Labels

Saturday, July 20, 2013

Ημερολόγιο Κάμπου - 1η μέρα- του χρόνου


Σάββατο 20 Ιουλίου 2013.
Επιστρέφω σε βιβλίο παλιό, διαβασμένο. Σώμα γνώριμο που αγάπησα πολύ. Στον Κάμπο της Χίου, κι ό, τι εγώ μετρώ για καρδιά του, τον ξενώνα που έχει τ' όνομα, ΠΕΡΛΕΑΣ. Περιβόλι Λέοντος – Ασπασίας, τ’ αρχικά του. Το Περιβόλι πέρασε σ’ άλλα χέρια μα έζησε, οι πρώτοι ιδιοκτήτες του συγχωρεμένοι πια. Αιγνουσιώτες ήτανε. Την κυρά Ασπασία τη Λεμού την πρόλαβα, αρχοντισσα των Οινουσών ήτανε. Φόβος και δέος σ’ έπιανε θωρώντας την, μα ήξερε και να γελά, -όταν κάποιος ήξερε να την ξεκλειδώνει… κι αυτοί που το ’ξεραν καλά, ήταν οι απλοί άνθρωποι που δούλευαν για λόγου της.

Τρία χρόνια είχα να ’ρθω, ύστερα από δέκα ή έντεκα συναπτά καλοκαίρια. Στρίβοντας το ταξί στη Βιτιάδου, κορνάροντας στις απότομες στροφές του φιδίσιου δρόμου που χωρά μόνο ένα αυτοκίνητο, αλλά μονόδρομος δεν γίνεται, μ’ έπιασε ένα πνίξιμο στο στήθος, η γλώσσα μου δέθηκε, ήθελα να κλαίω. Μπήκα στο περιβόλι κι η συγκίνηση μεγάλωσε. Φτάνει, της λέω, θα με πνίξεις. Τίποτα αυτή.




Θέλεις που τα παιδιά πρώτη φορά δεν είναι εδώ, μεγάλωσαν και αλλού φτερουγίζουν τώρα, θέλεις που ο άρρωστος πεύκος της αυλής είναι ακόμα όρθιος, που οι γνώριμες γάτες γέννησαν μωρά και τα νούφαρα της στέρνας παραμένουν ολόλευκα ή που ο μάγγανος αγέρωχα αχρείαστος παραμένει σιωπηλός;
Μήπως που οι νέοι νοικοκύρηδες έβαλαν σίτες στα παράθυρα του υπνοδωματίου κι ο αέρας δε θα φέρνει πλέον τις μέλισσες, ή που μπήκαν κουρτινάκια στους φεγγίτες της οροφής κι ο μεσημεριανός ήλιος δε θα μ’ εμποδίζει στον ύπνο;
Μήπως είναι τα τζιτζίκια που αδιαλείπτως προσεύχονται, ή μήπως οι κόκκινες θυμιανούτσικες πέτρες του ενετικού αρχοντικού που ανέβασαν την πίεση της καρδιάς μου στα μάτια μου;
Είναι το παρελθόν που ξεπηδά μπροστά μου κι ό, τι έζησα, σκέφτηκα κι έγραψα μεγαλώνοντας σ’ αυτόν τον παραδεισένιο τόπο, μιας και τα παιδιά τα καλοκαίρια μεγαλώνουν κι εγώ εδώ λογίζω την ανάπτυξή μου, ή το παρόν που ακόμα βρέφος δε πρόκαμε να σταθεί στα πόδια του;
Νομίζω πως είναι όλα τούτα, μα και κάτι ακόμα πιο σημαντικό. Εδώ ο χρόνος γυρνά τους δείχτες του ανάστροφα και προς τα μέσα, προς το εσωτερικό του ρολογιού. Κι αν ο χρόνος δεν ήταν ρολόι, αλλά μύλος που αλέθει, εδώ τούτος ο μύλος είναι αλλιώτικος. Αριστερόστροφα γυρνά και παίρνει τη σκόνη που έγινα μες στο χειμώνα που πέρασε, και τη βγάζει κόκκο ύπαρξης ακέραιο, ολόκληρο και άρτιο στα κατάβαθα του είναι μου. Είναι ένας μύλος σύνθεσης εδώ και όχι αποσύνθεσης του είναι.





Τρία χρόνια μετά, μαθαίνω τα μαντάτα ενός ζευγαριού που γνώριζα. Αυτό που αγαπά ο άντρας κι είναι το μεράκι του, η γυναίκα του ακόμα δεν το θέλει. Όλο του γκρινιάζει να το εγκαταλείψει. Αυτοί οι άνθρωποι έμειναν εκεί που τους άφησα. Πώς να τους πω πως μόνο μια λύση υπάρχει στο βάσανο που τους τρώει τη ζωή; Να υποχωρήσει η γυναίκα, να κάνει τα στραβά μάτια, πως τάχα δεν καταλαβαίνει. Ό, τι αγαπάς, το αγαπάς για πάντα, αυτό δεν αλλάζει, κι αν κλέψεις την αγάπη του άλλου, θα τον μαράνεις. Ασ’ τον, χριστιανή μου, θέλω να της πω, να κάνει ο άνθρωπος το κέφι του. Κανέναν δεν πειράζει, προκοπή είναι. Στην ποδιά σου δεμένο όλη μέρα τον θέλεις; Επιτέλους, είναι άντρας. Δε λέω τίποτα. Χτυπά η καμπάνα του εσπερινού. Από ποια εκκλησιά του Κάμπου άραγε;


1 comment:

  1. αχ πολύ ωραία. ανάσα.
    καλά να περάσεις.

    ReplyDelete

Σχόλια