Labels

Friday, June 27, 2014

Τα μικρότερα παραμύθια μου για σένα - 2η Δεκάδαα

Hundertwasser

Αφού σου άρεσαν τα παραμύθια-δαχτυλιδια των ποδιών, -κι είναι αλήθεια πως πολύ σου ταίριαξαν έτσι όπως χαρίτωσαν το παιδικό σου βήμα-, σου πλέκω τώρα άλλα τόσα για των χεριών τα δάχτυλα, όπως σου υποσχέθηκα. Όλα αυτά κι άλλα τόσα μπορώ να κάνω για σένα, αφού ό,τι μου ζητάς υπηρετεί εσένα και την ομορφιά σου. Εξάλλου σ' εσένα και την ομορφιά σου τάχτηκα από τότε που γεννήθηκα και έβαλα όρκο να μην αλλαξοπιστήσω ό,τι κι αν γίνει. Μ' αυτά τα παραμύθια-δαχτυλίδια των χεριών θα μπορέσεις να ψηλαφίσεις το σώμα του ανέμου και να στήσεις αφτί το μουρμουρητό της θάλασσας να νιώσεις. Μη ξαφνιαστείς που όσοι θα σε συναντούν θα 'χουν να λένε πως βασιλιά απάντησαν στο δρόμο τους.


1ο παραμύθι: του Ουρανού

Όταν ολοκληρώθηκε το πλάσιμο της γης, φάνηκε γυμνή και απροστάτευτη στα μάτια του Θεού. Έτσι για να την στολίσει κομμάτι, αλλά και να την προστατέψει από τα βλέμματα των άλλων πλανητών που πολύ ζήλεψαν την ξεχωριστή ομορφιά της, ύφανε ένα διάφανο αεράτο φόρεμα που το ονόμασε Ουρανό και της το φόρεσε. Ίσα που τέλειωσε το έργο του και στάθηκε για να το καμρώσει, έκπληκτος αντίκρυσε στον Ουρανό το πρόσωπό του το αόρατο σαν σε καθρέφτη και τόσο ενθουσιάστηκε με την εικόνα του που αποφάσισε να τον κάνει κατοικία. Η γη απ' την πολλή χαρά της άρχισε να κάνει πιρουέτες, ενώ οι άλλοι πλαντήτες τόσο πολύ έσκασαν από το κακό τους που ακόμα δεν μπορούν να το χωνέψουν.
 
2ο παραμύθι: της Ευγνωμοσύνης.


Η Ευγνωμοσύνη ήταν η μονάκριβη θυγατέρα δυο σπουδαίων αρχόντων, του Ταπεινού και της Γενναιοδωρίας. Έβγαινε απ' το σπίτι και ξεχνούσε να γυρίσει. Έπαιρνε τους δρόμους περπατώντας ήσυχα για να προλαβαίνει όλα να τα βλέπει, να τ' ακούει και να τα χαϊδεύει, πάντα μ' ένα χαμόγελο στα χείλη και τα χέρια ορθάνοιχτα. Όλοι απορούσαν που αυτό το πλάσμα μπορούσε και χαιρόταν το παραμικρό. Αυτή ποτέ δεν ένιωσε πως ξεπορτίζει γιατί ένιωθε σπίτι της κι αρχοντικό της όλον τον κόσμο. Κι οι γονείς της όμως ποτέ τους δεν τη μάλωσαν όσο κι αν ξεμάκραινε, γιατί γνώριζαν καλά πως όπου κι αν τραβάει τους κουβλά μες στην καρδιά της. Όποιος τη γνώριζε πολύ την αγαπούσε και άθελά του την ακολουθούσε εγκαταλείποντας το βαρυφορτωμένο γκρίνιες και παράπονα δισάκι του. Πώς να μην την αγαπήσει κι ο Ουρανός και να μην την κάνει φωλιά να ξαποσταίνουν τ' άστρα, τα πουλιά κι οι άγγελοί του;
 
