Labels

Wednesday, January 2, 2008

Ο άγγελος της Πρωτοχρονιάς


Το ρολόι χτύπησε δώδεκα. Ήταν μεσάνυχτα.
Δεκάδες φωτοβολίδες υψώνονταν να φιλήσουν τα σύννεφα που πλανιόνταν στο παγωμένο ουρανό, μα λίγο προτού τ’ αγγίξουν καίγονταν και καπνός επέστρεφαν στη γη.
Η νύχτα μηνούσε στους ξενύχτηδες πως για ένα φιλί δεν αρκεί ή τόλμη, μα θέλει συντροφιά την αρετή. Πήρε, τότε, η νύχτα από το θρόνο του το φεγγάρι και το οδήγησε σ’ ένα φτωχικό καλύβι. Το παρακάλεσε να χύσει όλο το γλυκό του φως στο παραθύρι του.
Έπρεπε τη βραδιά αυτή την ξεχωριστή να μάθουν αυτοί που ξαγρυπνούσαν, πού έσμιγε η τόλμη με την αρετή, και ποιο θα ήταν το μοναδικό φιλί που εκείνη την παγερή Πρωτοχρονιάτκη νύχτα θα δεχόταν ο ουρανός.
Το φεγγάρι τους βρήκε καθισμένους πλάι πλάι.
Αυτή, ακουμπούσε το κάτασπρο κεφάλι της πάνω στο κυρτό τόξο της ζωής του, που κάποιοι το ονομάζουν καμπούρα. Αυτός της ζέσταινε τα χέρια, τα σημαδεμένα απ’ τις ανάγκες της ζωής. Φωτίστηκαν, τότε, τα γέρικα μυαλά κι άρχισαν ν’ αναθυμούνται τα παλιά.
- Θυμάσαι, πώς σφύριζες το σούρουπο για να βγω από το πατρικό μου να παίξουμε κρυφτό;
- Μμμ… θυμάμαι, πώς δε θυμάμαι, ξεχνιούνται αυτά; Σαν όνειρο μου φαίνεται…, είπε ο παππούς και βυθίστηκε στο όνειρο το παιδικό.
- Για σφύριξε λίγο, μπορείς; τον παρακάλεσε.
Και πάνω που ο παππούς προσπάθησε πάλι να σφυρίξει, τον έπνιξαν τα γέλια καθώς ένιωσε τον αέρα να ψάχνει το σωστό δρόμο, σκοντάφτοντας πάλι και πάλι στις κουφάλες των δοντιών του.
- Ξεμωραθήκαμε, μελένια μου, της είπε.
Ήταν τα μάτια της διάφανο μελί.

Σουρούπωνε, και πάνω που ο αέρας γυροβολούσε τις μυρωδιές των γιασεμιών, ένας δαιμονισμένος ήχος έσπαζε τη σιωπή. Άρχιζαν τα σφυρίγματα. Ο Κώστας, σφύριζε έξω απ’ το σπίτι της Γεωργίας και μόλις αυτή ξεπρόβαλε, έτρεχαν στο χαμηλό μπαλκόνι του Νίκου και μετά στου Αλέξη, στης Όλγας, στου Μήτσου, ώσπου η παρέα να συμπληρωθεί.
-Πέντε, δέκα, δεκαπέντε, είκοσι, εικοσπέντε…
Μελένιες αχτίδες διαπερνούσαν από τα μάτια της τους τοίχους και τους έβρισκε όλους με το πρώτο. Όλους τους έβρισκε, δίχως να το κουνήσει ρούπι από τη θέση της. Όλους, εκτός από τον Αλέξανδρο, γιατί αυτόν τον είχε στην καρδιά της κι ας μην το ήξερε.
- Άντε, φτάνει τόσο, ώρα για ύπνο, πώς θα ξυπνήσετε αύριο για το σχολείο, φώναζαν οι μανάδες απ’ τα παραθύρια και πάσχιζαν να μαζέψει η καθεμιά τα παιδιά της.
Πάσχιζε κι ο δάσκαλος, το πρωί, να συμμαζέψει τα μυαλά που δεν σκέφτονταν παρά τις καινούριες κρυψώνες για το βραδινό τους παιχνίδι. Πίσω απ’ το βαρέλι του κυρ Ανέστη, μέσα στον αχυρώνα του κυρ Κώστα ή μήπως καλύτερα μέσα στην κουφάλα του γερο πλάτανου; Οι τιμωρίες έδιναν κι έπαιρναν κι έσκαζε η Όλγα που ήταν τόσο ζωηρός ο Αλέξανδρος και τον έβαζε ο δάσκαλος να στέκεται όρθιος στη γωνία, με το ένα πόδι σηκωμένο. Ράγιζε η καρδιά της, όταν κοιτούσε τα ματωμένα του δάχτυλα που αυστηρά τιμωρούσε η βέργα του. Έτρεχε στο διάλειμμα να του τα σκουπίσει με το μαντήλι της, ενώ αυτός παρίστανε τον άντρα. Στεναχωριόταν η μάνα της σαν έβρισκε ματωμένο το μαντήλι κι απορούσε που η μύτη της κόρης της άνοιγε τόσο συχνά στο σχολείο.

