Ακούγοντας και διαβάζοντας τις ιστορίες των παλιών ανθρώπων για τους πολέμους που έζησαν, την πείνα, τις κακουχίες, τις στερήσεις και τους θανάτους πολλές φορές όλοι οι νεότεροι σκεφτήκαμε πως οι δικές μας οι γενιές ευτυχώς δεν έζησαν τίποτα απ’ αυτά. Οι προσωπικές μας δοκιμασίες από τις οποίες απαλλαγμένος δεν γεννήθηκε ακόμα άνθρωπος στον κόσμο και λίγο ή πολύ όλοι ζήσαμε και τις ζούμε στο διάβα της ζωής μας, βαραίνουν τόσο διαφορετικά από μια συλλογική συμφορά που συχνά μας ρίχνουν στην παγίδα της ψευδαίσθησης πως μόνο εμείς υποφέρουμε και πονούμε, πράγμα που κάνει τον πόνο μας αβάσταχτο οδηγώντας μας στην ατομική απελπισία. Γιατί η απελπισία και η απόγνωση είναι ατομικά χαρακτηριστικά. Τόσο ατομικά που καταντούν σκουριασμένα επτασφράγιστα κλουβιά για τη μοναξιασμένη μας ύπαρξη.
Ο χρόνος όμως που πέρασε μας χάρισε ένα ασύλληπτο δώρο. Κατάφερε μέσω την πανδημίας να μεταμορφώσει τον ατομικό πόνο μας σε συλλογικό. Έτσι, μας ελευθέρωσε από τα προσωπικά μας κλουβιά και ελεύθεροι ανοίξαμε τα πληγωμένα φτερά μας για να πετάξουμε στους αδερφούς μας, στους γείτονές μας, σ’ όλους τους τόπους της πατρίδας μας και σ’ όλες τις πατρίδες της γης. Η συλλογική συμφορά, θέλοντας και μη, μάς ένωσε όλους. Θρηνήσαμε και θρηνούμε τα απανταχού τέκνα της Ραχήλ που ο ιός ως άλλος Ηρώδης έδρεψε και δρέπει. Προσευχηθήκαμε και προσευχόμαστε κάθε μέρα για τους τεθνεώτες, τους συγγενείς τους, τους ασθενείς και τους ιατρούς τους. Δεσμεύσαμε την ελευθερία μας όχι μόνο επειδή αυτό μάς διέταξαν, αλλά γιατί για πρώτη φορά το νιώσαμε πως μπορεί η ελευθερία μας να οδηγήσει στον θάνατο τον αδερφό μας κι εμείς φονιάδες ποτέ δε θέλαμε να γίνουμε. Κρατήσαμε την ανάσα μας, σφραγίσαμε το στόμα, κλειδώσαμε τα χέρια προκειμένου να μη βλάψουμε τον διπλανό και να μη μας βρει κι εμάς το κακό. Κι έμειναν μόνο τα βουρκωμένα μάτια μας ν’ αγκαλιάζουν τους αγαπημένους και τ’ αφτιά μας ν’ ακούν την φωνή τους. Και διεστάλησαν τόσο οι αισθήσεις της ακοής και της όρασης που τ’ αφτιά μας κατάφεραν ν’ ακούσουν ακόμη και τα φτερουγίσματα των αγγέλων και τα μάτια μας να δουν μια αχτίδα από το Φως της Φάτνης.
Ανεπαίσθητα, αν και σχεδόν βίαια και ερήμην μας, εισήλθαμε στην ασκητική της αγάπης. Κανείς δε μας ρώτησε. Και ποιος θα συγκατένευε αν τον ρωτούσαν; Κανείς μας βέβαια, αφού κανείς δε θέλει να πονά, να περιορίζεται, να στερείται, να θυσιάζεται. Οι καιροί της ευμάρειας, του βολέματος, της ατομικής μας ικανοποίησης και του υπερκαταναλωτισμού στους οποίους παραδοθήκαμε άνευ όρων, μας μεταμόρφωσαν σε νευρωτικά πλάσματα που καλπάζουν ανικανοποίητα για να προλάβουν, να επιδείξουν, να κατοχυρώσουν, να υπάρξουν συνήθως σ’ ένα φαντασιακό και εικονικό πεδίο. Η δυστυχία μας τις περισσότερες φορές πηγάζει από την αποτυχία μας επί του φαντασιακού και όχι του πραγματικού.
