Labels

Friday, January 28, 2022

ΝΑΡ ΘΑ ΠΕΙ ΡΟΔΙ του Θωμά Κοροβίνη


''Yorimos como creaturas - Θρηνήσαμε σαν τα μικρά παιδιά"
Μέρα μνήμης που είναι, ας θυμηθούμε ένα από τα πιο σημαίνοντα πρόσωπα της Θεσσαλονίκης, τον Αλμπέρτο Ναρ.
Το κείμενό μου αυτό δημοσιεύτηκε στις 8 Απριλίου του 2005 στο σπουδαίο περιοδικό "Πανσέληνος", που εξέδιδε ο δαιμόνιος Γιώργος Σκαμπαρδώνης ως διευθυντής τότε της εφημερίδας "Θεσσαλονίκη".
----------------------------------------------------------------------
Ο αδελφός μας Αλμπέρτος Ναρ αναχώρησε απ’ τον κόσμο μας στις 2 Μαρτίου του 2005, είκοσι ακριβώς χρόνια μετά τον θάνατο του πολυφίλητου Γιώργου Ιωάννου και έχοντας διανύσει, όπως κ ι εκείνος, πενήντα οχτώ χρόνια ζωής.
Ο Αλμπέρτος ήταν σοβαρός αλλά γλυκός άνθρωπος. Η φυσική του ευγένεια και η γενική του διαγωγή σε υποχρέωνε να τον υπολογίζεις και να τον σέβεσαι. Ας είχε λεπτά και αυστηρά γούστα και φυσιογνωμία αριστοκρατική. Ήταν λαϊκό παιδί. Ήταν ανοιχτόκαρδος και έτοιμος να σε βοηθήσει, όπου χρειάζεται. Τον διέκρινε το σπάνιο κιμπαρλίκι. Αγαπούσε το λαό μας. Πονούσε τους κοινωνικούς αγώνες. Λάτρευε το ρεμπέτικο. Εκτιμούσε και μελετούσε την παράδοση, όχι μόνο των Εβραϊσμού της Θεσσαλονίκης, θέμα γύρω απ’ το οποίο στρέφεται κυρίως ο ερευνητικός του προσανατολισμός αλλά και την συνολική παράδοση της πόλης και της χώρας μας σε όλες της τις εκφάνσεις. Εκπροσωπούσε το δίπτυχο Έλληνας-Εβραίος στην ουσιαστική και την πιο πνευματική του εκδοχή. Ήταν ατόφιος. Ήταν ανήσυχος. Δεν του άρεσαν τα προσωπεία. Αγαπούσε το δίκιο. Ήθελε να ξεγυμνώνει τα πράγματα απ’ το κέλυφός τους. Ήταν αληθινός άνθρωπος.