3ο παραμύθι: του Θανάτου



Στην αρχή ο Θάνατος ήταν ο φθονερός αντίζηλος της Ζωής. Είχε δυο πόδια, δυο φτερά κι ένα κεφάλι δύσμορφο σαν τέρας. Τόσο πολύ ζήλευε την ομορφιά, το γέλιο κι όλη τη χάρη της Ζωής που κάποτε κατάφερε με τέχνασμα γεμάτο πονηριά να την παγιδέψει και να τη φυλακίσει στα σκοτάδια του. Μόλις όμως ησύχασε από δαύτη κι επιτέλους κάθησε για να χαρεί τη νίκη του, σχίστηκε ο ουρανός, σχίστηκαν και τα καταχθόνια από φοβερό σεισμό. Εκείνος ο ταλαίπωρος τραυματίστηκε ανεπανόρθωτα μέσα σ' όλη τούτη την αντάρα και βρέθηκε μετέωρος στον αέρα να μην ξέρει πού να πάει να κρυφτεί. Η Ζωή, απ' την άλλη, ξεπετάχτηκκε μέσα απ' το λάκκο ομορφότερη από ποτέ κρατώντας στο ένα χέρι της το ένα πόδι του και στ' άλλο της το ένα του φτερό. Έτσι αυτός έμεινε διπλά ανάπηρος, ενώ η Ζωή έγινε δυο φορές πιο δυνατή. Μπορεί ευκολότερα να περπατά στο χώμα κι ακόμα ευκολότερα να πετάει ψηλά. Γι' αυτό και λέγαν οι παλιοί: στη νίκη σου ποτέ μην ξαποσταινεις, μα και στη συμφορά ποτέ μην απελπίζεσαι.

4ο παραμύθι: των Δέντρων.

Όταν κάποτε ο νους των ανθρώπων αψήλωσε πολύ κι έπαψαν να πιστεύουνε στα παραμύθια, εκείνα από τη λύπη τους μεταμορφώθηκαν σε δέντρα σιωπηλά. Σταμάτησαν να ταξιδεύουν όπως πρώτα, ρίζωσαν σ' έναν τόπο και σφράγισαν μέσα τους όλα τους τα μυστικά. Από τότε στις ρίζες τους κοιμούνται οι μαρμαρωμένοι βασιλιάδες, στις φλέβες τους γοργόνες τραγουδούν και τα φύλλα τους, που άλλοτε πρασινίζουν κι άλλοτε μαραίνονται και πέφτουν μοιάζοντας νεκρά, γέμισαν νεράιδες τρισχαριτωμένες που δεν τους ήταν μπορετό να μένουν κλειδωμένες σ' ένα μέρος κι έτσι δραπετεύουν. Τα Δέντρα -που ήταν πρώτα παραμύθια και μιλούσαν ούλες τις γλώσσες της γης και τ' ουρανού- ορκίστηκαν πως απ' το γένος των ανόητων ανθρώπων αυτά θα συνομιλούν μόνο με τους εξόριστους και τους αποδιωγμένους που ο κόσμος δεν τους πίστεψε. Αν δεις, λοιπόν, να πέφτουνε τα φύλλα μη λυπάσαι. Από κει ελευθερώνονται οι νεράιδες για να τρέξουν στους φτωχούς  σοφούς και να τους κάνουν σοφότερους χαρίζοντάς τους μυστικά που οι βασιλιάδες μήτε στον ύπνο τους δεν άκουσαν κι ούτε ποτέ τους πρόκειται ν' ακούσουν.  

5ο παραμύθι: της Νύχτας

Πολλά έχουν πει κατά καιρούς για τη Νύχτα όσοι δεν την ένιωσαν ποτέ, μα τίποτα απ' όλα τούτα δεν ισχύει. Γιατί η αλήθεια είναι πως η Νύχτα είναι η ταπεινή παραμάνα της Ημέρας κι ας είναι σχεδόν συνομήλικες. Το πρόσωπό της κανείς δεν το αντίκρυσε ποτέ αφού το κρύβει πάντα μ' ένα πέπλο σκοτεινό. Οι περισσότεροι πιστεύουν πως πρέπει δίχως αμφιβολία να είναι το ασχημότερο πρόσωπο που φτιάχτηκε στην πλάση και γι' αυτό το κρύβει, μα εγώ βάζω το χέρι στη φωτιά πως η Νύχτα είναι ομορφότερη από την Ημέρα κι αν δεν φανερώνει το κάλλος της είναι για να μην πληγώσει την ψυχοκόρη της και της στερήσει την καλή της τύχη.