Η ευλογία του 2020 συνίσταται στο γεγονός ότι μας αφαίρεσε το φαντασιακό και το μάταιο κυνήγι του. Οι επίπλαστες ανάγκες μας κατέρρευσαν σαν χάρτινος πύργος. Αναγκαστήκαμε να περιοριστούμε στα εντελώς απαραίτητα. Μα κυρίως εξαναγκαστήκαμε να σταθούμε στον ίδιο τόπο. Ποιος μπορεί να πει πως δεν είχε ανάγκη αυτή τη στάση; Πόσοι άνθρωποι δεν δούλευαν ακατάπαυστα από τα μικρά τους χρόνια και μισούσαν τις αργίες που άνοιγαν στη ζωή τους ένα κενό τρομακτικό που ήταν παντελώς ανίκανοι να το ζήσουν και πόσο μάλλον να το γιορτάσουν; Σε πόσους γονείς δεν έλειπαν τα παιδιά τους και πόσα παιδιά δεν προλάβαιναν να γνωρίσουν τους γονείς τους; Πόσα ζευγάρια για χρόνια δεν προλάβαιναν ούτε ν’ ανταμώσουν; Πόσοι δεν στερήθηκαν την ανάγνωση ενός βιβλίου, την ενατένιση του ουρανού, την πληθωρική σιγή μπροστά σ’ ένα καντήλι; Πόσους δεν απορόφησε η εξαντλητική εξωστρέφεια και πόσους δεν συνεπήρε το κυνήγι του πλούτου ή της δόξας με κάθε μέσο; Μα και πόσοι δεν αγνοήσαμε τον θάνατο που ήταν η μόνη βεβαιότητα της ζωής μας;
Η χρονιά που πέρασε μας χάρισε μια υποχρεωτική επανεκκίνηση χάριν μιας επανεκτίμησης των δεδομένων. Δεδομένων αγαθών, ανθρώπων, ιδεολογιών, συνηθειών, μέχρι και του δεδομένου Θεού. Το σπίτι μας από τόπος προσωρινής ανάπαυλας, έγινε το ασκητήριό μας. Μέσα σ’ αυτό, όπως συμβαίνει με τις σκήτες και τους ασκητές τους, εκπαιδευόμαστε πλέον πώς να αγαπάμε τον κόσμο όλον χωρίς γλυκερά λόγια, τετριμμένες αγκαλιές και ψεύτικα χαμόγελα. Τώρα εκπαιδευόμαστε στην ψηλάφηση του Αοράτου που δε ζητά τίποτα λιγότερο από την πάσχουσα καρδιά μας που φλέγεται σιωπηλά σταυρούμενη. Δεν παραιτούμαστε απ’ το ξαναβρούμε το σώμα των αγαπημένων και να το σφίξουμε πάνω στο δικό μας. Αλλά αυτή η αγκαλιά θα είναι πιο αληθινή και πιο γνήσια από ποτέ έχοντας περάσει από την πυρά της στέρησης.
Η χρονιά που πέρασε, όπως κι αυτή που ήδη ήρθε, είναι μια μοναδική ευκαιρία να συμμετάσχουμε από κοινού με όλο μας το πραγματικό και όχι φαντασιακό είναι, στο μέγα θαύμα, αλλά και δράμα, της ζωής και του θανάτου. Του έρωτα που συνέχει την κτίση. Την αιωνιότητα που χτυπά την πόρτα μας και για να την ανοίξουμε και να την υποδεχθούμε μπορούμε να το κάνουμε μόνο παραιτούμενοι από τις ψευδαισθήσεις μας και τις ματαιότητες στις οποίες επενδύσαμε ως τώρα. Γυμνοί και τετραχηλισμένοι, αλλά και ταπεινά ευτυχείς, μπορούμε όλοι μαζί και καθένας μόνος του να κάνουμε το άλμα το μεγαλύτερο από τη φθορά.
Καλή χρονιά!
No comments:
Post a Comment
Σχόλια