Labels

Monday, September 26, 2011

"Ο μονόΛογος της πεντΆχρονης", διήγημα της Βασιλικής Νευροκοπλή στο περιοδικό "Αντί χ λόγου"




Είμαι πέντε χρονών, δηλαδή πηγαίνω στο νηπιαγωγείο κι έχω βαρεθεί να μου κάνουν όλοι τις ίδιες ερωτήσεις. Προτού λοιπόν με ρωτήσετε, σας λέω πως με λένε Αντιγόνη και για να σας καλύψω πλήρως μένει να σας πω ότι στο σχολείο τα περνάω μια χαρά και πως η κυρία μου είναι φυσικά μια πολύ καλή κυρία σαν όλες τις κυρίες που περνάνε πολλά χρόνια για να καταλάβουμε αν ήτανε πραγματικά καλές ή κακές,, και, για να τελειώνουμε με τα τυπικά, δεν αγαπάω περισσότερο ούτε το μπαμπά ούτε τη μαμά αλλά τους αγαπάω το ίδιο. Στο κάτω κάτω δε γίνεται κι αλλιώς όταν έχεις να κάνεις με δυο γονείς που συμφωνούν σε όλα. Αυτό είναι τόσο απελπιστικό όσο και το άλλο. Όσο βλέπω τον μπαμπά άλλο τόσο τη μαμά. Συχνά λείπουν και οι δυο, αν και τις περισσότερες φορές εναλλάξ, εκτός από τις περιπτώσεις που θέλουνε σαν άνθρωποι κι αυτοί να βγούνε καμιά βόλτα έξω γιατί μέσα τούς τρελαίνουμε, αλλά αυτό δεν με πειράζει. Ίσα ίσα, τότε έρχονται οι φίλες της μαμάς, και του μπαμπά φυσικά, να μας κρατήσουν, και είναι τόσο καλές μαζί μας που τις εκμεταλλευόμαστε όσο περισσότερο μπορούμε. Μάλιστα, τις εκμεταλλεύεται ακόμη και η μικρότερη αδερφή μου! Έτσι, όχι μόνο κοιμόμαστε στις δώδεκα αντί στις εννιά, αλλά τις βάζουμε να μας διαβάζουν και εκατό πενήντα δύο φορές το ίδιο παραμύθι. Δεν καταλαβαίνω όμως γιατί όταν ο μπαμπάς και η μαμά είναι στο σπίτι ή κάνουν διαρκώς δουλειές ή διαβάζουν τα δικά τους, και δεν προλαβαίνουν ποτέ να μας πουν παραμύθια. Μπορεί να μου το εξηγήσει κανείς αυτό;

Όπως αντιλαμβάνεστε μη μπορώντας να κάνω τίποτα άλλο περιμένω πώς και πώς τη στιγμή που θα πάω στο σχολείο για να μάθω επιτέλους να διαβάζω μόνη μου και να μην εξαρτιέμαι απ’ τους μεγάλους. Έτσι θα καταλάβω ίσως και το πρόβλημα της μαμάς που όταν διαβάζει δε μας επιτρέπει ούτε την πόρτα της να χτυπήσουμε. Ως εκ τούτου, έχω στηρίξει όλες μου τις ελπίδες στον φίλο μου τον Χρόνο.

Ο Χρόνος είναι ο πιο πιστός φίλος των παιδιών. Αυτό οι μεγάλοι δεν το ξέρουν, όπως δεν ξέρουν κι ένα σωρό άλλα πράγματα. Εξάλλου οι μεγάλοι φοβούνται το Χρόνο και κάνουν τα αδύνατα δυνατά να τον διώξουν απ’ τη ζωή τους. Δεν το καταλαβαίνω αυτό αλλά κι ούτε με νοιάζει. Για μένα ο Χρόνος είναι ο καλύτερος  φίλος μου. Υπερκινητικός, αεικίνητος και πάντα άγρυπνος κοντά μου. Σκανδαλιάρης και αφάνταστα ζηλιάρης, έρχεται συχνά στο δωμάτιό μου και τα λέμε με τις ώρες. Κι εγώ δε χάνω ευκαιρία να του υπενθυμίζω την υπόσχεση που μου έδωσε κάποτε. Τρέξε λίγο πιο γρήγορα, του λέω, είναι επείγουσα ανάγκη, του τονίζω, δεν μπορώ να ζω χωρίς παραμύθια, πρέπει να πάω όσο το δυνατόν συντομότερα στο σχολείο.