6ο παραμύθι: των Πουλιών
 
Όταν ο άνθρωπος απομακρύνθηκε από το Θεό, έπαψε να αισθάνεται το αόρατο και την παρηγοριά του. Στην αρχή  πολύ καμάρωσε με το κατόρθωμά του κι η καρδιά του σκίρτησε από άγρια χαρά. Γρήγορα όμως το μετάνιωσε πικρά. Ο ουρανός από τη γη είχαν πλέον τόσο μεγάλη απόσταση αναμεταξύ τους που ούτε το βλέμμα του Θεού έφτανε ως τη γη ούτε και του ανθρώπου η φωνή στα ουράνια. Σπλαχνίδτηκε τότε ο Πανάγαθος το πλάσμα του κι αποφάσισε να φτιάξει τα πουλιά για να πηγαινοέρχονται σ' ουρανό και γη κι αυτά να μεταφέρουν τα μηνύματα. Έτσι κάθε άνθρωπος από τότε στέλνει στ' αφτί του Θεού τα λόγια του με τα πουλιά. Αυτό όμως που δεν γνωρίζουν οι άνθρωποι είναι πως ο Θεός το ίδιο πάντα απαντά σε όλους: 
Όπου και να πάτε, βρε παιδάκια μου καλά, κι όσο βαρύ το σώμα σας κι αν γίνει, αν δυναμώστε τα φτερούδια της ψυχής σας μπορείτε πάλι να πετάξετε κοντά μου. Κι αν δεν το καταφέρετε, μη σκάτε, εγώ είμαι πάλι εδώ, κάτι θα κάνω... 
   
7ο παραμύθι: της Φωτιάς

Κλεισμένη χρόνια στην καρδιά της γης κάποτε η παθιασμένη αυτή τσιγγάνα που τη λέγανε Φωτιά κι όμοιά της ο ντουνιάς ποτέ δε γέννησε, θέλησε να ξεμυτήσει μια στάλα στο φως. Ήθελε να δει πώς είναι ο ουρανός και ν' αγναντέψει θάλασσες, φρέσκο αεράκι ν' ανασάνει και ν' ανταμώσει επιτέλους τους ανθρώπους ολοζώντανους που 'χε απελπιστεί η δόλια όλη της τη ζωή με τους αποθαμένους. Μέσα στην πολλή της βιάση όμως άφησε ξοπίσω της το φορεμα της κι έτσι βγήκε στον απάνω κόσμο θεόγυμνη. Ο ευγενικός Ουρανός στο πρώτο βλέμμα ερωτοχτυπήθηκε μαζί της και από το πάθος του φλογίστηκε ολάκερος. Ο Αέρας, που δεν ήξερε από τρόπους, θέλησε να του την κλέψει με τη βία, γρήγορα όμως παραιτήθηκε σαν είδε πως όσο αυτός την κυνηγά τόσο εκείνη αυξάνεται και του ξεφεύγει με κίνδυνο όλος ο κόσμος να καεί στο πέρασμά της.  Η Θάλασσα που μέχρι τότε είχε Αέρα κι Ουρανό στα πόδια της, θανάσιμα τη μίσησε και χύμηξε για να την πνίξει, αλλά το μόνο που κάτάφερε ήτανε να φρίξουνε   τα σωθηκά της. Βλέποντας ολα τούτα, κατατρομαγμένοι οι άνθρωποι προσπάθησαν να ημερέψουν την τρελή τσιγγάνα κι έτσι μια νύχτα απαλά απαλά την περικύκλωσαν κι άρχισαν να της λένε παραμύθια. Η αγριάδα του Άδη που ως τότε είχε πάνω της πράγματι καταλάγιασε ακούγοντας τις γλυκές ιστορίες των ανθρώπων, αλλά κι οι δικές τους οι καρδιές, που ως τότε ήταν παγωμένες, βρήκαν ζεστασιά. Τότε κατάλαβαν οι άνθρωποι πως η Φωτια είναι η μάνα των παραμυθιών και πως πατέρας τους μόνο ο Ουρανός μπορεί να λογιστεί που κάθε δειλινό την κρατά στην αγκαλιά του κι εκείνη ολόψυχα του παραδίνεται δίχως να τον βλάψει. Μην πει κανείς πως είναι αταίριαστο ζευγάρι γιατί θα 'χει λάθος., Έχει αποδειχθεί από καιρό πως τα πιο ταιριαστά ζευγάρια είναι εκείνα που γεννάνε παραμύθια.