Ο Αλμπέρτος κόσμησε την γενέτειρά του με το έργο του και την παρουσία του. Οι επιλογές του, οι ενασχολήσεις του, οι εμμονές του, ο οραματισμός και η θεώρησή του των πραγμάτων, η εν γένει ψυχοσύνθεσή του, συνδυάζονται και αντικρίζονται με όλα τα κειμήλια και τα σημεία ιστορικής τομής της Σαλονίκης, από τα παλαιότερα : ρωμαϊκά, βυζαντινά, ανατολίτικα, εβραίικα, όπως τα μαθαίνουμε από τα διαβάσματά μας, στην πρώτη αυθεντική τους μορφή, μέχρι τα πιο πρόσφατα που οι πιο παλιοί τα πρόλαβαν, κι εμείς οι νεώτεροι είμαστε έμμεσοι -μέσω αφηγήσεων και μελέτης- μάρτυρές τους : την επαναστατική πρωτοπορία της Φεντερασιόν, την λεηλασία της πόλης del tiempro del fuego (απ’ τον καιρό της πυρκαγιάς), την τραγωδία της προσφυγιάς, τα δράματα της κατοχής, την εποποιία της αντίστασης, τον εξευτελισμό και το ξεκλήρισμα της φάρας του, τα μαρτύρια μέσα και τις εκτελέσεις πίσω απ’ το Γεντί Κουλέ, τα ρεμπέτικα και τον Τσιτσάνη, τη Ρόζα και τη Χασκίλ, την παντοκρατορία της δεξιάς, τα φονικά του Λαμπράκη, του Τσαρουχά του Χαλκίδη και των άλλων παλικαριών, την ακμή των Θεσσαλονικιών ποιητών, του Πεντζίκη, του Αναγνωστάκη, του Ιωάννου, του Χριστιανόπουλου κι όλων των άλλων πανάξιων συντοπιτών μας δημιουργών, τα ανεπούλωτα ακόμη ρήγματα του σεισμού, την αναδιαμόρφωση του ανθρωπογεωγραφικού μωσαϊκού της Θεσσαλονίκης, που πραγματοποιείται στις μέρες μας και την κάνει μαζί με ποικίλες άλλες επεμβάσεις, μεταποιήσεις, αλλοτριώσεις, ενδοτικότητες και συρμούς να μεταμορφώνεται σε κάτι σχεδόν αγνώριστο για τους πιστούς εραστές της. Όλα τα διερευνούσε, τα μελετούσε και τα σχολίαζε με σεβασμό στη σοβαρότητα και τη δραματικότητα που περιέχουν. Ο Αλμπέρτος δεν παρατηρούσε και δεν μελετούσε απλώς τα γεγονότα και τα πρόσωπα αλλά έπασχε κυριολεκτικά μαζί τους και τα διατηρούσε μέσα του στην πρωτογενή τους μορφή, αγνά και αφτιασίδωτα κι όχι με τα ψιμύθια του αναγκαστικού σουλουπώματος που επιβάλλει η συντήρησή τους. Το μυαλό του ήταν ένα δημιουργικό εργαστήρι που γεννούσε συνέχεια ιδέες και στοχασμούς. Είχε πολλά να επεξεργαστεί και να μας πει ακόμη.
Σε κάποιες γλώσσες των ανατολικών λαών «ναρ» σημαίνει «πυρ». Ναρ, δηλαδή φωτιά, που κρυφόκαιγε τα σωθικά του Αλμπέρτο και καμιά φορά άφηνε την ορμή της να ξεσπάσει. Στα γραπτά του αλλά συχνά και στην προφορική του συνομιλία. Αλλά κατά μία άλλη εκδοχή «ναρ» θα πει ρόδι. Σοφή και θελξικάρδια σαν το ρόδι είναι η γραφή του Αλμπέρτου Ναρ.
Ο Αλμπέρτος ήταν -όπως και η Ελβίρα, η γυναίκα του- γόνος συμπολιτών μας Σεφαραδιτών που διέφυγαν από την φρίκη της ναζιστικής λαίλαπας. Όποτε συναντιόμασταν διάβαζα μέσα στη ματιά του τον αποσταγμένο πόνο της νεώτερης εβραίικης γενιάς και το υπερήφανο παράπονο για τους αδικαίωτους πόθους. Αυτό το ντέρτι καίει ακόμη τη ματιά και την ψυχή των νεώτερων Εβραιόπουλων, όπως τα δυο λαμπρά παλικαράκια του Αλμπέρτο, Λεόν και Βίκτωρ. Σα να έσερνε τον παμπάλαιο θρήνο των ξεριζωμένων Ισπανοεβραίων, των προγόνων του, για να τους ανασταίνει μέσα του, για να μην λησμονηθούν, θαρρείς, η ιστορία και οι θρύλοι τους. Αλλά ο πόνος του ήταν αγιάτρευτος για τα πρόσφατα πάθη του λαού του, για το ολοκαύτωμα και το ξεπάστρεμα των Σαλονικιών Εβραίων συμπολιτών μας. Κι ήταν ένας πόνος ανάγλυφος. Την έκφρασή του την ερμήνευα σαν μια άφατη οιμωγή για τον συνολικό αμίλητο σπαραγμό όλων των δικών μας Ισραηλιτών, των αδικοθανατισμένων στα κρεματόρια και των ελάχιστων γλυτωμένων που ξαναγύρισαν στην γενέθλια γη. Σα να του το’ χανε καρφιτσώσει του ίδιου το κίτρινο άστρο πάνω απ’ την αιμάσσουσα καρδιά του και να μην το ξήλωσαν ποτέ.
