Το πρώτο Πάσχα άνοιξη και τ’ άλλο Καλοκαίρι,
το 'να Ανάσταση του Γιου, κι εκείνης που το χέρι
του κράταγε στα πρώτα του τα βήματα παιδάκι
έρχεται η Ανάσταση μες στο καλοκαιράκι.
Οι ουρανοί αγάλλονται, ευφραίνεται η γη μας
οι δίκαιοι χορεύουνε γιατί είναι δική μας
Μητέρα και Αρχόντισσα, του κόσμου η Κυρία
που διώχνει κακοδαίμονες, μερώνει τα θηρία.
Τρεις μέρες πριν την Κοίμηση, πάει στο φτωχικό της
ο Γαβριήλ Αρχάγγελος που ’ταν παλιός γνωστός της
και μάννα την ετάιζε σαν ήτανε παιδάκι
εις των Αγίων τα Άγια στ’ όμορφο εκκλησάκι
κι ένα κρίνο της έφερε να της ευαγγελίσει
εκ Πνεύματος τη σύλληψη Υιού που θα γεννήσει,
αυτός με φοινικόκλαδο και πάλι κατεβαίνει
σαν Άγγελος ειδήσεων καλών, και μεταβαίνει
μ' αθανασιάς σύμβολο και νίκης, να μηνύσει
στη Μάνα πως το σπλάχνο της πάει να συναντήσει.
Η Παναγιά με το κλαδί του φοίνικα στο χέρι
στο Όρος τρέχει βιαστική, στων Ελαιών τα μέρη
που απ' όταν αναλήφθηκε εκεί ψηλά ο Γιός της
πήγαινε να προσευχηθεί στο σπλάχνο και Θεό της.
Έχει λύπη, της έλειψε, κι έχει χαρά μεγάλη.
Το οριστικό τους σμίξιμο στου ουρανού τα κάλλη
είναι κοντά, κι η θέρμη της ποτάμι ανεβαίνει,
φλογίζονται οι ουρανοί, κι όταν πια κατεβαίνει
το πόδι αλαφροπατά ωσάν να μην πατάει,
σαν Ελαφίνα πρόσχαρη και σαν πουλί πετάει
και χαμηλώνουν τα βουνά, σκύβουν τα κυπαρίσσια,
τ' άνθη ριγούν και προσκυνούν τη χάρη την περίσσια
της άγιας Μητέρας τους κι όλου του κόσμου Μάνας
το καύχημα του Ιωακείμ και της αγίας Άννας
κι εκείνη η τρυφερότατη συγκίνηση γεμίζει
και φτάνει στο σπιτάκι της κι αρχίζει συγυρίζει.
Το σπίτι της το χαμηλό που 'ναι του Ιωάννη
του μαθητή, που ως αυτή την ώρα που προφθάνει,
τη φρόντισε, τη στήριξε, σαν μάνα του δική του
Σεισμός μεγάλος γίνεται μπαίνοντας στην αυλή του,
σημάδι πως ο Κύριος έρχεται, πλησιάζει
Πιάνει η Κυρά τη σκούπα της κι όλα καλά τα σιάζει,
να είναι όλα καθαρά, όλα σε μία τάξη
πριν μεγάλος άγγελος, να φύγει, της προστάξει.
Αγαπημένους της καλεί και φίλους για να 'ρθούνε
τα νέα της Κοιμήσεως να γνωστοποιηθούνε
σε όσους τη φροντίσανε χρόνια και χρόνια τώρα.
Ξεσπούν αυτοί σε κλάματα και θρήνους για την μπόρα.
Και πώς να αποχωριστούν τ' άνθος του Παραδείσου
που τη ζωή τους γλύκαινε και πώς μες στης αβύσσου
να ζήσουν τώρα τη ζωή χωρίς παραμυθία;
Εκείνη όμως χαίρεται κι είναι η χάρα της Θεία
μείζονα των δακρύων τους, του πόνου πιο μεγάλη.
Σαν ήλιος λάμπει, θα βρεθεί σε λίγο στην αγκάλη
Εκείνου που εκράτησε πρώτη στην αγκαλιά της
και γάλα τον βυζάξανε τα στήθη τα δικά της.
