Labels

Saturday, April 5, 2014

Η ποιητική της καθημερινότητας


Η ποίηση δεν είναι γραμμένη μόνο στα βιβλία. Είναι γραμμένη παντού. Ανατέλλει και βραδιάζει κάθε μέρα. Άλλοτε πονεμένη κι άλλοτε χαρούμενη, μα πάντα σοφή, ευαίσθητη και φιλάνθρωπη. Πάντοτε ένθεη. Μπορείς να τη συναντήσεις σ' ένα νιούτσικο φυλλαράκι που ξεμυτά δειλά δειλά απ' το κλαδί του, σ' ένα μυρμήγκι που αθέατο οδοιπορεί γυρεύοντας τροφή, σε μια αχτίδα κόκκινης πιπεριάς στην πράσινη σαλάτα, στην τσάκα του παντελονιού που σιδερώνεις μ' επιμέλεια, στα πυκνά βλέφαρα δυο ντροπαλών ματιών που χαμηλώνουν, στο κελάηδημα ενός πουλιού που σε ξυπνά απ' το όνειρο χαρίζοντάς σου νέο, σ' ένα σύννεφο που διαλύεται ήσυχα μες στο γαλάζιο, σε φιλί παιδικό, σε μια γουλιά νερό, σε μια μετάνοια στην Παναγιά Μητέρα. Όλα είναι ποίηση κι η ποίηση πανταχού παρούσα όταν οι αισθήσεις ξυπνούν και άδολα δέχονται κάθε στιγμή προσφέροντας μια καρδιά ευγνώμονα για το κάθε τι που της χαρίστηκε να ζει. 


Στο 16ο Δημοτικό σχολείο Καβάλας βρέθηκα προσκεκλημένη προψές. Τα παιδιά του τμήματος ένταξης παρουσίαζαν με παντομίμα "Το παραμύθι της μουσικής". Παιδιά με δυσκολίες παρίσταναν με το σώμα ό,τι δεν μπορούσαν να εκφράσουν με το λόγο, ενώ ο λόγος ακουγόταν ηχογραφημένος, κι η ποίηση ήταν εκεί, στην προσπάθεια και στο σώμα τους. Κι ύστερα μικρά παιδιάκια παρουσίασαν ένα άλλο παραμύθι, ντυμένα, στολισμένα, γελαστά λέγοντας τα λογάκια τους καμαρωτά καμαρωτά. Πάνω που ξεκίνησαν, το διπλανό μου πεντάχρονο κοριτσάκι ρώτησε τη μαμά του:
- Μαμά, αυτό τώρα θα είναι αληθινό;
Στα αθώα του μάτια αληινό είναι αυτό που ειπώνεται, που έχει λόγο και με το λόγο εκφράζεται. Και δεν έχει άδικο. Η ποιητική του ερώτηση είχε βέβαια βάση, μόνο που πρέπει να μεγαλώσει λίγο ακόμα για να καταλάβει πως αληθινό μπορεί να είναι κι αυτό που δεν εκφράζεται με λόγο, αλλά φέρει το λόγο μέσα στη σιωπή.

Μια κόρη που αποφασίζει να χωρίσει τον άντρα της απαντά στη μάνα της που τη ρωτά το λόγο του χωρισμού:
- Δε μ' αγαπάει ο άντρας μου.
Κι η μάνα η σοφή που τα μάτια της πολλά είδαν κι η καρδιά της άλλα τόσα χώρεσε, απαντά με την απλή βαθιά σοφία των ποιητών στο παιδί της:
- Και τι σε νοιάζει αν εκείνος σ' αγαπά; Το θέμα είναι να τον αγαπάς εσύ. 

Κι ύστερα στους πάγκους της Λαϊκής αγοράς, εκεί που πας ν' αγοράσεις τα λεμόνια κι ακούς ανυποψίαστος το διάλογο των διπλανών σου. Ο γέρος ο μωρός ειρωνεύεται τον αγρότη,  ένα παληκάρι σκαμμένο απ' την κορφή ως τα νύχια απ' τον μόχθο. Το τσαπί της ζωής τον έκανε ποιητή κι ας μην το ξέρει.
- Κοίτα μη μου βάλεις σάπια, γιατί θα τραβηχτούμε απ' τα μαλλιά, λέει ο γέρος.
- Δύσκολο απ' τα μαλλιά, απαντά ο νέος.
- Σάμπως μας άφησαν και τίποτα; Και τα μαλλιά μάς πήραν.
- Εμείς δε φοβόμαστε βρε, είμαστε Έλληνες.
- Μπα! Και πάει θα πει "είμαστε Έλληνες"; 
- Θα πει πως έχουμε ελπίδα.
- Και πού την πουλάνε αυτή;
Κοντοστέκεται ο αγρότης. Κοιτάζει διαπεραστικά τα σκληρά μάτια και απαντά με μια λέξη σαϊτα φωτιάς:
- Στη Λαϊκή.


Στην ποίηση των βιβλίων και της ζωής δεν απαντάς. Δεν τη σχολιάζεις, δεν έχει ανάγκη να της προσθέσεις τίποτα. Αν βρει έδαφος μέσα σου θα καρπίσει ποιήματα ομορφιάς. Αν όχι, θα μείνεις στεγνό άνυδρο χωράφι που τζάμπα πιάνει τόπο σε τούτο τον ντουνιά.





No comments:

Post a Comment

Σχόλια