 Ένα βράδυ λοιπόν, αφού με πήρε στα γόνατά του μου ανακοίνωσε πως ήρθε η ώρα να μου κάνει το χατίρι. Και πράγματι έφτασε η μεγάλη στιγμή να πάω σχολείο πριν κλείσω τα έξι και πολύ σύντομα ακολούθησε η ακόμα μεγαλύτερη: έμαθα να διαβάζω. Μου φαινόταν συναρπαστικό. Η μαμά είχε δίκιο. Είναι πιο εύκολο να μάθεις να διαβάζεις απ’ το να κάνεις ποδήλατο χωρίς βοηθητικές. Δε μου είχε πει όμως πως το να γράφεις είναι σαν να κάνεις ποδήλατο πάνω σε μία ρόδα.

Στο σχολείο το πρώτο πράγμα που παρατήρησα ήταν πως όλα τα παιδιά ξετρελαίνονται με τα διαλείμματα. Εγώ όμως αυτό δεν το καταλαβαίνω. Αφού όταν βγαίνουν έξω δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να μιλάνε, να μιλάνε, να μιλάνε. Όλη η συζήτησή τους περιστρέφεται γύρω από τα σήριαλ της τηλεόρασης που εγώ δεν βλέπω γιατί δεν έχω τηλεόραση στο σπίτι μου. Μου φαίνονται τόσο μα τόσο ανόητα όλα όσα λένε. Όχι, δεν είμαστε τόσο φτωχοί. Ο μπαμπάς κι η μαμά λένε πως δεν είμαστε ούτε φτωχοί ούτε πλούσιοι, αλλά, μάλλον κανονικοί. Το ζήτημα είναι απλώς ιδεολογικό. Η τηλεόραση κάνει περισσότερο κακό απ’ ότι καλό, και το κακό το ονομάζουνε «πλύση εγκεφάλου». Ευτυχώς που τη γιαγιά μας δεν την απασχολούν κάτι τέτοια κι έτσι καμιά φορά μπορούμε κι εμείς να απολαμβάνουμε το κακό της τηλεόρασης με την ησυχία μας.

Στη μέση της χρονιάς άρχισα να βαριέμαι επειδή είχα μάθει να διαβάζω και ό, τι διάβαζα για το σχολείο δε με ενδιέφερε καθόλου. Δε μπορούσα όμως να παραπονεθώ γιατί ο Χρόνος με είχε προειδοποιήσει πως αργά ή γρήγορα  αυτό θα συνέβαινε. Στην περίπτωσή μου έγινε γρήγορα. Όμως το πιο φοβερό δεν ήταν αυτό αλλά το άλλο. Όταν λύναμε τις ασκήσεις η δασκάλα επέμενε να βάζουμε στη μέση του θρανίου τις κασετίνες. Αφού εγώ όλα τα έλεγα στη φίλη μου τη Μαρία. Όλα. Ακόμη και τα μυστικά μου, και τα πιο παράξενα πράγματα που γίνονταν στο σπίτι, κι έκανε το ίδιο κι αυτή σε μένα, γιατί τις ασκήσεις έπρεπε να τις λύνουμε στα κρυφά; Είναι τόσο βαρετό να είσαι μόνος. Πραγματικά δεν καταλαβαίνω τη δασκάλα μας. Της αρέσει τόσο πολύ να είναι μόνη;