"Μη μου χαλάτε τη χαρά, σ’ αυτό το πανηγύρι,
κι εγώ είμαι η μέλισσα κι Εκείνος είν’ η γύρη.
Πάσχα είναι το δεύτερο και πρέπει να χαρείτε,
μαζί σας θα ´μαι πάντοτε κι όταν δε θα μπορείτε
στον πόνο και στη συμφορά, στις θλίψεις, στους καημούς σας
αρκεί να με φωνάζετε καθώς τους βοηθούς σας.
Και ορατά κι αόρατα, εγώ θα παραστέκω
σε όλους όσους μ´ αγαπούν και σαν κερί θα στέκω
στις νύχτες τις αδιάβατες", τους λέει και δακρύζει,
τη νεκρική την κλίνη της πηγαίνει κι ευπρεπίζει.
Τότε νεφέλες έρχονται ουράνιες στο σπίτι
Κάθε νεφέλη μαθητής, μιας κι η νεφέλη, ήτοι
το Άγιο Πνεύμα, έφερε από της οικουμένης
τα πέρατα, τους προσφιλείς τής Κεχαριτωμένης
Απόστολους και κήρυκες και μαθητές Εκείνου
να ´ναι εκεί στο ξόδι της και πλάι της να μείνουν.
Ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης
ο άγιος Ιερόθεος, Τιμόθεος, μαζί της.
Όλοι μαζί την προσκυνούν κι όλοι μαζί ρωτούνε
"Γιατί μας φέρνει ο Χριστός; Πώς τα βουνά σκιρτούνε;
Σαν τι μεγάλο γίνεται και σείεται η πλάση;
Δεν ξέρει το χειλάκι μας, να κλάψει, να γελάσει;"
"Για τη χαρά σάς έφερε" λέει η Παναγία
"Είναι η χαρά του γάμου μου κι ειναι στιγμή αγία.
Είναι η ωραιότερη ημέρα της ζωής μου,
ημέρα της κοιμήσεως και της μετάστασής μου"
Ανοίγουν τότε οι κρουνοί των τρυφερών ματιών τους,
ποτάμια αναβλύζουνε στα όρη των καρδιών τους.
Κλαίνε απαρηγόρητοι, μα βλέπουν τη χαρά της
και λίγο λίγο χαίρονται που ήρθε η σειρά της.
Κι έτσι τη συμμερίζονται, και τη δική τους λύπη
στην άκρη την αφήνουνε κι ας ξέρουν πως θα λείπει
σε λίγο η Πανάχραντη από τη συντροφιά τους
που ήτανε το κάλλος τους κι ήταν η ομορφιά τους.
Τον εαυτό τους λησμονούν, παινέματα αρχίζουν,
επεφημίες ψέλνουνε και δόξες της χαρίζουν:
"Ήσουν εσύ το καύχημα και η παρηγοριά μας!
Εσύ την πίκρα γλύκανες, μέρευες τα άγριά μας!
Δώσε τα χαιρετίσματα στον Γιο σου και Θεό μας,
πήγαινε την αγάπη μας ατόφια στον Χριστό μας!
Όλοι μας σε ζηλεύουμε και στη δική σου θέση
θα θέλαμε να ήμασταν η νύχτα πριν να πέσει.
Πώς να χωρέσει η καρδιά όλον τον έρωτά μας;
Ν’ αντέξει τέτοιο χωρισμό δεν ημπορεί η χαρά μας."
"Εγώ Χριστό δε γνώρισα" λέει ο μέγας Παύλος
"με σώμα όταν ήτανε, εγώ ήμουνα Σαύλος.
Μου λείπει περισσότερο απ' όσους Τον γνωρίσαν
κι ήσουνα εσύ η μάνα μου σαν μάνα του που ήσαν.
Άχραντη δεν τον πρόλαβα, τον Γιο σου δεν τον είδα.
Μα πήγαινε Κυρία μου. Μέσα απ' την καταιγίδα
αυτής της πρόσκαιρης ζωής κι εγώ ποθώ να φύγω
στ' απάνεμο λιμάνι Του ποθώ να καταφύγω.