En estas notches yeladas,
Y asta las manianadas,
Yorimos como creaturas,
En eshuenios de folguras.
Σ’ αυτές τις νύχτες τις παγερές
κι όσο να ξημερώσει,
θρηνήσαμε σαν τα μικρά παιδιά,
μέσα σε όνειρα αποπνιχτικά.
Ο Αλμπέρτος ήταν, ίσως, η πιο εξέχουσα προσωπικότητα των «δικών μας Εβραίων». Έτσι τους λέω, «οι Εβραίοι μας» γιατί έτσι τους νιώθω. Δεν τους συσχετίζω αναγκαστικά ούτε με τους κατοίκους-υπηκόους του Ισραήλ, -παρόλο που η πολιτική αυτού του κράτους έναντι των Παλαιστινίων με εξοργίζει- ούτε με τους Εβραίους της παγκόσμιας διασποράς. Πρέπει να τους αγαπάμε και να τους τιμούμε, γιατί οι Εβραίοι μας είναι οι πιο παλιοί Σαλονικιοί κι οι πιο κυνηγημένοι. Κάναμε κουβέντες με τον Αλμπέρτο για τέτοια θέματα. Όπως και για την διαφορά αντισιωνισμού και αντισημιτισμού, ένα πρόβλημα που το είχε μελετήσει καλά και πίστευε πως η σύγχυση της σημασίας αυτών των όρων και η εύκολη ταύτισή τους προκαλεί άδικες πολώσεις ενώ η διάκρισή τους στο μυαλό των ανθρώπων, ξεκαθαρίζει το τοπίο των πολιτικών παρεξηγήσεων.
Αγαπιόμασταν με τον Αλμπέρτο. Μας συνέδεε η κοινή λατρεία για την πόλη μας, αν και εκείνος ήταν περισσότερο και βαθύτερα μυημένος. Είχε στήσει το αυτί του πιο νωρίς, είχε χωθεί με τα μούτρα από παιδί μέσα στα βιβλία που γράφτηκαν για τη Θεσσαλονίκη, είχε γαλουχηθεί από παλαιότερους μύστες, σαν τον δάσκαλό του τον Ιωάννου. Ο Αλμπέρτος ήταν ποιητής. Ασχολήθηκε με επιτυχία με θέματα λαογραφίας, ιστορίας και δημοσιογραφίας. Η πρωτοτυπία της ερευνητικής του εργασίας έγκειται στο ότι εμπνεύστηκε, ανασκάλεψε και προέβαλλε ανεξερεύνητες και παραμελημένες περιοχές της τοπικής μας λαογραφίας και ιστορίας. Οι ανθολογίες του «Τα τραγούδια μας - Σεφαραδίτικα λαϊκά τραγούδια της Θεσσαλονίκης», «Τιμή στη Θεσσαλονίκη-Μελέτες για την Εβραϊκή Κοινότητα της Θεσσαλονίκης» και «Η φυσιογνωμία του Εβραίου στη νεότερη Ελληνική λογοτεχνία» μαζί με τα άλλα του μελετήματα, άρθρα και συνεντεύξεις, συμβάλλουν σημαντικά στην γνωριμία μας με την ζωή και τις παραδόσεις των Θεσσαλονικιών Εβραίων. Το βιβλίο του «Κειμένη επί ακτής θαλάσσης», που περιέχει μελέτες και άρθρα για την Εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης, είναι μνημειώδους σημασίας και δεν πρέπει να λείπει από την βιβλιοθήκη κανενός ευσυνείδητου συμπολίτη μας. Εξίσου σπουδαίο από ιστορικής και εθνογραφικής πλευράς είναι και το βιβλίο του «Οι συναγωγές της Θεσσαλονίκης-Τα τραγούδια μας»-Μελετήματα γύρω από την ιστορία και παράδοση των Εβραίων της Θεσσαλονίκης. Οι δύο σειρές διηγημάτων που δημοσίευσε με τους τίτλους «Σε αναζήτηση ύφους» και «Σαλονικάι, δηλαδή Σαλονικιός» είναι εξαιρετικά δείγματα αυτοβιογραφικής και ταυτόχρονα κοινωνικής λογοτεχνίας και αναδεικνύουν την ιδιαιτερότητα της πεζογραφικής του στόφας.