Τα χρόνια κύλησαν γεμάτα απορίες και άδεια από συγκινήσεις. Έφτασα στην Πέμπτη Δημοτικού και προσπαθώντας να θυμηθώ τι θυμάμαι από τα χρόνια που πέρασαν σπάω το κεφάλι μου ώρες ολόκληρες και στο τέλος μόνο τα καλοκαίρια θυμάμαι. Τον ουρανό τις νύχτες που για χάρη του πήγαινα κάθε καλοκαίρι κατασκήνωση να πιάνω πρώτη το γωνιακό κρεβάτι για να σηκώνω τις νύχτες το κράσπεδο κι όταν όλοι κοιμούνται να βλέπω τ’ αστέρια προσθέτονταςς έναν επιπλέον ρόλο στην ομαδάρχισσα που παρίστανε τον νυχτερινό φύλακα. Την είχαν προειδοποιήσει πως αν κατάφερνα να πάθω ψύξη θα είχε συνέπειες. Θυμάμαι τη θάλασσα να με σηκώνει και να με χωράει όταν ένιωθα πως τίποτα δε με σηκώνει και τίποτα δε με χωράει. Κι απ’ τους χειμώνες τις κοπάνες θυμάμαι τις δικαιολογημένες από το μπαμπά και τη μαμά όταν μας έπαιρναν μαζί τους στα ταξίδια τους αφότου η γιαγιά είχε πεθάνει. Πράγματι, απ’ τους χειμώνες τις κοπάνες και το κρύο θυμάμαι. Αυτά λοιπόν… Αυτά. Αυτά;

Όλα κι όλα αυτά είναι που έχω να σας πω; Ώστε αρκούν λίγες σελίδες να περικλείσουν μια ολόκληρη ζωή που μοιάζει ζωή μου; Δεν μπορεί. Πρέπει να θυμηθώ κι άλλα. Είναι ο μόνος τρόπος για να πάψω ν’ αμφισβητώ την ύπαρξή μου. Γιατί τελευταία η μνήμη μου εξασθενεί και νιώθω πως η ύπαρξή μου εξατμίζεται στα κενά της. Αναρωτιέμαι δηλαδή αν η ύπαρξή μου ακόμα υπάρχει. Δε βρίσκω πουθενά και το φίλο μου το Χρόνο να με βοηθήσει. Όσο περνούν τα χρόνια τόσο σπανιότερα μ’ επισκέπτεται κι ακόμα λιγότερες υποσχέσεις μου δίνει. Πολύ  λιγότερες πραγματοποιεί. Μήπως έφταιξα σε κάτι και δεν το ξέρω; Πρέπει να θυμηθώ. Το οφείλω σ’ αυτόν. Στον πρώτο  μου έρωτα. Γιατί η αλήθεια είναι πως όταν εγώ ήμουνα πέντε ο Χρόνος ήταν ένα ιδιαίτερα γοητευτικό αγόρι κι εγώ χωρίς να του το έχω ομολογήσει ποτέ ήμουν τρελά ερωτευμένη μαζί του.

Εκτός από τις κοπάνες λοιπόν τι θυμάμαι; Εντάξει, ήμουν μια πολύ καλή μαθήτρια. Έμαθα πολλαπλασιασμό. Και διαίρεση έμαθα. Ε, καλά, πρόσθεση κι αφαίρεση τα ξεπετάω στο πι και φι. Αλλά γιατί τα έμαθα αυτά; Δεν ξέρω. Α, βέβαια, θυμάμαι ακόμα πως μια δασκάλα μας έπασχε από μελαγχολία, ο δάσκαλος της Τρίτης ήταν νευρωτικός και της Τετάρτης πιο γέρος κι απ’ τον παππού μου κι όλη την ώρα έφτιαχνε το παντελόνι του γιατί του έπεφτε και η γυναίκα του είχε πεθάνει και δε μπορούσε λίγο να του το στενέψει. Εμάς μας φαίνονταν πολύ αστείο αυτό και ξεκαρδιζόμασταν στα γέλια. Εννοείται στα κρυφά, γιατί αν μας έπαιρνε χαμπάρι θα έπιανε αμέσως τη βέργα. Και βέβαια είχε βέργα και μάλιστα από ξύλο καρυδιάς, όχι ό, τι κι ό, τι. Μην ακούτε αυτά που λένε πως το ξύλο καταργήθηκε ως αντιπαιδαγωγικό μέσο. Στο κάτω κάτω αυτός ήταν της παλιάς σχολής. Έτσι έμαθε ο άνθρωπος. Εξάλλου ποιος ισχυρίστηκε ότι τα παιδιά προτιμούν απ΄ το ξύλο τις υστερίες; Γιατί βέβαια άμα δε χτυπάς τσιρίζεις. Πάντως το δικό μου νευρικό σύστημα προτιμά ασυζητητί το ξύλο καρυδιάς, το ομολογώ.

