Labels

Thursday, April 11, 2019

Συνέντευξη στον Βασίλειο Μακέδο - Sparmatseto - 11/04/19


Βασιλική Νευροκοπλή: “Τα παραμύθια παραμένουν πάντα επίκαιρα”

Προφανώς και η Βασιλική Νευροκοπλή δε χρειάζεται συστάσεις, έχει καταφέρει τα τελευταία χρόνια να αναδειχθεί σε μια πολυγραφότατη και συνάμα ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα συγγραφέα με πολλά βραβευμένα βιβλία και εκδόσεις που έχουν ξεπεράσει προ πολλού τα ελληνικά σύνορα.
Πολυάσχολη και αεικίνητη, την συναντήσαμε στην Ξάνθη όπου βρέθηκε για να παρουσιάσει το έργο της σε συνεργασία με το βιβλιοπωλείο Πυργελή και δεν χάσαμε την ευκαιρία να μιλήσουμε μαζί της. Η κουβέντα αποδείχθηκε υπέροχη, σαν τα βιβλία της, δίνοντάς μας της ευκαιρία να γνωρίσουμε και να περιπλανηθούμε σε ένα όμορφο, δημιουργικό μυαλό…

Βασιλική είσαι μια συγγραφέας που είχες την τύχη να δημιουργήσεις έργα που από την πρώτη στιγμή όχι μόνο τράβηξαν το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού αλλά και πιο ειδικών στη συγγραφή, είχες την τύχη να βραβευθεί ακόμη και το πρώτο βιβλίο που έγραψες. Μιλώ για το Αν τ’ αγαπάς, ξανάρχονται (Εκδοτικός Οργανισμός Λιβάνη, 2007), το οποίο βραβεύτηκε από τον Κύκλο του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου και από το περιοδικό Διαβάζω. Η συνέχεια βέβαια ήταν ανάλογη. Τελικά έχεις άστρο; Υπάρχει άστρο στη συγγραφή ή τελικά είναι κάτι άλλο;
Θα ξεκινήσω λέγοντας με λίγα λόγια ένα παλιό παραδοσιακό παραμύθι…
Ήταν κάποτε δυο αδέρφια που μοιράστηκαν στη μέση το χωράφι του πατέρα τους ως κληρονομιά όταν εκείνος έφυγε από τη ζωή. Και τα δυο αδέρφια το ίδιο έσπερναν, το ίδιο έσκαβαν, ο ίδιος ήλιος έπεφτε στο ένα, ο ίδιος και στο άλλο, η ίδια βροχή και στα δυο. Το ένα όμως κάρπιζε, ενώ το άλλο έμενε στέρφο. Έτσι, ο ένας πλούτιζε και ό άλλος ζούσε μέσα σε μεγάλη φτώχεια. Κάποια στιγμή ο φτωχός αδερφός, απελπισμένος που δεν είχε καμιά προκοπή παρόλο τον κόπο του, αποφάσισε να πάει να βρει τη Μοίρα του και να ζητήσει λογαριασμό. Περπάτησε, περπάτησε, περπάτησε μέρες και νύχτες… Κάποτε συναντά μια ωραία κοπέλα πάνω από ένα χωράφι να σκάβει, να σπέρνει, να ποτίζει, να δουλεύει ακατάπαυστα.
–        Α, της λέει, επιτέλους σε βρήκα!
–        Ποιος είσαι; τον ρωτά εκείνη έκπληκτη.
–        Είμαι εγώ που… κλπ. κλπ…
–     Κάνεις λάθος, του απαντά. Εγώ είμαι η Μοίρα του αδερφού σου. Η δική σου είναι εκεί, και του δείχνει μια άλλη ωραία κοπέλα που καθόταν ράθυμα κάτω από τον ίσκιο ενός δέντρου μη κάνοντας τίποτα.
–       Α, της λέει θυμωμένος, εσύ είσαι, λοιπόν; Επιτέλους σε βρήκα! Εσύ φταις που δεν προκόβω όπως ο αδερφός μου. Κάθεσαι εδώ τεμπέλικα και δεν με βοηθάς καθόλου!
–       Είμαι πράγματι η Μοίρα σου, του απαντάει, αλλά δεν είμαι καθόλου τεμπέλα όπως λες. Απλώς εγώ είμαι Μοίρα εμπόρου, όχι γεωργού, και περιμένω να δω πότε επιτέλους θα το καταλάβεις!
Το πρώτο μου βιβλίο, λοιπόν, -για να έρθουμε στο «προσωπικό μου παραμύθι»- ήταν ένα βιβλίο που ελάχιστοι γνωρίζουν και αμφιβάλω αν υπάρχει πουθενά. Ήταν ένα θεατρικό μονόπρακτο με τίτλο «Εγώ ο Άλλος», εκδόσεις Νησίδες. Εκδόθηκε το 1997 και στην έκθεση βιβλίου της χρονιάς εκείνης στην παραλία της Θεσσαλονίκης, έναν μεγάλο αριθμό αντιτύπων τον πήρε ο αέρας ενός φοβερού μπουρινιού που ξέσπασε και το πέταξε στη θάλασσα! Ένα το κρατούμενο…
Δεύτερο κρατούμενο: Μου πήρε περισσότερο από δέκα χρόνια για να καταλάβω ποιο ήταν το πραγματικό μου χάρισμα… Έγραφα ποίηση, δοκίμια, θεατρικά έργα, αλλά δεν μπορούσα να εκδώσω τίποτα όσο κι αν το προσπαθούσα.
Τρίτο κρατούμενο: Ήμουν δασκάλα σε σχολείο, μετά σπούδασα θέατρο και ήθελα να γίνω ηθοποιός, μετά μουσική και έγινα για λίγο τραγουδίστρια δίνοντας μόνο τρεις συναυλίες με τραγούδια στα οποία είχα γράψει και τους στίχους.
Τίποτα όμως απ’ αυτά προφανώς δεν ήταν η «Μοίρα» μου κι ας πιστεύω πως τίποτα από όσα έκανα δεν πήγε χαμένο. Όταν, λοιπόν, εκδόθηκε το πρώτο μου παραμύθι και βραβεύτηκε, απλώς κατάλαβα αυτό που λέτε εσείς «άστρο» κι εγώ Μοίρα, και του/της παραδόθηκα…
Είναι σημαντικό, αλλά και συχνά δυσδιάκριτο, να αντιληφθείς για ποιο πράγμα πλάστηκες. Όταν το συνειδητοποιήσεις δεν μπορείς βέβαια να επαναπαυτείς. Τότε είναι που αρχίζει ο μεγάλος αγώνας και η πολλή δουλειά. Τίποτα δεν γίνεται απλώς επειδή έχεις άστρο. Σκύβεις το κεφάλι γεμάτος ευγνωμοσύνη για το δώρο και προσπαθείς να φανείς αντάξιος της δωρεάς. Είναι πολύ εύκολο να αποπροσανατολιστείς, να μην πάρεις είδηση για πότε θα γλιστρήσει το δώρο απ’ τα χέρια σου ή να σε παρατήσει επειδή αποδείχθηκες αλαζόνας και αγνώμων. Το δώρο παραμένει υπό προϋποθέσεις. Εσύ είσαι μόνο το μέσο, δεν είσαι το δώρο. Και το μέσο πρέπει να φροντίζει να έχει επίγνωση πως είναι μέσο και να μεριμνά επιμελώς ανά πάσα στιγμή να είναι διαθέσιμο, ταπεινό, παρών. Δεν είναι καθόλου εύκολο και έχει και πολύ ακριβό τίμημα, αλλά αν γευτείς μια φορά την περίσσια χάρη του, δεν θέλεις με τίποτα να το χάσεις κι ας το πληρώνεις με το αίμα της καρδιάς σου…