Το βλέμμα των παππούδων έπεσε στο μπαστούνι που κρεμόταν στον τοίχο. Όλο παραπονιόταν για τα αρθριτικά του που τα χειροτέρευε η υγρασία του σπιτιού.
- Αχ, βρε πατέρα, ο Θεός να σ’ αναπαύσει, είπε, κοιτώντας το ιερό κειμήλιο, που κρατούσε απ’ τον πατέρα της η κυρά Όλγα.
Το μπαστούνι λησμόνησε τα αρθριτικά του στη στιγμή κι άρχισε να μουρμουρίζει πως ο γάμος ήταν βιαστικός, πως αν δεν τελείωναν κι οι δυο τους το σχολείο δεν είχε στεφάνι, πως στο τέλος τέλος αφού τα ’χε κιόλας συμφωνήσει μια χαρά με τον πατέρα του Νικόλα του ψαρά.
- Ήτανε Πρωτοχρονιά σαν και δαύτη, είπε ο μπαρμπα Αλέκος. Αφήσαμε τη γειτονιά να μεγαλώνει και πήραμε τα μάτια μας παίρνοντας μαζί όρκο να μείνουμε για πάντα παιδιά, έτσι όπως το ’λεγε πάντα ο ζητιάνος της αγια Μαρίνας: Παιδάκια μου, αν αγαπιέστε να παντρευτείτε, αλλά να μη γίνετε κόσμος, να μείνετε για πάντα παιδιά.

Έγειραν τ’ άσπρα κεφάλια να στηριχτούν το ένα στο άλλο, τη στιγμή που μια φεγγαραχτίδα φώτισε απ’ τη μισάνοιχτη πόρτα το μέσα δωμάτιο. Μια κούνια σκεπασμένη αστραποβόλησε κι έφερε στ’ αφτιά τους το κλάμα ενός μωρού, που δεν πρόλαβε να μεγαλώσει.
- Μπορεί και να γιορτάζαμε την Πρωτοχρονιά με τα εγγόνια μας σήμερα, να μας τραγουδούσαν τα κάλαντα, μονολόγησε ο παππούς.
- Μπορεί κι ο γιος μας να μη τα ’βλεπε ποτέ να μεγαλώνουν τον παρηγόρησε η γριά.
Έπειτα, το ’νιωσαν καλά σαν και τόσες άλλες φορές, πως αν είχαν τον γιο τους, θα ’ταν όλη η αγάπη τους γι’ αυτόν και ίσως τότε να μίκραινε η ψυχή τους. Γιατί, μετά από κείνη την καταχνιά, όλα φωτίστηκαν περίσσια.
Τα χέρια τους χάιδεψαν πολλά κακορίζικα ξυρισμένα κεφαλάκια και τα λόγια τους ήτανε πάντοτε στοργικά αντίδοτα στη δυστυχία των παιδιών που δεν ήτανε δικά τους.
-Καλημέρα θεια Όλγα! Να σας έρθουμε στο σχόλασμα;
Έτσι ξεκινούσε η κάθε μέρα τους σαν τα παιδιά της γειτονιάς περνούσαν μπροστά από το καλύβι για να πάνε στο σχολείο.
Το απόγευμα, έλεγε, τάχα σοβαρός, ο κυρ Αλέξανδρος:
-Θα διαβάσετε πρώτα τα μαθήματά σας, ύστερα θα σας πω το παραμύθι κι μετά θα συνεχίσουμε τη ζωγραφιά στην κουζίνα.
Σηκώθηκαν τα κουρασμένα κεφάλια και κοίταξαν τους τοίχους της κουζίνας. Δεν υπήρχε ούτε μια γωνίτσα που να μην ήταν ζωγραφισμένη από τα παιδιά.
Σπίτια, άνθρωποι, δέντρα, ουρανοί, θάλασσες, βουνά, όνειρα, όνειρα, ψυχές αποτυπωμένες στο γαλάζιο, το κόκκινο, το κίτρινο, το λαχανί.
Ψυχές που μιλούσαν, γελούσαν, έκλαιγαν, τραγουδούσαν, τσακώνονταν και πάλι μόνιαζαν. Οι ψυχές που συντρόφεψαν μια ζωή ολάκερη τους δύο γέροντες.
- Πώς περίμενα κάθε νύχτα να έρθω κοντά σου να πλαγιάσω, να σου εμπιστευτώ τα μυστικά της μέρας, να μου χαρίσεις τα δικά σου, είπε ο παππούς.
- Πώς περίμενα την στιγμή που όλα θα γίνονταν αγάπη και συγχώρεση στο αγκάλιασμά μας, είπε η γιαγιά.
Χαμήλωσαν πάλι τα κεφάλια.
Πόσες φορές η ζωή δεν πήγε να τους μπερδέψει, να τους χαλάσει, να χτίσει τοίχους ανάμεσά τους. Πόσες φορές δεν κινδύνεψαν να χαθούν στην ομίχλη της καθημερινής μέριμνας. Μα πάντα σώζονταν. Πάντα κατέληγαν μαζί γιατί κατάφεραν να μείνουν παιδιά. Παιδιά, που όταν το ένα γκρέμιζε το άλλο έχτιζε. Παιδιά που όταν το ένα έπεφτε, το άλλο έτρεχε και σκούπιζε με το μαντήλι του το αίμα.