Έφτασα στην Έκτη Δημοτικού κι αυτό ήταν το καλύτερο. Είχαμε ένα δάσκαλο πολύ όμορφο και πολύ νέο. Πώς έγινε αυτό ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω. Όλα τα κορίτσια ήμασταν κατενθουσιασμένα και μόνο τ’ αγόρια γκρίνιαζαν διαρκώς. Φαντάζομαι πως θα τον ζήλευαν γιατί κανένα τους δεν ήταν ωραιότερο. Αυτός, λοιπόν, ούτε έδερνε, ούτε τσίριζε. Ίσως επειδή ήταν όμορφος είχε κι άλλο σύστημα. Κουβέντιαζε μαζί μας και μας πήγαινε για μάθημα στο δάσος. Μας διάβαζε και ποίηση κι αυτό μου άρεσε πολύ γιατί κι η μαμά με τον μπαμπά μου διάβαζαν ποίηση. Στη μέση της χρονιάς όμως τον έδιωξαν γιατί χαλούσε, λέει, την παράδοση του σχολείου. Τότε κατάλαβα πως αυτή η «παράδοση» ήταν πολύ κακό πράγμα. Μ’ αυτά και μ’ εκείνα ανέλαβε ο διευθυντής να μας στρώσει, γιατί η αλήθεια είναι πως είχαμε ξεστρωθεί για τα καλά. Ευτυχώς ήρθε γρήγορα το καλοκαίρι και με μεγάλη ανακούφιση χαιρετίσαμε τον «σωτήρα» μας. Εξάλλου ο αγώνας του δεν πήγε χαμένος. Οι περισσότεροι έστρωσαν και πάλι. Αυτοί, οι στρωμένοι, συνέχισαν το σχολείο, ενώ οι ξεστρωμένοι το σταμάτησαν. Εγώ αδυνατώντας να καταλήξω με ποιους ήμουνα, συνέχισα με κάποιους ενδοιασμούς.

Δεν το μετάνιωσα καθόλου. Το Γυμνάσιο αποδείχθηκε μια πολύ σπουδαία εφεύρεση. Επιτέλους δίνεται στο παιδί η δυνατότητα μιας επιλογής.  Έχει τόσους καθηγητές που αν δεν του αρέσει ο ένας  μέσα στο ίδιο πρωινό  έχει κάποιον άλλον.


Τα παιδιά μεγάλωσαν. Μια συμμαθήτριά μου πήρε αποβολή γιατί την έπιασαν, λέει, στην ημερήσια εκδρομή μ’ έναν φαντάρο. Τι ήθελε κι αυτή με τον φαντάρο; Άλλο μυστήριο και τούτο. Μια βδομάδα μετά επέστρεψε στο σχολείο μαύρη απ’ το ξύλο. Δυστυχώς είχε γονείς με αξιοπρέπεια, όπως οι περισσότεροι. Παρόλα αυτά η προϋπηρεσία της στο ξύλο και στο στρατό φαίνεται πως την οδήγησε να βρεθεί δυο χρόνια μετά παντρεμένη και μάλιστα με μεγαλοεπιχειρηματία της Θεσσαλονίκης. Για καλό ή για κακό, δεν ξέρω.

