Labels

Sunday, June 2, 2013

"Το διαμαντάκι που αγαπούσε τη μουσική" Παραμύθι της Αλίκης Βουγιουκλάκη




Πριν από λίγες μέρες πληροφορήθηκα, πως η Αλίκη Βουγιουκλάκη έγραψε πέντε παραμύθια για παιδιά που κυκλοφόρησαν όλα το 1995, -έναν χρόνο πριν το θάνατό της-, από τις εκδόσεις Σαββάλας: "Όσα ξέρει ένα σκυλάκι", "Το διαμαντάκι που αγαπούσε τη μουσική", "Το άτακτο κοτοπουλάκι", "Μια σταγόνα βροχής" και το "Ένα χαμομήλι αλλιώτικο από τα άλλα". Στη Δημοτική βιβλιοθήκη της Θεσσαλονίκης βρήκα τα τέσσερα από τα πέντε, δεν βρήκα το τελευταίο. Στα βιογραφικά της δεν συμπεριλαμβάνεται αυτή της η δραστηριότητα, παρόλο που όλα της τα παραμύθια είναι καλογραμμένα, γεμάτα ευαισθησία, αίσθημα, βλέμμα καθαρό και ταλέντο, αποκαλύπτοντας μια άλλη πλευρά, άγνωστη, της ηθοποιού που σημάδεψε το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα με τις ερμηνείες της σε θέατρο και κινηματογράφο, που εκθειάστηκε και κατακίθηκε όσο ελάχιστοι καλλιτέχνες. Αντιγράφω αυτό το παραμύθι, μιας και δεν κυκλοφορούν πλέον στο εμπόριο τα βιβλία της, και το βρίσκω άξιο να αναγνωστεί. Η Αλίκη το αφιερώνει στη μητέρα της, κι εγώ την αντιγραφή του στη μνήμη της και τη διαμαντένια καρδιά της.




"Μια φορά, στα βάθη της γης, ζούσε ένα διαμαντάκι. Ήταν βυθισμένο στον ύπνο, μες στην αγκαλιά μιας μεγάλης πέτρας. Ο μόνος ήχος που ακουγόταν γύρω του, ήταν το απόμακρο βουητό του υπόγειου ποταμού που κυλούσε κάπου κοντά στη μεγάλη πέτρα.
Ήταν ένας ήχος σαν νανούρισμα, και το διαμαντάκι χαμογελούσε γλυκά μες στον ύπνο του και στα διαμαντένια όνειρά του.

Μια μέρα, όμως, ξύπνησε απότομα από μια τρομερή φασαρία: φωνές, σφυροκοπήματα, μουγκρητά μηχανών… Τι ανυπόφορος θόρυβος ήταν αυτός! Το διαμαντάκι κατατρόμαξε. Η διαμαντένια του καρδούλα χτυπούσε σαν ξετρελαμένη. Ακούστηκε ένα τελευταίο, δυνατό χτύπημα και το διαμαντάκι μας βρέθηκε για λίγο κάτω από το δυνατό φως ενός φακού. Άλλη τρομάρα κι  αυτή!
“Ρίχτε κι αυτό στο καρότσι”, ακούστηκε μια φωνή.
Και το μεγάλο κομμάτι της πέτρας που πάνω του ήταν ακόμη κολλημένο το διαμαντάκι, φορτώθηκε σ’ ένα τρενάκι μαζί μ’ ένα σωρό άλλες πέτρες.

Το διαμαντάκι βρέθηκε και πάλι στο σκοτάδι. Κατάλαβε όμως, πως άρχισε να ταξιδεύει. Το τρενάκι προχωρούσε με ταχύτητα μέσα στο τούνελ. Ύστερα από κάμποση ώρα φρενάρισε και τελικά σταμάτησε.
Τότε το διαμαντάκι είδε για πρώτη φορά το φως της ημέρας. Αλλά μονάχα για λίγες στιγμές. Γιατί σχεδόν αμέσως, βρέθηκε και πάλι να ταξιδεύει μέσα σ’ ένα μεγάλο καμιόνι, κάτω από ένα σωρό πέτρες.

