Labels

Sunday, May 12, 2013

Χρόνια πολλά μανούλα μου!


Φωτογραφία: Φωτεινή Καλαϊτζίδου




Σκαλίζω τον κήπο της μνήμης μου. Γύρω από κάθε λουλούδι και δέντρο του σκαλίζω, να ψηλαφίσω τις ρίζες. Πώς ανθίζει όλο το παρελθόν μου ποτισμένο, από τότε που υπάρχω ως σήμερα, απ' τα δάκρυα της μητέρας μου, τις φροντίδες της, τις προσευχές της. Ρίζες βαθιές που οδηγούν στη δική της μητέρα και στη μητέρα τής μητέρας της, μέχρι την Παναγία κι ακόμα πιο πίσω, ως την Εύα πηγαίνουν, κι εκεί όλες οι ρίζες ενώνονται σε μία μήτρα που γεννά ακατάπαυστα αιώνες και ανθρώπους αιώνιους.

Γεννήθηκε στον Εμμανουήλ Παπά, ένα μικρό, μα φημισμένο από τον ομώνυμο αγωνιστή του, χωριό των Σερρών. Ήτανε το δέκατο τέταρτο παιδί της Ευαγγελίας και του Αθανασίου. Έζησαν τα πέντε παιδιά και ήταν το μικρότερο όταν οι αντάρτες σκότωσαν τον πατέρα της, που ήταν καπνέμπορος. Το είχε παράπονο που δε θυμόταν το πρόσωπο και τη φωνή του. Με χίλια βάσανα ανάστησε η μάνα της τα πέντε ορφανά της. Άλλα πέντε έμελλε ν' αναστήσει κι η μητέρα μου. Αγαπούσε τα γράμματα, αλλά η ορφάνια ήταν σκληρή και η φτώχεια μεγάλη. Σταμάτησε στην τρίτη δημοτικού, μα ξεσκόλισε και γυμνάσιο και λύκειο αργότερα, κρατώντας τα βιβλία μας για να της λέμε τα μαθήματα. Μας έπαιρνε έναν έναν στο τραπέζι της κουζίνας. Συχνά έκανε πως παρακολουθούσε, αλλά δεν προλάβαινε να διαβάζει. Μας διόρθωνε όμως όταν κάναμε λάθος και κυρίως αισθανόμασταν πως είχαμε ευθύνη απέναντί της. Αγωνίστηκε πολύ να μάθει γραμματική και ορθογραφία. Ήταν πολύ συγκινητική η προσπάθειά της, μα ακόμα συγκινητικότερη η δυσκολία της. Κάποτε αποφάσισε πως θα μείνει αγράμματη και νομίζει μέχρι σήμερα πως έτσι έμεινε. Δεν καταφέρνω να την πείσω πόσο μορφωμένη και καλλιεργημένη είναι, ό, τι και να της πω. 

Κι όμως στην ουσία είναι μια βαθιά ποιητική φυσιογνωμία, εξαιρετικά ταλαντούχα. Το ταλέντο των παλιών γυναικών εκφράζονταν κυρίως μέσα από την υψηλή μαγειρική, το πώς έφτιαχναν το φτωχικό τους, πώς έραβαν τα παιδιά τους. Από τις ισχυρότερες μνήμες που έχω είναι τα ρούχα που μας έραβε. Οι κόκκινες πλισέ καρό φούστες με τα κορδελάκια, τα ζακετάκια που μας έπλεκε και πόσα άλλα. Θυμάμαι τις πίτες και τα πεϊνιρλί, τα λαχταριστά φαγητά της, ακόμα κι αυτό που απεχθανόμασταν και τα πέντε παιδιά της, τα γιουβαρλάκια. Για να μας κάνει να τα φάμε και αφού είχε φτάσει στην πλήρη απόγνωση μαζί μας, έσβηνε το φως της κουζίνας και μας έλεγε: το φως θα ανάψει μόνο όταν τελειώσετε. Δε θυμάμαι αν τα τρώγαμε τελικά και αν άναβε το φως. Μάλλον θα άναβε όμως κάποια στιγμή.

Μέσα σε όλη τη λάτρα του σπιτιού και των παιδιών, είχε να πλένει και να σιδερώνει και τα ράσα του μπαμπά. Να κεντά τις στολές του. Κι ακόμα όταν γυρνούσε κατάκοπος το βράδυ μετά από το νυχτερινό σχολείο που δίδασκε το δεύτερο μισό της μέρας, να του γεμίζει μια λεκάνη χλιαρό νερό και να γονατίζει να του πλένει τα κουρασμένα πόδια. Τη θυμάμαι να μας λούζει το βράδυ του Σαββάτου έναν έναν και να μας ντύνει με τα Κυριακάτικα καλά μας ρουχαλάκια, να μας χτενίζει, να βάζει στα κορίτσια τις ωραίες μπουζάτες κορδέλες, να μας κουμπώνει τα παπούτσια για να πάμε στην εκκλησία. Έλεγε αργότερα πως όταν βγαίναμε όλοι βόλτα όλα τα παιδιά φωνάζαμε συνέχεια τον μπαμπά και όχι εκείνην κι ο κόσμος νόμιζε πως εκείνος μας φρόντιζε. Πού να ξέρει ο κόσμος πως ο μπαμπάς μάς έλειπε όλες τις άλλες ώρες; Τίποτα δεν ξέρει ο κόσμος και τίποτα δε θα μάθει ποτέ.

Δεν έχουν τελειωμό οι μνήμες. Τελειωμό δεν έχει η ύπαρξη της μάνας, και της δικής μου μανούλας της χρυσής. Ας σταματήσω εδώ, ευχόμενη να είναι γερή και χαρούμενη. Να αξιωθεί την ευγνωμοσύνη όλων των παιδιών, αλλά και των εγγονών της, και κυρίως την ευσπλαχνία του Κυρίου που αγάπησε πολύ και της Παναγίας. 








No comments:

Post a Comment

Σχόλια