8ο παραμύθι: της Προσευχής

Η Προσευχή, αχ, η Προσευχή... το πιο παράξενο, άπιαστο κι απερίγραπτο πλάσμα του κόσμου. Μοιάζει αερικό, πουλί και σύννεφο λευκό. Μοιάζει κλωστή από αόρατο μετάξι που μπορεί να σηκώσει γίγαντες και δράκους, όρη και βουνά. Μα ποιος μπορεί με ασφάλεια να πει; Κανείς δεν μπόρεσε να θυμηθεί με ακρίβεια την καταγωγή της, το σπίτι της ανθρώπου μάτι δεν το γνώρισε κι όσο για τ' ακριβοθώρητο το  πρόσωπό της μήτε οι αγγέλοι δεν είδαν από τότε που υπάρχει κόσμος. Άλλοι είπαν πως οι άγιοι προφταίνουν τη σκιά της κι άλλοι πως αυτή επισκέπτεται όποιον  αγαπήσει. Μα εγώ την ένιωσα, μου 'πε μια νύχτα ένας σοφός, να κυβερνά τα χέρια της υφάντρας, την άκουσα να βγαίνει απ' τη φλογέρα του βοσκού, και ν' αστράφτει στο βυθισσμένο στο νερό βλέμμα ενός ψαρά. Ν' κρυφανασαίνει μου φάνηκε, συνέχισε ο γέρος, μέσα στον ύπνο των μικρών παιδιών, όμως κι αλλού κι αλλού, τι να σου πρωτοπώ, με ρώτησε κι έπαψε να μιλά. Τώρα που το σκέφτομαι ίσως η Προσευχή να είναι παντού και πουθενά, αφού απ' αυτήν δε φτιάχτηκε ο κόσμος τούτος που μια μέρα θα τελειώσει;  Και μήπως άραγε δε θα 'ναι αυτή που στο τέλος θ' απομείνει αφού τίποτα δεν στέκεται ικανό να τη φθείρει;  

9ο παραμύθι: της Πενίας.

Η Πενία, λοιπόν, ήταν μια αντάρτισσα άλλο πράγμα. Κόρη του Πλούτου και της Υποκρισίας, κατάλαβε από νωρίς πως δεν είχε καμιά δουλειά με τις φιλοδοξίες των γονιών της. Εκείνοι ήθελαν ν' αυξάνουν τα αμύθητα πλούτη τους, αυτή όμως αγαπούσε τα πιο μικρά και ασήμαντα πράγματα, όπως κάτι παραμύθια σαν κι αυτά. Εκείνοι έκαναν τα πάντα για να επιδεικνύονται, ενώ αυτή ήθελε να γίνεται συνέχεια χωρίς να δείχνει τίποτα. Όταν έφτασε η ώρα της να παντρευτεί τη ζήτησαν τα πλουσιότερα αρχοντόπουλα της οικουμένης, μα εκείνη έφυγε κρυφά μέσα στη νύχτα και δεν ξαναγύρισε. Την αποκλήρωσαν αμέσως οι γονείς της μα εκείνη ούτε που νοιάστηκε γι' αυτό. Τριγυρνά ελεύθερη στους δρόμους και κρατά συντροφιά στα ορφανά. Τους χαρίζει την αγάπη της μητέρας που δεν είχαν, κι όταν κουραστεί και θέλει να ξαποστάσει μια σταλιά, χτυπά τις πόρτες των ποιητών, των ζωγράφων και των μουσικών κι εκείνοι την καλοδέχονται και της στρώνουν το κρεβάτι. Ξέρουν καλά πως η Πενία είναι η αληθινή τους Μούσα -κι ας μην την αναφέρει ο κατάλογος με τις εννέα Μούσες- κι αν την χάσουν χάθηκαν κι αυτοί, χάθηκε και η τέχνη τους.  