Όπως και στο Δημοτικό έτσι κι εδώ εξακολουθούσε να απαγορεύεται η συνεργασία με τον διπλανό μας, αλλά αυτό δεν με πείραζε πλέον. Είχα από καιρό πάψει να μοιράζομαι τη ζωή μου με τις συμμαθήτριές μου. Η Μαρία ένα πρωινό εξαφανίστηκε, δεν έμαθα τίποτα ξανά γι’ αυτήν. Σαν να έπαψε να υπάρχει. Εδώ που τα λέμε, είχα αρχίσει να πιστεύω πως κι ο φίλος μου ο Χρόνος δεν υπάρχει πια. Είχαμε ν’ ανταμώσουμε κι εγώ δεν ξέρω πόσο καιρό.

Κι έπειτα ήρθε ο Αλέξης. Επειδή μπορούσαμε να κουβεντιάζουμε χωρίς την παρουσία τρίτων μας φώναζαν «το ζευγαράκι». Μας κρυφοκοιτούσαν και σιγομουρμούριζαν ώσπου αρχίσαμε ν’ ανησυχούμε. Πολύ σύντομα ούτε να μιλήσουμε μπορούσαμε ούτε να κοιταζόμαστε, όπως πριν, στα μάτια. Όταν ήρθε η τελευταία μέρα του σχολείου πήραμε τη μεγάλη απόφαση. Ένας αξιοπρεπής χωρισμός επέβαλε το λιγότερο ένα φιλί. Έτσι μας είπαν πως χώριζαν οι μεγάλοι ηθοποιοί στις Αμερικάνικες ταινίες που δεν έβλεπα. Θεέ μου, αυτή η Αμερική είχε κάνει τρομερές προόδους, εγώ πού ζούσα; Ο φίλος του, που νόμιζε πως ήταν φίλος του, κι η φίλη μου που ποτέ δεν πίστεψα πως ήταν φίλη μου σαν την Μαρία, μας γύρισαν την πλάτη για να μην ντρεπόμαστε. Κι έτσι έγινε. Με φόντο δύο πλάτες.

Επιστρέφοντας στο σπίτι ήμασταν χαρούμενοι, αλλά με μια χαρά αλλόκοτη. Σαν υποχρεωτική. Πλησιάζοντας στο σπίτι είδα την οικογένειά μου να φεύγει με το καινούριο μας αυτοκίνητο. Είχα αργοπορήσει.  Πώς να δώσεις όμως ένα αποχαιρετιστήριο φιλί που δεν είδες ποτέ στη μαγική οθόνη; Φαίνεται πως μου είχε πάρει περισσότερη ώρα απ’ αυτήν που είχα στη διάθεσή μου. Μα οι γονείς μου τα αγνοούσαν όλα αυτά και αποφάσισαν να φύγουν δίχως να με περιμένουν, μέχρι που για κακή μας τύχη πέσαμε πάνω τους. Ο πατέρας  μου φρέναρε απότομα κι έδιωξε τον Αλέξη. Ύστερα ξαφνικά στο πρόσωπό μου άστραψε το πρώτο πατρικό χαστούκι. Στο φιλημένο μάγουλο. Άραγε για το φιλί ή για την αργοπορία; Ήμουν σίγουρη πως ο μπαμπάς όλα τα ήξερε και όλα τα είχε δει. Διαφορετικά γιατί χτύπησε το φιλημένο μάγουλο κι όχι το άλλο;

Αποφάσισα να μην ξαναφιλήσω αγόρι στο μάγουλο. Δε μπορεί, ο μπαμπάς κάποιο δίκιο θα είχε. Παρόλα αυτά πάλι κάτι δεν καταλάβαινα. Υπήρχε μέσα μου ένα κενό. Κι αυτό με οδήγησε στο συμπέρασμα πως ό, τι μου αρέσει είναι κακό. Έπρεπε κάτι να διορθώσω στον εαυτό μου, αλλά τι;