Όταν κάποτε το καμιόνι σταμάτησε κι αυτό,, το διαμαντάκι ζαλίστηκε από τις φωνές και τους θορύβους που ακούγονταν από παντού. Τα διαμαντένια αυτιά του ήταν τόσο ευαίσθητα. Αχ, πόσο νοσταλγούσε το υπόγειο νανούρισμα του υπόγειου ποταμού!
Ένιωσε να το αρπάζουν, να το ξεκολλούν από την πέτρα, να το πλένουν, να το τρίβουν, να το γυαλίζουν. Τι ταλαιπωρία ήταν αυτή! “Αλλά, τελικά, άξιζε τον κόπο”, σκέφτηκε το διαμαντάκι όταν βρέθηκε ν’ αστραποβολά σαν ένα αστεράκι, πάνω σ’ ένα βελούδινο πανί.

Τώρα δε φοβόταν πια καθόλου. Η διαμαντένια καρδούλα του ρουφούσε άπληστα το φως. Ένιωθε πως από δω και πέρα θα άρχιζε μια καινούρια ζωή, όλο εκπλήξεις και περιπέτειες. Έτσι, του κακοφάνηκε πολύ, όταν το έκλεισαν σε ένα σακούλι και βρέθηκε και πάλι στο σκοτάδι.
“Τέλος πάντων, δε μπορεί να μ’ αφήσουν για πάντα κλεισμένο”, σκέφτηκε. “Κάτι μου λέει πως θα με πάνε κάπου αλλού”.

Και πράγματι αυτή τη φορά το φόρτωσαν σ’ ένα καράβι. Το ταξίδι κράτησε μέρες και μέρες. Μόλο που το διαμαντάκι μας ήταν εντελώς ασυνήθιστο στη θάλασσα, δεν έπαθε καθόλου ναυτία.

Τα κύματα που χτυπούσαν στα πλευρά του πλοίου, ακούγονταν σαν ένα γλυκό νανούρισμα. Βαθιά μες στ’ αμπάρι του καραβιού, το διαμαντάκι αποκοιμήθηκε. Κοιμόταν για πολλά, πολλά μερόνυχτα…

Ξύπνησε μέσα σ’ ένα ολόφωτο εργαστήριο. Ένιωσε και πάλι να το πιάνουν, να το πασπατεύουν, να το γυαλίζουν, να το βάζουν κάτω από δυνατά φώτα.
“Φαίνεται πως αρχίζουν και πάλι οι ταλαιπωρίες”, σκέφτηκε το διαμαντάκι. “Ποιος ξέρεις όμως; Μπορεί να με κάνουν ακόμα πιο αστραφτερό. Ας κάνω, λοιπόν, υπομονή”. Κι έκανε υπομονή.

Τώρα το διαμαντάκι πλημμυρίζει από αγαλλίαση. Βρίσκεται μέσα σ’ ένα βελούδινο ανοιχτό κουτάκι, στο κέντρο μιας βιτρίνας. Είναι κολλημένο πάνω σ’ ένα όμορφο χρυσό δαχτυλίδι κι αστραποβολά ολόκληρο.
Η βιτρίνα βλέπει σ’ έναν κεντρικό δρόμο με μεγάλη κίνηση. Πολλοί περαστικοί σταματούν και την κοιτάζουν. Στη βιτρίνα υπάρχουν κι άλλα όμορφα κοσμήματα, αλλά το διαμαντάκι νιώθει τα μάτια των περαστικών να πέφτουν κατευθείαν πάνω του.

Κάθε φορά που ανοίγει η πόρτα, αναρωτιέται όλο προσμονή: “Άραγε, έρχονται για μένα;” Γιατί μόλο που ένιωθε σαν πασάς, εκεί ση μέση της βιτρίνας, είχε αρχίσει να βαριέται λιγουλάκι.
Η διαμαντένια καρδούλα του αποζητούσε καινούριες περιπέτειες. Κι είχε επιθυμήσει πολύ και κάτι άλλο: ν’ ακούσει λίγη μουσική.
Κάποτε, έφθασε η πολυπόθητη ώρα. Όλα έγιναν τόσο γρήγορα, που το διαμαντάκι δεν πρόλαβε καλά καλά να καταλάβει για πότε βρέθηκε μακριά από τη βιτρίνα, κλεισμένο και πάλι μέσα σ’ ένα κουτάκι.