Μα η ώρα μου δεν έφτασε, γι' αυτό πανηγυρίζω
στην ώρα σου, Κυρία μου, γιορτάζω κι ας δακρύζω."
Και ανεβαίνει η Παναγιά στη νεκρική της κλίνη,
σταυρώνει τα χεράκια της, την κεφαλή της κλίνει
κι αφού τους πάντες χαιρετά κι ορίζοντες βλογάει,
το Σπλάχνο της παρακαλεί όλους να τους φυλάει.
Να δίνει ειρήνη και χαρά, αγάπη μες στην πλάση
και να φρουρεί τον κόσμο Του ωσότου να γεράσει.
Ανοίγουν τότε ουρανοί κι αγγέλοι προχωρούνε,
ξοπίσω τους οι δίκαιοι όλοι ακολουθούνε.
Η γη της Ιερουσαλήμ απ' άκρη σ' άκρη τώρα
με παρουσίες τ’ ουρανού γεμίζει. Είναι ώρα.
Έφτασε ο Μονογενής Υιός της και Θεός της
όπως της υποσχέθηκε με τον αρχάγγελό της.
Φτάνει μ' αγίους, μάρτυρες και τους καλούς γονείς της,
στα Θεϊκά χεράκια Του κρατάει την ψυχή της.
Την αγκαλιάζει στοργικά, μ' αγάπη που δε φτάνει
ο νους ανθρώπου να σκεφτεί γιατί δεν τον προφτάνει.
Άφωνοι οι Απόστολοι κι οι παρευρισκομένοι
δοξολογούνε και θρηνούν στο σκήνωμα που μένει
δίχως πνοή στην κλίνη του. Αρχίζουν ξεσυνέρια
στον άλλον ποιος τη θέση του, μ' άφατη αγάπη πλέρια
θα δώσει για να πορευθεί πρώτος από τους άλλους.
Ο Πέτρος και ο Παύλος τους, πρώτοι απ' τους μεγάλους,
διαφωνούνε σαν παιδιά, μα ο Παύλος τότε πείθει
τον Πέτρο να προπορευθεί κι έτσι, Χριστού τα ήθη
που κουβαλούν κι οι δυο τους, τον Πέτρο οδηγούνε
να υπακούσει ταπεινά κι αρχίζουν περπατούνε
στον κήπο της Γεθσημανή και μέσα στην κοιλάδα
του Ιωσαφάτ που λέγεται, έφθασε η ομάδα
με σκήνωμα που έφερε πανάγιο στους ώμους.
Οι ύμνοι τους συμπλέκονται διασχίζοντας τους δρόμους
με των αγγέλων τις φωνές. Μα ξάφνου Ιουδαίους
πάνω στο δρόμο απαντούν που 'ταν απ' τους χυδαίους
εκείνους που δε σέβονται τα ιερά και όσια.
Μόλις, αυτοί μαθαίνουνε πως κάτω από τα κρόσσια
της κλίνης, κείτεται νεκρή η του Χριστού Μητέρα,
εκείνου που τον σταύρωσαν οι ίδιοι μία μέρα
ορμούνε προς το λείψανο, πάνε ν' απλώσουν χέρι
μα τους τυφλώνει ο Θεός, το πόδι τους, τα μέρη
όπου πατά, δεν τα θωρεί κι ο ένας που αγγίζει
το σκήνωμα, ο Κύριος, τα χέρια τ’ αφοπλίζει
κι από τη ρίζα κόβονται. Τρομάζουν οι καημένοι
μετανοοούνε και θρηνούν ευθύς οι πλανεμένοι.
Δεν τους αφήνει ο Χριστός κι η Μάνα να αποκάνουν,
τα μάτια θεραπεύονται, μα και τα χέρια γειάνουν.
Τρέχουν στην Ιερουσαλήμ κι απανταχού φωνάζουν,
ομολογούνε τον Χριστό και κλαίνε και σπαράζουν.
Πόσοι δε συγκινήθηκαν και πόσοι δεν πιστέψαν,
πλήθη μεγάλα τρέχξανε, το ξόδι συνοδέψαν.