Τα παιδιά ακόμα μεγαλώνουν. Εξακολουθούν να παίρνουν αποβολές αν και η μόδα των φαντάρων πέρασε. Εγώ όμως σαν να έχω  κολλήσει στην ίδια ηλικία. Ούτε αποβολές ούτε τίποτα. Μήπως αυτό πρέπει ν’ αλλάξω;

Από τα  πέντε μου το προσπαθώ κι όμως νιώθω πως στα πέντε καρφώθηκα. Δεν καταφέρνω να μεγαλώσω. Μου είναι τρομακτικά δύσκολο να φτάσω έστω στα τέσσερα. Ναι, είναι αλήθεια, πως έχω μια αντίστροφη μονάδα μέτρησης για το μεγάλωμα εγώ. Δε θέλω να μεγαλώσω όπως οι περισσότεροι γύρω μου, αλλά ανάποδα. Αφού πάντα ανάποδη ήμουνα και το ίσιο, το κανονικό, αυτό που έκαναν όλοι, δεν το καταλάβαινα. Άρα πώς να το ακολουθήσω; Πού είναι τέλος πάντων και ο Χρόνος να μου κάνει γι’ άλλη μια φορά το χατίρι;  Να με σπρώξει λίγο προς την αντίθετη κατεύθυνση.

Ομίχλη πυκνή. Πόσες φορές μπήκε αυτή η ομίχλη στη ζωή μου; Κι όμως ο μπαμπάς κι η μαμά μεγαλώνουν, νομίζω πως έχουν φτάσει ήδη στο μηδέν. Εγώ θα τα καταφέρω;

Πάνω που άρχισα να απελπίζομαι ο φίλος μου κατέφθασε ασθμαίνων. Ήρθε σήμερα το βράδυ στο κρεβάτι μου. Άλλαξε κι αυτός. Κι αυτός μεγάλωσε. Θεόρατος γίγαντας έγινε, τόσο μεγάλος μου μοιάζει. Τα μάτια μου δε φτάνουν το πρόσωπό του, τόσο ψηλός είναι. Τα χέρια του απέραντα δε με κρατούν, γλιστρώ και πέφτω καθώς με παίρνει αγκαλιά. Πιάσε με, του φωνάζω, σφίξε με, αγκάλιασέ με. Πού ήσουν φίλε μου; Το σώμα σου πού είναι; Δεν το νιώθω. Αέρας με φυσάς. Σε αναπνέω, δεν σε πιάνω. Θα σου ανοίξω όμως την καρδιά μου.

Χρόνε μου, βοήθησέ με να φτάσω στα τέσσερα σε παρακαλώ. Ύστερα, εγώ θα κάνω τα αδύνατα δυνατά για να φτάσω στα τρία. Και όταν φτάσω στα τρία θέλει τόσο λίγο για να καταφέρω το ακατόρθωτο. Σωστά το μάντεψες, θα τα δώσω όλα για όλα προκειμένου να φτάσω στα δύο. Όχι, τώρα γελάστηκες φίλε μου. Ούτε για μια στιγμή να μην φτάσω στο ένα, ο Θεός ποτέ να μην το δώσει, που έλεγε κι η γιαγιά μου. Στα δύο θα μείνω, κι εκεί θέλω να στεριώσω για πάντα. Για πάντα σου λέω και το εννοώ. Δε θ’ αφήσω κανέναν, ούτε εσένα θ’ αφήσω να μου το χαλάσεις. Όχι, δεν τα ορίζεις όλα, τα δύο δεν τα ορίζεις, αυτά σου ξεφεύγουν. Και ξέρεις γιατί; Απλούστατα επειδή είσαι ένας και σαν τέτοιος τα δύο τα περιέχεις. Όλα τ’ άλλα μπορεί να σου περισσεύουν, αλλά τα δύο τα χωράς περισσότερο κι απ’ τον εαυτό σου. Κι εγώ αφού έμεινα τόσα χρόνια στα πέντε έχω ελπίδες να φτάσω και στα δύο, δεν έχω; Δε θα μ’ εγκαταλείψεις μόνη σ’ αυτή την προσπάθεια, έτσι;

