Labels

Friday, May 10, 2013

Οι Άψογοι και ο Ανυπότακτος ποιητής




Οι κάτοικοι της χώρας ήταν όλοι νέοι, υγιείς και ωραίοι. Η ζωή τους ανεμπόδιστα κάλπαζε. Είχαν την ικανότητα να εξουσιάζουν το τυχαίο, να υποτάσσουν το απροσδόκητο και να ελέγχουν τις ανατροπές. Οι Άψοιγοι, έβαζαν στόχους που τα βέλη τους σημάδευαν με απόλυτη ευστυχία. Ήταν τόσο γυμνασμένοι, ρωμαλαίοι και επιτυχημένοι που οι άλλοι λαοί έτρεφαν γι’ αυτούς μεγάλο θαυμασμό που δεν άργησε να μεταβληθεί σε τρόμο. Ο λόγος ήταν απλός, σύντομος και σαφής όσο μία λέξη. Πόλεμος.

Γιατί οι Άψοιγοι μισούσαν όλους όσους δεν τους έμοιαζαν. Άρα μισούσαν όλους τους λαούς που είχαν αξεδιάλυτους τους νέους με τους γέρους, τους υγιείς με τους αρρώστους, τους πλούσιους με τους φτωχούς, και το χειρότερο, ελεύθερους και ανυπόταχτους ποιητές. Την πλέον επικίνδυνη συνομοταξία ανθρώπων.

Μόλις, λοιπόν, οι Άψοιγοι οργάνωσαν το κράτος τους, άρχισαν τις εκστρατείες εναντίον κάθε χώρας. Έπρεπε να καθαρίσει ο πλανήτης από κάθε ανάξιο πλάσμα. Κατά την κρίση τουςς, περισσότερο ανάξιοι κι απ’ τους ανήμπορους  ήταν όλοι όσοι ενώ είχαν όλες τις προϋποθέσεις να προσφέρουν τις δυνάμεις τους για να υπηρετήσουν την Επιτυχία, έμεναν άπραγοι, ή σιωπούσαν, ή έχαναν την ώρα τους πάνω από λευκά ή γραμμένα χαρτιά, όσοι χάζευαν τα λουλούδια, ή προσεύχονταν κάτω από μια σταγόνα βροχής. Αν για όλους τους υπόλοιπους οι Άψογοι είχαν σχέδιο εξόντωσης, για τους ποιητές είχαν σχεδιάσει πολύ προσεκτικά το “Πρόγραμμα Υψίστης Εκποίησης”. Τους έπαιρναν ομήρους και τους εκπαίδευαν σε ειδικά στρατόπεδα. Τίποτε δεν ήταν πιο επικύνδυνο για τους Άψογους από τις λέξεις των ποιητών και ο έλεγχός τους ήταν γι’ αυτούς το πιο σοβαρό τους μέλημα. Όταν το σχέδιό τους πετύχαινε, πανηγύριζαν τη νίκη τους με συγκεντρώσεις σε μεγάλες πλατείες όπου διοργάνωναν  φαντασμαγορικές γιορτές με μουσική και χορό. Εκεί οι στρατευμένοι ποιητές, έβγαζαν λόγους θαυμάσιους που εξύψωναν το αίσθημα και την περηφάνια όλων των κατοίκων.

Κάποτε όμως όλα αυτά άλλαξαν. Στη χώρα ξέσπασε μια τρομερή επιδημία που την έκανε αγνώριστη. Όλοι μιλούσαν για ξαφνικό αποτρόπαιο κακό. Κανείς δεν είχε προσέξει πως το κακό είχε ξεκινήσει ήδη από τον πρώτο εκποιημένο ποιητή, την πρώτη συγκέντωση, το πρώτο πανηγύρι.

Μέσα στη μέθη εκείνης της πρώτης νίκης, κανένας Άψογος δεν έδωσε σημασία στο ανεπαίσθητο βάρος που πλάκωσε την καρδιά του όταν ξάπλωσε να κοιμηθεί. Κανένας δεν πρόσεξε κοιτάζοντας βιαστικά στον καθρέφτη τις λευκές ανταύγειες που μόλυναν το μαύρο χρώμα των μαλλιών του. Μέσα στη συνήθεια της σίγουρης   καθημερινότητας κανείς δεν παρατήρησε την επόμενη μέρα τις λεπτές σκιές που ράγιζαν το στιλπνό του δέρμα. Κι όλα αυτά τα σημάδια πλήθαιναν μετά από κάθε παρόμοια νίκη, κάθε καινούρια εκποίηση ενός ποιητή, μετά από κάθε πανηγύρι, όταν μια μέρα πάνω σ’ ένα ακόμη γλέντι ένιωσαν όλοι το σώμα τους βαρύ, είδαν ξαφνιασμένοι πως είχαν όλοι κάτασπρα μαλλλιά και ρυτίδες βαθιές στα πρόσωπα. Ήταν τόσο κεραυνοβόλα η απογοήτευσή τους που δεν μπορούσαν να σύρουν τα πόδια τους στο χορό, ούτε ν’ ακούσουν το λόγο του νεοσύλλεκτου ποιητή τους. Η μόνη λέξη που πήγαινε από στόμα σε στόμα ήταν, επιδημία, επιδημία…