Έτσι η Παναγία μας τα θαύματα αρχίζει
από την ώρα της θανής και σ' όλους τα χαρίζει
ωσότου να 'ρθει η στιγμή Δευτέρας Παρουσίας
εκεί πάνω απ' το μνήμα της. Ο λόγος της ουσίας
είναι πως από κει θ' αναστηθεί και από κει θ' ανέβει
τρεις μόνο μέρες ύστερα, ωσότου να κατέβει
στο πλάι του Μοναχογιού ωσάν μεσίτριά μας.
Τότε για ύστατη φορά, στα αμαρτήματά μας
θα υψώσει ικετευτικά τα χέρια της στον Γιο της
να σπλαχνιστεί τα πάθη μας θα πει εις τον Θεό της.
Ο τάφος ήταν λαξευτός, την βάλαν και τον κλείσαν
Τρεις μέρες οι Απόστολοι στιγμή δεν τον αφήσαν
κι ύστερα πήγαν σπίτι της να φαν λίγο ψωμάκι.
Εκεί λοιπόν που έτρωγαν, αφήνουν σε πιατάκι
και τη μερίδα του Χριστού όπως το συνηθίζαν.
Στο τέλος την μερίδα Του υψώνοντας ψελλίζαν:
"Αγία μας Τριάδα μας, μέγα το όνομά Σου
και Ιησού βοήθα μας με όλη την καρδιά Σου".
Μοιράζονταν τον άρτο Του όλοι για ευλογία
κι όπως το κάνουν σήμερα την ώρα την αγία
μετά την πρώτη φράση τους και πριν να πουν την άλλη,
η Θεοτόκος σώματι έρχεται η μεγάλη:
"Χαίρετε" λέει "μαθητές κι Απόστολοι του Γιου μου!
Με σώμα με ανέστησε η Χάρις του Θεού μου!
Θα 'μαι μαζί σας πάντοτε έως της συντελείας
να ευλογώ της άκτιστης τα τέκνα Εκκλησιάς"!
Απ' τη χαρά τους τα 'χασαν οι έντεκα Αποστόλοι
κι αντί "Χριστέ βοήθα μας", φώναξαν μαζί όλοι
"Βόηθα Υπεραγία μας, βόηθα μας Θεοτόκε"
κι η ύψωσίς της έμεινε έτσι και από τότε
να τη μοιράζουν σ' εκκλησιές και μες στα μοναστήρια.
Πάλι ο απόστολος Θωμάς, -ω, πράγματα μυστήρια-
έλειπε απ’ τους δώδεκα κι ήρθε με μια νεφέλη
μετά τρεις μέρες και αυτόν τον έφεραν αγγέλοι.
Δεν πρόλαβε την Παναγιά, τα νέα της μαθαίνει,
θέλει τον τάφο της να δει κι όταν πια μέσα μπαίνει
το Θεοδόχον σκήνωμα είδε καλά πως λείπει.
Όλοι το καταχαίρονται, η απιστία εκλείπει
αφότου βεβαιώνονται για την Ανάστασή της,
για την Ανάληψη αυτής και την Μετάστασή της.
Περνούνε χρόνοι και καιροί ωσότου η αγία
Ελένη στη Γεθσημανή κτίζει μιαν εκκλησία
κι ύστερα ο Μαυρίκιος, τον έκτο τον αιώνα,
θα βρει όλα τα σπάργανα, τη ζώνη, τον χιτώνα
και θα τα πάει στον ναό της Παναγιάς Βλαχέρνας
εκεί που το αγίασμα απ' την καρδιά μιας στέρνας
πηγάζει ιαματικό. Νέα Γεθσημανή της
βρίσκει η Παναγία μας, στην Πόλη της στοργής της.
β.ν
Βασισμένο στο βιβλίο του αείμνηστου Αρχιμανδρίτη Ανανία Κουστένη, "Θερινό Συναξάρι" τόμος Β΄, εκδ. ΑΚτή, Λευκωσία 2009.
No comments:
Post a Comment
Σχόλια