Ξέρετε πού βρίσκετε τώρα το διαμαντάκι μας; Σ’ ένα όμορφο κέντρο με χιλιάδες φώτα. Και το πιο σημαντικό απ’ όλα: δε βρίσκεται πια στην τσέπη του νέου άντρα που το αγόρασε, αλλά πάνω στο χέρι μιας γλυκειάς κοπέλας.
“Δεν έπρεπε ν’ αγοράσεις ένα τόσο ακριβό δαχτυλίδι”, λέει η κοπέλα.
“Ήθελα να σου κάνω ένα όμορφο δώρο αρραβώνων”, της απαντάει ο νεαρός.
“Έλα, πάμε τώρα να χορέψουμε”. Ακούγεται μια υπέροχη μουσική και το διαμαντάκι την απολαμβάνει με την ψυχή του, καθώς το ζευγάρι στριφογυρίζει στην πίστα του χορού.

Ύστερα από λίγον καιρό, το διαμαντάκι άκουσε και πάλι μια ωραία μελωδία. Αυτή τη φορά δεν ήταν μουσική, αλλά ανθρώπινες φωνές που έψαλλαν. Το ζευγάρι παντρευόταν. Τα κρύσταλλα των πολυελαίων της εκκλησίας άστραφταν, αλλά το διαμαντάκι άστραφτε ακόμα πιο λαμπερά πάνω στο χέρι της κοπέλας, πλάι στη χρυσή βέρα.

Μετά το γάμο έγινε ένα μεγάλο γλέντι. Το διαμαντάκι χόρτασε τραγούδι και μουσική. “Τι ωραία που είναι η ζωή κοντά στους ανθρώπους!”, σκέφτηκε ολόχαρο.
Σαν τέλειωσαν τα γλέντια και οι χαρές, άρχισε η καθημερινή σπιτική ζωή. Ήταν μια ζωή ήρεμη, αλλά και πολύ όμορφη. Η κοπέλα δε θέλησε να φυλάξει το πολύτιμο δαχτυλίδι της σ’ ένα συρτάρι. Το φορούσε όλη την ημέρα. Μόνάχα σαν έκανε μπάνιο, ή έβαζε μπουγάδα, ή έπλενε τα πιιάτα, μονάχα τότε έβγαζε το αγαπημένο της δαχτυλίδι.
Και το διαμανάκι, ακουμπισμένο πάνω σ’ ένα ράφι της κουζίνας, ή πλάι στο νιπτήρα, απολάμβανε το γλουγλούκισμα του νερού. Γιατί του άρεσαν πολύ οι ήχοι. Όλοι οι ήχοι.

Διασκέδαζε πολύ που άκουγε το νιαούρισμα ης γάτας του σπιτιού και το απαλό της γουργούρισμα, όταν αποκοιμιόταν στην αγκαλιά της κοπέλας. Και, καθώς η κοπέλα, φορώντας πάντα το δαχτυλίδι της, χάιδευε την αποκοιμισμένη γατούλα, το διαμαντάκι βυθιζόταν κι αυτό σ’ ένα γλυκό ύπνο.

Στο σπίτι υπήρχε κι ένα καναρίνι. Τι όμορφα που κελαηδούσε εκείνο το πουλάκι! Όταν τ’ άκουγες, σου ’ρχονταν στο νου ανοιξιάτικα πρωινά κι ανθισμένα λουλούδια, το κελάρυσμα γάργαρων νερών και το φύσημα του ανέμου μες στα δέντρα.
Το διαμανάκι άκουγε μαγεμένο. Κι ήταν σαν να ις ζούσε όλες αυτές τις ομορφιές. Όμως, σαν βράδιαζε το καναρινάκι σταματούσε, κούρνιαζε σε μια γωνιά του κλουβιού κι αποκοιμιόταν.
Τότε ερχόταν η σειρά της τηλεόρασης. Μερικές εκπομπές άρεσαν στο διαμαντάκι. Προπάντων αυτές που είχαν μια όμορφη μουσική και πολλές φωνές. Αλλά όταν η τηλεόραση έδειχνε ποδόσφαιρο ή καουμπόικες ταινίες, το διαμαντάκι αναπηδούσε ολόκληρο.
Στιγά σιγά, όμως, τις συνήθισε κι αυτές. Τις συνήθισε τόσο πολύ, που έφθασε να τις ακούει σαν ένα νανούρισμα.