 Μαζεύτηκαν τότε οι αρχηγοί και αφού κουβέντιασαν για αρκετή ώρα κατέληξαν πως για την επιδημία ευθύνεται ο Ανυπόταχτος ποιητής που παρ’ όλα τα μέσα που χρησιμοποίησαν, τόσο καιρό που τον είχαν  κλεισμένο στη φυλακή, αυτός παρέμενε  ανεκποίητος.

Ήτανε νέος, χωρίς κανείς να μπορεί να προσδιορίσει με ακρίβεια την ηλικία του. Όμορφος χωρίς κανείς να μπορεί περιγράψει ποια χαρακτηριστικά ήταν αυτά που του προσέδιδαν τόση χάρη. Μπορούσε να στέκεται ακίνητος για ώρες σαν φανοστάτης. Να σιωπά ατελείωτα σαν δειλινό. Να χαμογελά, -ω, αυτό κι αν ήταν ανυπόφορο για τους Άψογους-, σαν μικρό παιδί γεμάτο καλοσύνη. Ίδιος έμενε μπροστά στις δελεαστικές τους υποσχέσεις, ίδιος και στις τρομακτικές τους απειλές. Απαράλλαχτα ίδιος στις σαγήνες  και στη βία τους. Είτε του έστρωναν  πλούσιο τραπέζι είτε τον άφηναν νηστικό και διψασμένο, ο ποιητής έμενε Ανυπόταχτος.

Οι Άψοιγοι αποφάσισαν πως έπρεπε να τον σκοτώσουν. Ήταν βέβαιοι πως τη στιγμή που θα τον σκότωναν, το κακό θα έφευγε γρήγορα μακριά απ’ τη χώρα και όλα θα γίνονταν όπως πρώτα. Κάλεσαν το λαό στη μεγάλη πλατεία. Έστησαν τη γκιλοτίνα. Ήρθε και ο δήμιος. Ο ποιητής δεμένος χειροπόδαρα χαμογελούσε γλυκά, όπως πάντα. Ο λαός περίμενε ξαναμμένος το υπερθέαμα. Ο αρχηγός των Άψογων πήρε, τότε, το λόγο και απευθυνόμενος στον Ανυπόταχτο ποιητή, είπε δυνατά:

-     Έχεις κάτι να πεις;
-     Ό, τι κι ένα λουλούδι που το κόβουν. Απολύτως τίποτα… απάντησε εκείνος.
-     Δε λυπάσαι τη ζωή σου; ρώτησε εξαγριωμένος ο αρχηγός.
-     Όσο κι εσύ το θάνατό μου, απάντησε νηφάλια ο νέος.
-     Αξίζει για λίγες λέξεις να σωπάσεις για πάντα;
-     Μόνο η σιωπή μπορεί να ζωντανέψει τις λέξεις μου.

Ο αρχηγός έδωσε το πρόσταγμα και το μαχαίρι κατέβηκε. Το αίμα του ποιητή πλημμύρισε την εξέδρα κι ύστερα σαν χείμαρρος ξεχύθηκε στη μεγάλη πλατεία. Έπνιξε όλους τους Άψογους. Ούτε ένας δεν σώθηκε.

Κανένας απ’ τους γειτονικούς λαούς δε θρήνησε για το χαμό τους. Το όνομά τους η Ιστορία το έσβησε με το ίδιο της το χέρι. Μόνο το πνεύμα τους καμιά φορά στοιχειώνει τα μυαλά των υπερφύαλων εκείνων που αγνοούν πως η αρρώστειες και η πείνα, τα γηρατιά κι ο θάνατος, το μέγα θαύμα της φθοράς, τους περιμένει. Είναι όλοι αυτοί που ποτέ δεν θα καταλάβουν την ανυπότακτη φύση του ποιητή που θρηνώντας πάνω από ένα πεσμένο πέταλο, θρηνεί όλους τους πεσόντες στα πεδία των μαχών. Χαμογελώντας στο κελάηδημα των αηδονιών μνημονεύει τις λέξεις που η μουσική τους υπερβαίνει το νόημα. Χαϊδεύοντας τον αέρα, χαϊδεύει τις καλλονές του κόσμου. Και δίνοντας το σώμα του στο χώμα ενώνεται με τους νεκρούς των αιώνων, δίνει έδαφος στους ζωντανούς, ταϊζει τα πεινασμένα σκουλήκια και ξεδιψά τα  φυτά για ν’ ανθίσουν και πάλι την ερχόμενη άνοιξη, ώστε το άρωμά τους να ψελλίσει τους καινούριους στίχους...




No comments:

Post a Comment

Σχόλια