Γιατί μουγκρίζεις; Με απειλείς; Τι; Σε τρόμαξα; Ε, λοιπόν, φώναζε όσο θέλεις! Ακόμα κι αν δε με βοηθήσεις εγώ θα τα καταφέρω. Μεγάλωσες κι εσύ κι έγινες σαν όλους τους μεγάλους. Πού είναι το αγόρι που ήξερα; Το αγόρι που αγαπούσα; Πού το εγκατέλειψες;

Λοιπόν, εγώ σε πείσμα σου, θα φτάσω και θα παραφτάσω Χρόνε, κι ας με αποβάλλουν για μια ζωή απ’ το σχολείο σου. Δε μου κάνει το σχολείο σου και για να το εκδικηθώ δε θα ξαναβάλω την κασετίνα μου στη μέση του θρανίου και θα ξαναφιλήσω τον Αλέξη όχι στο μάγουλο αλλά στο στόμα. Θα γυρίσω όλο τον κόσμο να βρω τη Μαρία να της πω όλα όσα δεν της είπα μέχρι σήμερα. Θα ξαναπάω κατασκήνωση για να βγάλω όλο μου το σώμα στ’ αστέρια κι όχι μόνο το κεφάλι, και –μη βιάζεσαι, δεν τελείωσα-, θα βρω και τον δάσκαλο της Έκτης να πάμε πάλι στο δασάκι για μάθημα και θα ταξιδέψω ξανά στα ταξίδια του μπαμπά και της μαμάς, στην ποίησή τους, και στα παραμύθια που μας έλεγαν οι φίλες τους.

Τι σημασία έχει τι θυμάμαι και τι θυμάμαι; Θα τα κάνω πάλι όλα απ’ την αρχή μήπως κι ανακαλύψω πού βρίσκεται το αγόρι που ήσουν κάποτε. Γιατί μαζί του μπορώ να μείνω στα δύο για πάντα. Είμαι στα πέντε, ο δρόμος είναι μακρύς, αλλά είμαι αποφασισμένη να τον περπατήσω προς τα πίσω... Τ’ ακούς; 


Σημείωση: "Ο μονόΛογος της Πεντάχρονης" γράφτηκε πριν από αρκετά χρόνια και δημοσιεύτηκε αυτόν τον Σεπτέμβριο του 2011 στο περιοδικό "Αντί χ λόγου" (Αντί επί λόγου).

Saturday, September 24, 2011

Η σφουγγαρίστρα



Όλα τα σβήνεις 
θάλασσα απέραντη
λύπες και χαρές

Sunday, September 18, 2011

Αποχαιρετώντας τη Μολδαβία της Ρουμανίας


Σάντοβα – Κουμπουλούγκ – Ιάσιο – Βουκουρέστι – Θεσσαλονίκη. Μ’ ένα αυτοκίνητο, δυο τρένα κι ένα αεροπλάνο.



Διασχίζοντας τη Ρουμανία με το τρένο από το Βορά προς το Νότο ο δρόμος γίνεται νυστέρι που σχίζει καθέτως τα σπλάχνα μου. Από την βόρεια Σάντοβα των ψηλών βουνών με τα θεόρατα έλατα και τις καταπράσινες κοιλάδες που ποτίζονται από νερά ακατάπαυστης ροής τροφοδοτώντας ζώα και ανθρώπους, στις απέραντες πεδιάδες του νότου με τα σιτάρια, τους ηλιόσπορους και τα καλαμπόκια.



Από τους ήχους των ξυλοκόπων – προσερχόμενους άλλοτε από το τσεκούρι κι άλλοτε από την ηλεκτρική πριονοκορδέλα-, τα κελαηδίσματα των πουλιών και τα τόκο τοκ των αλόγων που σέρνουν τις καρότσες με το σανό, τις κόσες και την ξυλεία, στις ράγες των τρένων, τα κινητά τηλέφωνα και τους ψιθύρων των επιβατών.