Ο Αλμπέρτος γνώριζε καλά τα μυστικά της παλιάς Θεσσαλονίκης. Βέβαια υπάρχουν κι άλλοι, πολύ άξιοι που έχουν εντρυφήσει σ’ αυτά. Αλλά όσο υπήρχε ο Αλμπέρτος, ένιωθα ήσυχος, ότι έχω κάποιον φίλο, που, όταν χρειαστεί, έχει τη γνώση αλλά και την προθυμία να μιλήσει. Ήταν ευχάριστος και φιλόξενος ο λόγος του. Ένιωθες ότι οι ευφυείς απαντήσεις ή παρατηρήσεις του αξιοποιούσαν σκέψεις σου, που δεν είχαν ολοκληρωθεί. «Είσαι άνθρωπος καλός», του έλεγα. «Δεν πείραξα κανέναν», μου απαντούσε. Χρόνια τώρα όποτε περνάω απ’ το λιμάνι, φέρνω στο νου μου τον Αλμπέρτο και η μορφή του με ταξιδεύει κοντά στο άμοιρο πλήθος που συγκέντρωσαν εκεί οι Γκεσταπίτες με σκοπό τον αφανισμό του. Η πλατεία Ελευθερίας -τι ειρωνεία- παραμένει μια φαρδιά παραθαλάσσια χαρακιά στην ψυχή μας.
Αδελφέ Αλμπέρτο, η βιαστική αναχώρησή σου μας πόνεσε πολύ. Αλμπέρτο, η Σαλονίκη σε αγάπησε. Όπως ξέρει ν’ αγαπάει. Μαζί με τις καθημερινές δόσεις φαρμάκι, που έχει συνήθειο να σταλάζει μέσα μας.
Fuir me quiero de Selanik,
Por no ver mas manzilas.
Να φύγω θέλω από τη Σαλονίκη,
τα τόσα ντέρτια πια δεν τα μπορώ.
τραγουδούσε στα παλιά γλέντια ο τυφλός Εβραίος Σαλονικιός αμανετζής Σαδίκ Γκερσόν με το κανονάκι του.
«Θεσσαλονίκη, φιλώ το χώμα σου και προχωρώ. Και ας είσαι τόσο σκληρή για όσους επιμένουν να θυμούνται», έγραφε ο Ναρ σ’ ένα σπαραχτικής εξομολόγησης κείμενό του.
Αντίο, Αλμπέρτο, φίλε κι αδερφέ. Παιδί απ’ το χώμα της πόλης μας, παιδί αγαπημένο, απ’ τα πιο άξια και σεμνά τέκνα της, τίμησες τ’ όνομά σου και την ιστορία της και ξαναγύρισες στα σπλάχνα της. «Είσαι δικός της πια κι είναι δικιά σου» για πάντα.
''
https://www.facebook.com/thomas.korovinis.5

No comments:

Post a Comment

Σχόλια