Labels

Monday, September 5, 2011

Στη Ρουμανική ύπαιθρο της Μπουκοβίνας

Στον τόπο αυτόν που βρέθηκα να περνώ τούτες τις μέρες, η ζωή έχει ρυθμό, μελωδία, άρωμα, ειρήνη.
Πρόκειται για τη Σάντοβα, ένα χωριό με οχτακόσεις οικογένειες, στην περιοχή της Μουκοβίνας, βόρεια της Ρουμανίας, ψηλά, πολύ ψηλά -καταμεσής των βουνών.
Η μέρα ξεκινά με τον Άη Νικόλα να ξεπροβάλλει μέσα από το θαμπό φως της πρωινής πάχνης που κατεβαίνει απ’ τα βουνά μεταμορφώνοντας τις εικόνες της ονειρεμένης πραγματικότητας σε εικόνες πραγματικού ονείρου. Τα κοκόρια αναλαμβάνουν το κύριο μέλος του ύμνου της ζωής προς τη Ζωή. Δεν αργούν να μπουν τα σολιστικά περπατήματα των αλόγων που τραβούν τα κάρα με τους αγωγιάτες, τους γαλατάδες, τους αγρότες, τους ξυλοκόπους, τους μανάβηδες. Το ρυάκι κρατά το ίσο της συμφωνίας.

Με τους κουβάδες στα χέρια θα βγουν σε λίγο οι νοικοκυρές να πάρουν το φρέσκο αγελαδινό γάλα. Θα πιάσουν κουβέντα με την καλόκαρδη γυναίκα του γαλατά που δε θ’ αφήσει κανέναν να φύγει πριν του πει μια ιστορία. Κάθε μέρα διαφορετική. Γελάει με την καρδιά της και οι ανοιχτόκαρδοι τη λατρεύουν. Κανένας δεν πληρώνει την ώρα που αγοράζει. Θα πληρώσει μια φορά το μήνα, όταν μπορεί.

Ο χωριάτης μόνος ή με τη γυναίκα του θα φορτώσει τις κόσες στο κάρο και θα χτυπήσει τα γκέμια να ξεκινήσει το άλογο για το χωράφι. Όλα τα χωράφια είναι στις πλαγιές των βουνών και των λόφων. Εδώ δεν υπάρχουν καλλιέργειες. Όλα επικεντρώνονται στην ξυλεία και την κτηνοτροφία.

Στα χωράφια πηγαίνουν για να κόψουν το γρασίδι –το επονομαζόμενο σανό- να ’χουν φαγητό τα ζώα το χειμώνα. Αφού το κόψουν με τις κόσες το απλώνουν πάνω σε ξύλα που μοιάζουν με μικρούς αυτόνομους φράχτες καταμεσής του χωραφιού, για να στεγνώσει στον ήλιο. Αφού ξεραθεί καλά το μαζεύουν και το τοποθετούν σε αποθήκες, μικρά περίκλειστα ξύλινα σπιτάκια.

Στο δρόμο συναντάς πολλούς ηλικιωμένους που κυκλοφορούν είτε με τα κάρα είτε με τα ποδήλατα είτε με τα πόδια. Τα ρούχα τους είναι παλιά και τριμμένα. Οι άντρες φορούν στο κεφάλι καβουράκι και οι γυναίκες συχνά μαντήλα. Όταν βρέχει βάζουν τις γαλότσες τους.

Το Δημοτικό του χωριού έκλεισε πια. Παιδιά δεν έμειναν. Τα μεγαλύτερα πηγαίνουν σχολείο στην γειτονική πόλη την Κουμπουλούγκ ή όσα επιλέγουν κάποια ιδιαίτερη σχολή, όπως το λεγόμενο Σεμινάριο, στη Σουτσάβα. Μένουν τις πέντε μέρες της βδομάδας στο οικοτροφείο της σχολής και επιστρέφουν στα σπίτια τους κάθε Σαββατοκύριακο. Η πόλη διαφέρει από τα χωριά ως προς την πυκνότητα των κατοικιών, το πλήθος των καταστημάτων και των μεγάλων Σούπερ Μάρκετ, και τα πολλά αυτοκίνητα που την πλημμυρίζουν. Έχει πολλά άσχημα κτίρια που θυμίζουν εργατικές πολυκατοικίες, γνήσια απομεινάρια του καθεστώτος. Τα σπίτια ωστόσο έχουν κι εκεί αυλές και τα βουνά την περιζώνουν.

Υπάρχουν ακόμα αρκετοί ηλικιωμένοι άνθρωποι που έχουν τα άλογά τους, τις αγελάδες τους, την ξυλεία τους. Είναι εντυπωσιακή η αυτάρκεια της κάθε οικογένειας. Το ζευγάρι που συνάντησα δεν έχει μόνον αυτά, αλλά έχει φτιάξει και μια μικρή λίμνη μέσα στο κτήμα όπου εκτρέφει πέστροφες. Έχει το μποστάνι του με τις ντομάτες, τα κολοκύθια, τα λάχανα, τα καλαμπόκια και ό, τι άλλο τραβά η ψυχή σου. Άξιοι άνθρωποι που η αξιοσύνη τους σε συγκινεί βαθιά.

Μπαίνεις στο σπίτι της γιαγιάς και νιώθεις πως μπαίνεις μέσα σ’ ένα μουσείο τέχνης. Από πάνω μέχρι κάτω υφαντά που το χειμώνα υφαίνει στον αργαλειό σε δικά της σχέδια και χρώματα. Όλα αστράφτουν και όλα έχουν τη θέση τους, το ύφος, τη σειρά τους. Στην παλιά κουζίνα υπάρχει και το παλιό πηγάδι.