Από τα χλωρά αρώματα των δασών, της κοπριάς των ζώων και των χειροποίητων καπνιστών χοιρινών, στη μυρωδιά των ανθρώπινων σωμάτων αγροτών, τσιγγάνων, τουριστών, νέων και γέρων.

Από το πρωινό φρέσκο γάλα της αγελάδας και τη νυχτερινή βροχή των αστεριών, στο συσκευασμένο κακάο και τον ήλιο μέσα από το τζάμι της αμαξοστοιχίας.



Από τις αγροικίες των χωριών της υπαίθρου και την απόλυτη ανοιμοιομορφία τους, στα ξεπεσεμένα αρχοντικά του παρελθόντος και τις καταθλιπτικά ομοιόμορφες πολυκατοικίες του καθεστώτος στο Ιάσιο και το Βουκουρέστι.

Από τις αυλές, τα μποστάνια και τους μπαξέδες, στους τσιμεντένιους δρόμους των δύο μεγαλύτερων πόλεων της Ρουμανίας.

Από τον φρέσκο αέρα στο καυσαέριο.
Από την προσωπική καλημέρα που ανταλλάσουν όλοι περπατώντας στο χωριό, στην σιωπή, τον εγκλεισμό, το κέλυφος, τον φόβο των κατοίκων κάθε άστεως.



Από τα κάρα στα αυτοκίνητα,
από τα μουγκανίσματα στις κόρνες,
απ’ την ανταλλαγή στην αγορά και πώληση στο χρήμα.



Από τα αρώματα στην αοσμία ή κακοσμία.
Από την πορσελάνινη ξυλόσομπα στο καλοριφέρ κι από το πηγαδίσιο νερό, στης βρύσης.



Από τα λασπωμένα παπούτσια, στα άθικτα που τίποτα δεν μπορεί να τα λεκιάσει, να τα φθείρει, να τους δώσει χαρακτήρα και ιστορία.



Καθώς -και όσο- απομακρύνομαι απ’ τη ζωή που έζησα τις τελευταίες δέκα μέρες στην ύπαιθρο της Μολδαβίας και συγκεκριμένα στο πανέμορφο χωριό της Σάντοβας, τόσο απομακρύνομαι από την αληθινή ζωή και τα δώρα της.



Μοιάζει μάταιο να αγωνίζομαι να συγκρατήσω μέσα μου εικόνες, ήχους και αρώματα που με πλημμύρισαν αδιάπτωτη χαρά όλες τούτες τις μέρες. Αν και τα συσκεύασα όλα όσο καλύτερα μπορούσα προκειμένου να τα πάρω μαζί μου, τώρα θαρρώ πως γλιστρούν μέσα απ’ τα ανοιχτά μου δάχτυλα, την αδύναμη μνήμη μου και την τρύπια καρδιά μου.



Προσπαθώ περισσότερο. Μπορώ. Μπορώ και καλύτερα. Και περισσότερο μπορώ. Μετατρέποντας την εμπειρία σε λέξεις ήδη αυτή αποκτά μια διάρκεια –έστω και μειωμένης ένταης. 



Ελπίδα να μη χάσω ποτέ τα ίχνη που ανάστησαν το είναι μου.

Μα κι αν ακόμα το μυαλό τα λησμονήσει όλα και η συνήθεια κυριαρχήσει πάλι ισοπεδωτικά στην καθημερινότητα, η μετάγγιση του αίματός έγινε και δεν αλλάζει.



Τώρα, μέσα μου ρέει με ακατάπαυστη ροή το αίμα των 
βουνών της Μολδαβίας.


Κι αν έρθει ώρα που το χάσω ολακερο σε κάποια αιμορραγία






θα πάω να συναντήσω το κομμάτι







που λίγο προτού φύγω άφησα εκεί...