- Είσαι σίγουρη πως θα ’ρθει σήμερα; Ρώτησε ο μπαρμπα Αλέξανδρος.
- Μου το ’πε καθαρά ψες βράδυ ο άγγελος. Τον είδα ολοζώντανο στον ύπνο μου, απάντησε με βεβαιότητα η κυρά Όλγα, και γονάτισε αμέσως μπροστά του όπως έκανε κάθε βράδυ, για να του ζητήσει συγχώρεση για τις πίκρες που του έδωσε τη μέρα που πέρασε.
Κι εκείνος την σήκωσε, και τη φίλησε στο μέτωπο. Έπειτα, έπεσε με τη σειρά του μπροστά της. Πάνω που πήγε εκείνη να τον ανασηκώσει τους βρήκε ο άγγελος.
Σήμαναν μεσάνυχτα.
Ο άγγελος γυρνούσε σ’ όλες τις άκρες του ουρανού να βρει τη δεύτερη ψυχή, μα δεύτερη ψυχή δεν έβρισκε.
Τρομαγμένος αγκάλιασε τη μία και μοναδική ψυχή και πέταξε ψηλά.
Προτού προλάβει ν’ απολογηθεί για το μυστήριο, η ζυγαριά ζύγιζε της ψυχής τα βάρη.
Κι έσκαζε ο διάολος. Ευφραίνονταν ο Κύριος. Απορούσε ο άγγελος.

- Πού να ’βρεις δεύτερη ψυχή, έξω απ’ αυτή, αφού η μία είναι τόσο αξεχώριστα πλεγμένη με την άλλη, είπε ο Κύριος στον άγγελο.
- Πώς να περισσέψει διάβολε, το κακό του ενός, αφού γίνονταν αρετή στην αγάπη του άλλου, είπε μετά στον διάβολο.
Και λέγοντας αυτά, πήρε ο Θεός με ευλάβεια την ψυχή τους και την έβαλε πλάι σε μια μικρή παιδική ψυχούλα που χρόνια τους περίμενε και δεν την χόρτασαν.

Στο αγκάλιασμά τους τρεις αστραπές φιλήθηκαν κι έβρεξε έλεος στη γη.

Το διήγημα 'Ο άγγελος της Πρωτοχρονιάς' δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Πανδοχείο τον Ιούνιο του 2001.

13 comments:

  1. Χρόνια Πολλά, Καλή Χρονιά, ότι επιθυμείς, ευτυχισμένος ο καινούριος χρόνος, χαρούμενη στο νέο έτος, αγάπη, υγεία, ζεστασιά, πολλά φιλιά, πάντα τέτοια!

    ReplyDelete
  2. Έχει περάσει τόσος καιρός από τότε που το πρωτοδιάβασα, αλλά κάθε φορά που το διαβάζω συγκινούμαι ακόμη περισσότερο. Μακάρι να μπορούσαμε να βιώσουμε την αγάπη όλοι μας με τέτοιο τρόπο. Πόσα θα άλλαζαν γύρω μας!

