Labels

Friday, June 2, 2017

Του Διαβόλου η μάνα από τη συλλογή Χιώτικα παραμύθια - απόδοση κειμένου και ζωγραφιές Νίκος Γιαλούρης


Αρχή του παραμυθιού, καλή σας 'σπέρα, πέρα ως πέρα. Το λοιπόν, φτου κι αρχίζω. Μια φοράν ήτανε δυο αδέρφια, ένας πλούσιος κι ένας φτωχός.


Ο φτωχός είχεν γυναίκαν και πέντε παιδιά και ο πλούσιος ήτον άκληρος και ζαβός μ' έναν μάτιν. Ο φτωχοπατέας επείναν, εδούλευεν αφ' το ταχύν ως τα σκοτάδια και πάλιν, πώς να θρέψει τόσα στόματα; Μιαν ημέραν, στη μεγάλη του απορπισιάν, σκύβει και λε του γιου του τού μεγάλου:
"Άμε, γυιε μου, στου θειου σου του πλούσιου και πε του: "Καλέ θειε, δω μας κανά φλουρίν δανεικόν, και α σου το ξεπληρώσω δεκαπλάσιον άμα πια μεγαλώσω".
Τούδωκεν με τη γρίνια.  Το τρώνε κι απέ, ξαναπά. Πάλι τα ίδια. Μα την τριτην φοράν του λέ ο μονόφθαλμος: "Άμα εν ήθλεν ο κύρης στου τις γλύκες και τους μπελάδες, ας μην εγαργάλιεν τη μάναν σου οπίσω από τον φούρνον. Τώρα θέ φλουριά να σας ταϊσει. Ας πα στου διαόλου τη μάναν, κι εκεί θα 'βρει μπερικκέτι." Και τονε διώχνει. Το λέ ο γυιος του κυρού, θυμώνει αυτός και λέ:
"Γυνάκα, αφού ο κερατάς ο αδερφός μου, πούχει ψυχήν σαν την πέτραν, λε να πάω στου διαβόλου τη μάναν για να σας ταϊσω, θα παω κι ό,τι έβγει".
Δρόμον παίρνει, βουνόν ανεβαίνει, δρόμον αφήνει, κάμπου περνά, να και ανταμώνει την τύχην του.
"Ώρα Καλήν, μάνα" της λέ. "Καλώς το το παιδί μου. Δε μου λέγεις, νάχεις τον Θεόν μαζί σου, για πού παγαίνεις, να 'χομεν καλό ρώτημα;" "Κατά τα μάτια μου, κερά-Μάνα". Λέ του η Τύχη του. "Εγώ ξέρω πού πας. Εκεί θα σ' απαντήσουν τα τρία παιδιά μου. Θα πεις τον καμό σου στον πρώτο μου γυιο και κείνος θα σου πει ίντα να κάμεις". Κι έφυγεν.
Έπιασεν τον δρόμον και σε πολλές μέρες απαντά τον μικρόν γυιον. "Ώρα καλήν, αδερφέ" "Καλώς τον αδερφόν. Για πού τ' αρμάτωσες;" "Πάω στου διαβόλου τη μάναν" "Άσκημος ο δρόμος μα η τύχη των παιδιών σου θα σου παρασταθεί και θα γλυτώσεις". Μετά απάντησεν και τον δεύτερον γυιον κι ύστερις και τον τρίτον.
Στον τρίτον λέγει. "Βρε αδερφέ,  για πέ μου. Η μάνα σου μούπεν πως ο μικρός αδερφός είν' εκείνος που μ' απάντησεν πρώτος, μα εντουνού τα μαλλιά ήτον κάτασπρα, του δεύτερου πιοψαρά και συ 'σαι πια κατάμαυρος. Μπας αδερφέ μου και με περιεγέλασεν;"
Λέ του ευτός. "Όχι. Αληθινά σου τάπεν. Ο μικρός μου αδερφός έχει κακιάν γυναίκα, ο δεύτερος έχει γλωσσού κι εγώ πεντάκαλην γυναίκα, για κείνον εν εγέρασα. Λοιόν, εγώ θα σου παραγγείλω τι θα κάμεις. Από δω που θα παγαίνεις θα αντικρύσεις ένα βουνόν και θα σου φανεί πως είναι κοντά, μα θα κάμεις έξι μήνες για να πας". Όπου κι έφυγεν.
Επήγαινεν κι επήγαινεν ως που ελιώσαν τα στιβάλια του και τότες ήτον πια που εσώθησαν οι έξι μήνες κι εκατέβη το βουνόν κι είδεν ένα δέντρον.
Ήτον όλο φωτιές το δέντρον, μα ήτον πράσινον, γι' αυτό ανέβηκεν κι εκρύφτη να δει ίντα θα γίνει. Εκάθουντο και επερίενεν ως που νάρτουν οι διαβόλοι αφ' το μεροδούλιν τως. Να κι έρχονται, κι από πίσω, του μεγάλου Διαβόλου η μάνα, γριά ξεδοντιάρα και φωνακλού. Για νάχουν ησυχίαν, την έχωσαν μέσα σε μιαν κλεμμένην αγιαστούραν κι εβουβάθηκεν. Να κι ο βασιλιάς, ο Εβερζεβούλ και καθίζει στο θρόνος του γεμάτον φωτιές. Αρωτά τους πιο μικρούς διαβόλους" "Βρε, τι εκάματε σήμερον;" Του λέγουν ευτοί: "Τίποτις. Κεσάτια. Εκάλυναν πια οι ανθρώποι. Πά το μερδούλι μας". Μα ένα κουτσό δαιμόνιο, Νκήτας με τ' όνομα αποκρίνεται "Εγώ αφέντη Σατάνα είναι τώρα εφτά χρόνια που εχω μια βασιλοπούλαν και την παιδεύω και την έχω άρρωστην και δε θα παντρευτεί. Εν ηξέρει πως θα γίνει καλά άμα βρεθει άνθρωπος και κόψει φύλλα από τούτο το διαολόδεντρο και ύστερις τα βράσει καλά και την ποτίσει. Τότες α γιάνει".
Μόλις τ' ακού ο φτωχός από πάνω, γεμίζει τις τσέπες του φύλλα κι ύστερα κι έναν τουρβά και το σκα αφ' τους διαβόλους. Κι ευτοί εν τον πήραν μυρωδιά. Δρόμον παίρνει, δρόμον αφήνει και πά στο ξοχικόν παλάτι του βασιλιά.
"Γιατρός!Καλός γιατρός!" Ντελαλίζει ο φτωχός με τον τουρβάν στον ώμον. Απορπισμένος πια ο βασιλές, του λέγει "Γιάνε την κόρην μου κι ό,τι θες. Μια την έχω κι ήμπεν ο διάβολος μέσα της".

