, λέει η σημαιοφόρος, θα αφήσει σημάδι, πάρε αυτό το σύρμα και πρόσεχε. Την υπακούει και λίγο λίγο βγάζει όλες τις σταλαγματιές. Χτυπά ένα κινητό, η γυναίκα που από τις οχτώ σκούπιζε τα χαλιά πρέπει να φύγει για το χωριό γιατί πέθανε ξαφνικά ένας της ξάδερφος. Ζητά χίλια συγνώμη που δε θα μείνει περισσότερο και οι άλλες την παροτρύνουν να φύγει το συντομότερο και να μη νοιάζεται, έτσι κι αλλιώς τέλειωσε το καθάρισμα, τα χέρια είναι αρκετά, καλή δύναμη να έχει.

Μπαίνουν όλες στο μικρό καμαράκι για έναν καφέ. Οι μεγάλες γυναίκες θυμούνται τις παλιότερες, αυτές που δε ζουν πια. Οι διηγήσεις δεν έχουν τελειωμό. Οι θάνατοι το ίδιο. Η αγάπη επίσης. Η σημαιοφόρος είναι το κέντρο της ομήγυρης. Θα ήταν ωραία γυναίκα στα νιάτα της. Σήμερα πάνω από εβδομήντα κι ακόμα την προσέχεις. Κάθε θάνατος κι ένα κουσούρι πάνω μου, λέει. Παίρνει ένα κάρο φάρμακα. Από πέρσι που πέθανε κι ο ανιψιός της άρχισε να κουτσαίνει, της στοίχισε πολύ. Είναι η αδιαμφισβήτητη αρχηγός, δε σηκώνει κουβέντα, τους καθοδηγεί όλους, έχει μια έμφυτη δικαιοσύνη κι ένα καθαρό κριτήριο για το κάθε τι, για τον καθένα. Ξέρει πότε να υποχωρεί, πού την παίρνει και πού όχι. Γεμάτη ενέργεια που το σώμα προδίδει πλέον ανήμπορο, μ' ένα μάτι που βγάζει ακτινογραφία ό,τι κοιτά. Υπάρχει μια αμοιβαία συμπάθεια με τη γυναίκα που πραγματοποιεί το όνειρό της σήμερα. Πειράζονται συχνά αναμεταξύ τους. Έχουν έναν δικό τους κώδικα που άλλοι θα παρεξηγούσαν, καθότι είναι αρκούντως αντισυμβατικός, αλλά αυτό δεν ενδιαφέρει ούτε τη μία ούτε την άλλη.

Εγώ δεν παίρνω όποια κι όποια στη δουλειά, δοκιμάζω, είσαι τσακαλάκι, εσύ να ξανάρθεις άμα θες, της λέει στο τέλος, αφού όλα συγυρίστηκαν ως έπρεπε και ήρθε η ώρα να πάει κάθε μια στο σπίτι της. Να βάλω και τα λουλούδια, απαντά η γυναίκα στη σημαιοφόρο, τώρα που στέγνωσαν τα μάρμαρα. Παίρνει ένα μαχαίρι και κόβει δενδρολίβανα από τα παρτέρια και τις ανθισμένες άκρες του κίτρινου γιασεμιού που βρίσκεται στο κέντρο της αυλής κι έχει γίνει ένας χορταστικός στην όψη θάμνος. Μπαίνει στο ναό και στολίζει τις εικόνες. Του αγίου Νικολάου, της αγίας Βαρβάρας, του Χριστού και της Παναγίας. Μαζεύει όποιο ανθάκι έπεσε στο πάτωμα και βγαίνει. Χαιρετά τις καλόκαρδες γυναίκες που όλες την ευχαριστούν θαρρείς κι έκανε κάτι άλλο από ότι κάνουν οι ίδιες χρόνια ολόκληρα. Εσύ καινούρια είσαι, τη ρωτά μία καθώς την χαιρετά. Ναι, καινούρια είμαι, απαντά η γυναίκα και βγαίνοντας απ' την αυλόπορτα σκέφτεται μειδιώντας πως ίσως να είναι και παλιά, ενδεχομένως και πιο παλιά από όλες τους, εκτός της σημαιοφόρου, μιας και μέσα στους ναούς μεγάλωσε, για να μην πούμε με ολίγη υπερβολή χαριτολογώντας, πως μέσα τους γεννήθηκε κιόλας...

Κατηφορίζοντας τα δρομάκια της Άνω Πόλης νιώθει στα πόδια της φτερά. Πραγματοποιήθηκε το τελευταίο της όνειρο σήμερα, δεν είναι λίγο. Άλλες φιλοδοξίες δεν έχει. Ξέρει πως όλα τα άλλα με τα οποία ασχολείται και για τα οποία κοπιάζει, όπως κάθε άνθρωπος, θα γίνουν ή δε θα γίνουν, θα πορευθούν πάντως με τον ένα ή τον άλλον τρόπο. Σήμερα όμως υπηρέτησε τον άγιο και τον ναό του. Συμμετείχε στο μυστικό παρασκήνιο της φροντίδας ενός ναού. Ενώθηκε με άλλες γυναίκες που χρόνια τώρα άοκνα και σιωπηλά κάνουν το ίδιο χωρίς αντίτιμο. 

Η Μ.Εβδομάδα θα περάσει κι η γυναίκα θα τη ζήσει όπως το λαχταρά. Εκεί, ντυμένη στα μαύρα, στη θέση της μπροστά στο δεξιό κλείτος δίπλα στην ενεντηντάχρονη γριά που φέτος θα είναι πιο σκυφτή από πέρσι. Το βράδυ της Ανάστασης θα αλλάξει θέση όπως κάνει μόνο τέτοια μέρα. Θα πάρει ένα μικρό καρεκλάκι και θα κάτσει αριστερά της Ωραίας Πύλης να τα δει όλα από κοντά, να μη χάσει τίποτα, να ανάψει από τον ιερέα τελευταία τη λαμπάδα της με το Άγιο Φως και να βγει παρέα με τους ψαλτάδες να ψάλλει ολόψυχα το Χριστός Ανέστη, φορώντας το φυστικί φόρεμα και το κατακόκκινο παλτό.

Χριστός Ανέστης αγάπη μου, θα της ευχηθεί η σημαιοφόρος των πανηγύρεων. Αληθώς Ανέστη θα απαντήσει η γυναίκα, και θα ρωτήσει γελώντας, πότε καθαρίζουμε τώρα; Μετά του Θωμά, μέχρι τότε τίποτα... Η γυναίκα φιλά ένα ένα όλα τα παιδιά που χρόνια τώρα μεγαλώνουν μέσα στο ναό, όπως μεγάλωσε κι αυτή... 

Άλλη μια Μ.Εβδομάδα πέρασε, άλλη μια Ανάσταση ήρθε και λάμπρυνε τη ζωή της και τον κόσμο ολάκερο. Πραγματοποιήθηκε και το τελευταίο της όνειρο, τι άλλο να ζητά; Μετά κι απ' αυτό μοιάζει να είναι όλα ένα όνειρο ζωντανό. Ένα όνειρο που την ονειρεύεται και δεν το ονειρεύεται η ίδια. Όλα καλά κι ευλογημένα. Πίνει τη σοκολάτα της στο μπαλκόνι που μοσχοβολούν οι τριανταφυλλιές που άνθισαν και σε κάθε γουλιά και κάθε ανάσα λέει πάλι και πάλι: Δόξα τω Θεώ και Χριστός Ανέστη!