    Χμ... κάτι είχαμε πει για τα τεύχη του "Πανδοχείου", θυμάσαι;

    Πολλά φιλιά και μια μεγάλη αγκαλιά.

    ReplyDelete
  3. Στο στόμα του ζητιάνου έβαλες τις λέξεις που έφτιαξαν την κολώνα της ιστορίας. Διάβαζα το κείμενο κι έψαχνα να βρω την ομορφότερη από τις φράσεις, μέχρι που έφτασα εκεί. Είναι ένας χάρτης που οδηγεί σε ανεκτίμητους θησαυρούς τα λόγια του.

    ReplyDelete
  4. Καλησπέρα! Καλη χρονιά! Ας προσπαθήσουμε όλοι μας να μείνουμε παιδιά :) Ευχές σε όλους!

    ReplyDelete
  5. Μενέλαε, σ' ευχαριστώ πολύ για τις ευχές! Σου εύχομαι να είναι πολύ δημιουγική η χρονιά σου και γεμάτη χαρά!

    ReplyDelete
  6. Σα μου, σ' ευχαριστώ πολύ!
    Δεν το ξέχασα για τα Πανδοχεία, θα γίνει κι αυτό, μην έχεις έννοια...

    Θα σου γράψω κάτι θαυμαστό που έγινε σήμερα, για σένα και για όποιον άλλον θέλει να το διαβάσει.

    Ήρθε από την Αθήνα να μας δει η χήρα του Βασίλη Σούκα, του περίφημου κλαριντζή, η κ.Λίτσα. Ο κυρ Βασίλης μας αγαπούσε σαν παιδιά του και μάλιστα την τελευταία του συναυλία την έδωσε με τον Κυριάκο εδώ στην αίθουσα τελετών, ήδη εγχειρισμένος.

    Ανάμεσα στα άλλα μας διηγήθηκε η σύζυγός του και το εξής:
    Όταν το εγχείρησε ο ξάδερφος του Γιακούμπ στην Αθήνα και του έβγαλε τον ένα πνεύμονα και την μία φωνητική χορδή, του είπε: Άκουσα πως παίζεται πνευστό όργανο. Δυστυχώς αυτό πρέπει τώρα να το ξεχάσετε.
    Χαμογέλασε ο κυρ Βασίλης.
    'Χαίρομαι που το παίρνετε τόσο ωραία και χαμογελάτε', είπε ο γιατρός.
    Και ο αρχοντικός αυτός ευγενέστατος άνθρωπος απάντησε: Μα εγώ δεν παίζω με τον πνεύμονα γιατρέ... παίζω με την ψυχή... άρα δεν πειράζει...

    Ελπίζω κάποια στιγμή να αξιωθώ να κάνω ένα αφιέρωμα σ' αυτήν την μοναδική ψυχή που έφυγε πριν από δεκαπέντε χρόνια και δεν έφυγε ποτέ!
    Και φιλιά και αγκαλιά και τω Θεώ δόξα!

    ReplyDelete
  7. Τα πιο ακριβά και τα πιο αληθινά, τα πιο όμορφα είναι πάντα των άλλων Σοτ και ποτέ δικά μας.
    Των σπουδαίων άλλων που κάποτε γνωρίσαμε στη ζωή μας και είναι η μόνη μας κληρονομιά και η πλέον πολύτιμη. Γιατί αυτή η κουβέντα στην οποία στάθηκες και είναι η κολώνα του κειμένου, είναι, ή θα ήθελα να ειναι πιο σωστά, η κολώνα της ζωής μου. Και ήταν η κουβέντα που μας έλεγε πάντα ένας παπούλης-ιερέας στου οποίου τα χέρια ανατράφηκα στην περίοδο της εφηβείας, λίγο μετά τα δεκαοχτώ... ο π. Ειρηναίος Δεληδήμος. Θα μπορούσα να γράψω πάρα πολλά γι' αυτόν, μα ζει -ευτυχώς- ακόμα, αν και αποτραβηγμένος και δεν θέλω ούτε μία μου σκέψη να τον ανησυχίσει.

    ReplyDelete
  8. roadartist μου, τι άλλο να κάνουμε;
    Νομίζω πως δεν έχουμε κι άλλη δουλειά....
    Να είσαι καλά!

    ReplyDelete
  9. Με το καλό τα Φώτα και οι Φωτισμοί!
    Καθώς προετοιμάζουμε τα της Μεγάλης αυτής Εορτής, λέω να σάς κάμω κοινωνούς των εθιμικών ιδιαιτεροτήτων της Ζακύνθου.
    Δείτε, λοιπόν, εδώ και να υγιαίνετε φωτιζόμενοι σε κάθε σας έκφανση!