"Θα τηνε γιάνω, βασιλέ, σε σαράντα μέρες. Κι άμα δεις πως είπα ψέματα, βάλε τους ανθρώπους σου να με κοψοκεφαλήσουνε". Τον έβαλαν μέσα. Να και βάζει ομπρός την γιατρειάν, κι έγινεν πια η βασιλοπούλα περδίκι. Μια ημέραν, όμως, ως την εσιργιάναν εις τους κήους του παλατιού και σ' έναν μικρόν μπαξέν πουχεν πορτοκαλιές, τονε βιγλίζουν κάτι ανθρώποι του βασιλιά και πάν και του λένε: "Ευτός πούφερες να γιάνει την βασιλοκόρην  έχει μιαν γυναίκαν και τηνε σιργιανά εις το μπάξεν με τα πορτοκάλια". Πά ο βασιλές να δει, και τι να δει; Την κόρην του και να μην τηνε γνωρίσει. Πά μέσα και του φωνάζει: "Βρε κλέφτη, κομπογιανίτη! Σούδωκα το παιδί μου να το σώσεις κι εσύ μου κουβαλείς και τη μαντινούτα σου να σεργιανίζεις;" Τον ακού η κόρη του και λέ: "Μάτια που τάχεις βασιλέ και δε γνωρίζεις την κόρην σου την ίδιαν!".
Ελωλάθην αφ' την χαράν του ο βασιλές.
"Τι θέλεις να σου δώσω για το καλόν που μούκανες; Αν είσαι λεύτερος, θα σου δώκω την κόρην μου για γυναίκαν. Αν είσαι στεφανωμένος θα σου δώσω θησαυρόν αμέτρητον και δούλους και ζά να παγαίνεις εις τον τόπον σου, να σκάσουν οι οχτροί του" Λέ του πια ο φτχωός "Επαντρέφτην, αφέντη βασιλέ, σαν όλους τους λωλους φτωχούς κι έχω πέντεπαιδιά." Παίρνει τα καλά, λέ τα "Σπολλάτια" και ξεκινά.
Μιαν και δυο παγαίνει σπίτιν του και βλέπει τη γυναίκαν του και τα παιδιά του, μα ούτε που τον εγνωρίσανε. Σαν τους είπεν τα σημάδια του σπιτιού, έπεσαν επάνω του και εκλαίγασιν. Ύστερα ερώτησεν ο κύρης τως για το γρουσούζην τον αδερφόν του. Του λέ η γυναίκα του "εψώριασεν ο καψούλης.Ήθαβεν τα φλουριά και τα κωνσταντινάτα σ' ένα γκρέμον και τον εμυριστήκασι κάτι κλέφτες και πάνε μια νύχταν και του τα παίρνουσιν όλα. Ψωμοζητά, άντρα μου.
Λέ ευτός: "Εν πειράζει, αδερφός μου είναι και στο κάτω κάτω άμα δε μ' έστελεν στου διαόλου την μάναν, τότες θάμουν άρχοντας τώρα; Άντε, φωνάξετέ τον νάρτει να φά και να πιει και να συγχωρέσει του διαόλου τη μάναν που μας ήκαμεν όλους αφέντες".
Εξανασμίξασιν τα δυόν αδέρφια, του πήρεν ο μεγάλος συχώρεσιν, ενίφτηκεν, ήφαεν κι ήπιεν  κι ύστερις αρωτά τον αδερφόν του: "Για πέ μου αδερφέ, πού τάβρες τόσα πλούτια και καλά;;"
Γελά ο άλλος και του λέ: "Ε θυμάσαι, βρε, που μ' έστειλες στου διαόλου τη μάνα;"
Κι εγέλασαν όλοι κι ήμουν κι εγώ εκεί, και μου δώκανε σαράντα φλουριά ν' αγοράσω ένα βρακίν κι έναν τσουβάλιν τραχανά να πάω να παντρευτώ. Αφέντρες και αφεντάδες, καλή σας νύχτα, κι αύριο με υγείαν

Χίος 2007, κεντρική διάθεση βιβλλιοπωλείο εκδόσεις Πάπυρος.
Για την αντιγραφή: Βασιλική Νευροκοπλή

No comments:

Post a Comment

Σχόλια