Σε κάθε δωμάτιο κι από μια μεγάλη πορσελάνινη σόμπα που με λίγα ξύλα δίνει πολλή ζέστη. Οι θερμοκρασίες το χειμώνα φτάνουν μέχρι και τους 30ο κάτω από το μηδέν. Αυτοί οι άνθρωποι που θα χαρακτηρίζαμε σκληροτράχηλους, έχουν μια ξεχωριστή ευγένεια. Στέκονται όρθιοι μπροστά στον ξένο, σε στάση προσοχής -ή προσευχής. Ο παππούς παίρνει απαλά το χέρι της ξένης και το φιλά. Είναι μια παλιά ρουμάνικη συνήθεια που ακόμα κρατά. Αυτό το χειροφίλημα μέσα στην ύπαιθρο θαρρείς και αποκτά μια άλλη αξία.

Τα κουρασμένα από τη σκληρή και ακατάπαυστη δουλειά κορμιά τους δεν φανερώνουν την κόπωση, αντίθετα είναι γεμάτα λεβεντιά, και τα ηλιοκαμένα τους πρόσωπα χαμογελούν κι έχουν ένα βλέμμα τόσο καθάριο που νιώθεις που καθώς το κοιτάς το μολύνεις...

Αυτό το ταξίδι ξεκίνησε εντελώς παράλογα και παλαβά. Ζήτησα από το ρουμάνο φίλο που μας περιέγραφε τα μέρη του να τα επισκεφτώ. Εξέφρασα απλά τον ενθουσιασμό και τη λαχτάρα μου δίχως να προσδοκώ τόσο άμεση ανταπόκριση. Εκείνος το κανόνισε αμέσως και αν και δεν θα πήγαινε ο ίδιος εξασφάλισε μέσα σε μια μέρα τη φιλοξενία μας. Όλα έδειχναν από την αρχή πως πρόκειται για μία τρέλα. Όταν όμως δεν έχεις να χάσεις τίποτα, κάνεις το άλμα και λες ο Θεός βοηθός.

Έτσι ξεκινήσαμε προς μια άγνωστη χώρα και μια εντελώς άγνωστη οικογένεια που θα μας φιλοξενούσε για δέκα μέρες. Με αεροπλάνο μέχρι το ωραίο Βουκουρέστι και μετά με τρένο οχτώ ώρες διαδρομή μέχρι τη βορεινή Κουμπουλούγκ. Φτάνοντας χαράματα τα βουνά ήταν τα πρώτα που μας υποδέχθηκαν επιβλητικά, σιωπηλά και γεμάτα μυστικές υποσχέσεις που τήρησαν.

Όσο περνούσαν οι μέρες και δενόμασταν με την οικογένεια τόσο το θάμβος μεγάλωνε. Η χαρά έπαιρνε διαστάσεις εγκάρδιου και ασυγκράτητου γέλιου που μας κυριαρχούσε όλους. Η φροντίδα και η περιποίηση ήταν όπως θα φρόντιζε μια μανούλα το μικρό παιδί της.

Όλο αυτό που ζήσαμε τόσες μέρες μέσα σε όλη αυτόν το φυσικό παράδειστο, από άποψη ομορφιάς, γινόταν ένας πνευματικός και ψυχικός παράδεισος γεμάτος αγάπη. Δεν εξηγείται, δεν περιγράφεται και δεν αιτιολογείται εύκολα.

Σκέφτηκα πολλές φορές τούτες τις μέρες πως ο Θεός θα πρέπει να χαρίζει πλούσια ευλογία στις φιλόξενες καρδιές. Πώς αλλιώς να εξηγηθεί τόση χαρά που μοιραστήκαμε άγνωστοι μεταξύ αγνώστων; Τώρα μας λείπουν και οι γονείς και τα δυο παιδιά τους που στο μέηλ που αλλάξαμε επιστρέφοντας μας έγραψαν πως το σπίτι τους άδειασε...
Μόνο ευγνωμοσύνη νιώθουμε και ελπίζουμε να επιστρέψουμε και να μας έρθουν κι αυτοί στα μέρη μας.

2 comments:

  1. οι ανθρωποι ετσι οπως τους περιγραφεις μου θυμιζουν πολυ τον παππου και την γιαγια μου στην Κρητη τωρα βεβαια εχουν πεθανει αλλα αυτη η καθαροτητα στο βλεμα η αυθεντικοτητα θυμιζει περασμενες εποχες. Ετσι οπως το περιγραφεις το μερος δεν νομιζω να ενθουσιαστουν με την Θεσσαλονικη θυμαμαι την γιαγια μου οταν ερχοταν σπανια στην Αθηνα πνιγοταν και δεν εβρισκε την ωρα να φυγει θα πρεπει να τους πας στον Ολυμπο για να ρθουν στα ισια τους!!!!

    ReplyDelete
  2. Με τους παπούδες μάλλον έτσι θα ήταν όπως τα λες. Αλλά οι φίλοι μας ήταν της ηλικίας μας και έχουν έρθει στη Θεσσαλονίκη και ξετρελάθηκαν. Η κυρία μας περιέγραφε την τρελή χαρά της με το μποτιλιάρισμα στην Τσιμισκή! Αντιθέτως, όταν πήγανε στον Όλυμπο... δεν τους έκανε καμία εντύπωση... Και αυτό είναι το ωραίο. Καθένας συνηθίζει τον τόπο του και όταν είναι και καλοπροαίρετος ο άλλος τόπος, ο ξένος, του φαντάζει ωραιότερος...

    ReplyDelete

Σχόλια