    ReplyDelete
  10. Ο Θεός να τον έχει καλά. Είναι τύχη που είχες αυτή την κληρονομιά, όμως χρειάζεται θέληση και προσπάθεια και από εμας για να αξιοποιούμε όσα μας χαρίζουν, όπως κάνεις εσύ.
    Είναι πολύ γερή η κολώνα αυτή. Πρέπει να προσπαθούμε όλοι μένουμε κοντά της και να στηριζόμαστε πάνω της. Έχει τη δύναμη να κρατά τις ψυχές αγνές και να δίνει την ικανότητα στους ανθρώπους να χαίρονται ακόμα και με τα πιο μικρά πράγματα.

    ReplyDelete
  11. Πέρασα π.κ μου και μοσχοβολίστηκα από τις ωραίες σας αγιαστήρες!
    Με το καλό να φωτιστούμε όλοι μας αύριο!

    ReplyDelete
  12. Καλέ μου φίλε Sot, -ως γνωστόν-, εκεί που είναι ο θησαυρός μας εκεί είναι και η καρδιά μας...
    Με το καλό να γιορτάσουμε την μεγάλη μέρα που ξημερώνει, ν' αξιωθούμε Φως! Μακάρι!

    ReplyDelete
  13. Σήκου κυρά μ’ να στολιστείς
    Να πας ταχιά στα Φώτα
    Να βάλεις ήλιου πρόσωπο
    Και το φεγγάρι στήθο
    Να βάλεις ρόδι απ’ τη ροδιά
    Κι ασπράδι από το χιόνι
    Και μάτι και ματόφρυδο
    Από το χελιδόνι
    Και τα χουχλάκια του γιαλού
    Να βάλεις δαχτυλίδι
    Και του κοράκου τα φτερά
    Να βάλεις πανωφρύδι

    http://users.thess.sch.gr/veccio/DIDASKALIA/GEN.MOUSIKH/SHOLEIALESVOU.htm


    Παρακαλώ σε αρχόντισσα
    σωστή σειρά να κάνεις
    κι εμένανε στους φίλους
    (την Πρώτην Πρώτου εορτάζοντας)
    μπροστά μπροστά να βάλεις

    Εγώ που σ΄όλους διαλαλώ
    την ιδική σου χάρη
    μη δε σ' κατονόμασα
    μ' ολόγιομο φεγγάρι: Α.Π.Ο.*
    ο Κόσμος για να πάρει

    *"Αυτοκράτειρα Πασών των Ουτοπιών"


    Ας ρίξει κι η ομήγυρις μια ματιά εδώ: http://www.protovoulia.net/5sygklisi.htm

    με το pardon ...
    μα να κοντεύει των Δασκάλων
    των Τριών Ιεραρχών.

    Για αυτούς τραγούδι παλαιό
    ...του 1998 ευθύς διασυνδέω,
    τα χρόνια κι αν περάσανε τους σκέφτομαι και κλαίω:


    "Σαράντα ωρομίσθιοι στο Μουσικό θαμμένοι
    την τσέπη έχουν αδειανή και είναι πικραμένοι
    Ανήμερα Ιεραρχών ημέρα των Δασκάλων
    ζούνε μ' αέρα βρώμικο και με λεφτά των άλλων…
    …μοναδική παρηγοριά στη μαύρη τη ζωή τους
    το μπιζουδάκι έχουνε απ' τη μπουτίκ του Τύφους"

    Περισσότερα για την Μπουτίκ αλλά και για το σε τι ήχο ψάλλεται -μα κι ένα μύθο θα σας πώ- εδώ
    (και με το παρδόν πάντα):

    http://mousikoforum.multiply.com/notes/item/2?mark_read=mousikoforum:notes:2

    Δεν μπορούσα να περιμένω ως την Κυριακή του Ασώτου ή του Συνδικα-ληστού... θα το ρισκάρω να τα πω,
    θα το πώ κι ενδεχομένως ας το πιώ (To metaxa)

    Θα σας εξηγήσω αν με ρωτήσετε...

    οι σύνδεσμοι άραγε θα φανούν;
    -τους κόβει η προεπισκόπιση-
    οι Δάσκαλοι να φωτισθούν...
    Άμα δε βγούν ψάξτε εδώ με κόπο να τους βρείτε και θα φχαριστηθείτε...
    http://users.thess.sch.gr/veccio

    ReplyDelete

Σχόλια