10ο παραμύθι: της Θάλασσας 

Ξαγρύπνησα τρία μερόνυχτα ικετεύοντας γονατιστή τη Θάλασσα να μου εκμυστηρευτεί το παραμύθι της. Άδικος κόπος, τζάμπα δάκρυα. Ττο στόμα της έμενε εφτασφράγιστο σαν σεντούκι σε ναυάγιο. Το πήρα απόφαση πως τέτοιο παραμύθι δε θα γράψω και πάνω που σκεφτόμουν να σου πω πως πρέπει ν' αφήσεις το μικρό δαχτυλάκι του αριστερού χεριού αστόλιστο, ένα μικρό χρυσόψαρο ίδιο στο μπόι με τ' ορφανεμένο δάχτυλό σου, βγήκε και μου φώναξε:
"Μη θυμώνεις με την καλομάνα μας και μην την αποπαίρνεις. Αν δεν σου αποκρίνεται δεν είναι που δεν θέλει να σου πει, μα που δεν έχει τίποτα να ομολογήσει. Εσύ γυρεύεις το δικό της παραμύθι, μα αυτή είναι παιδί όλων των παραμυθιών. Μόνο όταν θ' ακούσεις, θα διαβάσεις και θα κάτσεις να τα γράψεις όλα, θα καταλάβεις τι είναι η Θάλασσα στ' αλήθεια." Αυτά μου είπε το μικρό ψαράκι και βούτηξε πάλι μέσα στ' αρμυρό νερό. Σκέφτηκα εκείνη τη στιγμή πως είχε δίκιο και μάλλον γι' αυτό λέγαν οι παλιοί που ήξεραν τόσα και τόσα, πως η Θάλασσα είναι η αγκάλη του Θεού και της καλής μας Παναγιάς το ρούχο.


Όπως ήδη θα κατάλαβες μικράκι μου, αυτά τα δέκα παραμύθια -εννιά συν άπειρα για να είμαστε ακριβείς- είναι λίγο μεγαλύτερα από τα προηγσούμενα γιατί έτσι είναι και τα δάχτυλα των χεριών σου μεγαλύτερα από κείνα των ποδιών. Για σένα αγάπη μου χρυσή κι αυτά κι άμα κι αυτά σου αρέσουν μη λυπηθείς που τέλειωσαν. Ποτέ δεν τελειώνουνε τα παραμύθια, όπως το 'πε το ψαράκι. Θα φου φτιάξω κι άλλα κι άλλα, μέχρι να στολιστείς από πάνω μέχρι κάτω, γεροί να είμαστε και ζωντανοί. Σου μεταφέρω τη μεγάλη αγάπη ενός παιδιού παραμυθένιου που γιορτάζει σήμερα και το λέγανε Δαυίδ. Δεν πρόκεται για κείνο που βασίλεψε αιώνες πριν κι έψαλλε όπως δεν το μπόρεσε κανείς ως τώρα το Θεό μας, αλλά για το γιο της μυγδαλιάς που μέχρι και αναμμένα κάρβουνα κράτησε κάποτε στ' ανοιχτό του το χεράκι να θυμιατίσει τον μεγάλο αυτοκράτορα δίχως να καεί καθόλου.


Η πρώτη δεκάδα είναι εδώ:

No comments:

Post a Comment

Σχόλια