Αλλά τα πιο όμορφα βραδια, ήταν τα βράδια που το ζευγάρι δεν έβλεπε τηλεόραση. Στο σπίτι υπήρχε ένα μεγάλο παλιό πιάνο. Κι αυτό έδινε στο διαμαντάκι μας τη μεγαλύτερη χαρά. Περίμενε πώς και πώς την ώρα που ο νεαρός θα έλεγε στη γυναίκα του:
“Απόψε θ’ ακούσουμε εσένα. Παίξε κάτι, σε παρακαλώ”.
Τότε η κοπέλα άνοιγε το πιάνο κι έβγαζε απ’ τα χέρια της το δαχτυλίδι.
Αραγμένο πάνω στο ξύλο του πιάνου, το διαμαντάκι νιώθει τη μουσική να φθάνει μέχρι τα κατάβαθα της διαμαντένιας καρδιάς του.
Το καναρινάκι ξυπνάει κι αρχίζει αμέσως το τραγούδι, παρασυρμένο από τη μελωδία του πιάνου. Ως και η γάτα, βγάζει κι εκείνη μια φωνή, αλλά ύστερα σωπαίνει: λες και καταλαβαίνει πως έκανε μια παραφωνία. Ο νέος και η κοπέλα βάζουν πάντα τα γέλια, όταν την ακούνε. Το διαμαντάκι μας τραγουδάει κι αυτό. Μόνο που το τραγούδι του ειναι σιωπηλό: είναι το ευτυχισμένο αστραποβόλημά του.

“Όμορφη που είναι η ζωή μ’ αγάπη, χαρά και μυσική”, τραγουδάει το διαμαντάκι ακολουθώντας τη μελωδία του πιάνου.

Καλή σου νύχτα διαμαντάκι!
Καλή σας νύχτα παιδιά.
Και ο ύπνος να σας φέρει
Μόνο όνειρα γλυκά."





 Οπισθόφυλλο

Ξεκίνησα το γράψιμο αυτών των παραμυθιών με ερέθισμα τα παιδιά που με ζουν και τα ζω στη διάρκεια της με΄γαλης μου πορείας, μέσα από το θέατρο και τις ταινίες μου.
Ελπίζω με τούτα τα παραμύθια να τους ανταποδώσω την αγάπη που εισπράττω κάθε μέρα απ’ αυτά.



5 comments:

  1. Πολλή όμορφη ιστορία! Μου λείπει βέβαια η εικονογράφηση... ε δείξε μας και μια εικόνα!
    Πόσα όμορφα παραμύθια περιμένουν εκεί έξω...

    ReplyDelete
  2. Εικονογράφος είναι ο Κώστας Μοδάτσος, τώρα το είδα στα credits του βιβλίου. Είναι η εποχή που ακόμα η εικονογράφηση δεν έχει εξελιχθεί αρκετά, και δυστυχώς για να παρουσιάσω κάποια εικόνα θα έπρεπε να τη σκανάρω και δεν λειτουργεί το σκάνερ μου... Υπάρχουν πολλά όμορφα παραμύθια, λίγο ψάξιμο θέλει... :) Καλημέρα!

    ReplyDelete
  3. Μπορείς να παρουσιάσεις μια ιδέα από εικονογράφηση με τη βοήθεια της φωτογραφικής σου μηχανής ή του κινητού σου! Σκάνερ έχω χρησιμοποιήσει μόνο για επαγγελματικούς σκοπούς!

    ReplyDelete
    Replies
    1. Έχεις δίκιο, το ξεχνάω αυτό. Θα το προσπασθήσω, ελπίζω να προλάβω....

      Delete
  4. Άργησα, αλλά τα κατάφερα! Ιδού ένα δείγμα της εικονογράφησης.

    ReplyDelete

Σχόλια