Αν υπάρχει λοιπόν συνταγή επιτυχίας στη συγγραφή είναι αυτή που μας περιέγραψες; Οποιοσδήποτε την ακολουθήσει πιστά καταλήγει στα ίδια αποτελέσματα ή υπεισέρχεται και ο παράγοντας άνθρωπος – συγγραφέας; 
Όλοι γνωρίζουν καλά πως ακόμα και μια συνταγή μαγειρικής αν την εκτελέσουν δέκα διαφορετικοί άνθρωποι, θα έχουμε δέκα διαφορετικές εκδοχές του ίδιου φαγητού. Ας έχουν όλοι τα ίδια υλικά, την ίδια συνταγή και την ίδια κουζίνα. Αυτή είναι η μαγεία της ζωής ή αν προτιμάτε, η ιδιοτροπία της… Πάντα θα παίζει καθοριστικό ρόλο η αντίληψη, τα βιώματα, οι γευστικές μνήμες, η ψυχή και η αγάπη που βάζει καθένας στο μαγείρεμα. Το ίδιο συμβαίνει σε όλα τα πράγματα. Το ίδιο και στη συγγραφή.
Μπορούμε όλοι να συμφωνήσουμε στη θεωρία και όμως να παράγουμε εντελώς διαφορετικό έργο. Τις ίδιες λέξεις χρησιμοποιούμε πάνω κάτω όλοι, συχνά διαχειριζόμαστε τα ίδια θέματα, αλλά άλλα βιβλία περνούν και παρέρχονται, άλλα μένουν για λίγο, άλλα εντυπωσιάζουν προς στιγμήν σαν φωτοβολίδες που σκάνε και μετά από λίγο δεν τα θυμάται κανείς και άλλα μένουν στους αιώνες. Ποιος ξέρει τη συνταγή του Παπαδιαμάντη; Ποιος ξέρει του Σολωμού και του Καβάφη, του Έλιοτ, του Γκαίτε ή του Ντοστογιέφσκι; Σίγουρα κανείς απ’ αυτούς δεν έγραφε για να κάνει επιτυχίες ή για να πάρει βραβεία, αλλά οι αιώνες τούς τίμησαν. Το κοινό που είχαν όλοι αυτοί ήταν πως ήταν ένθεοι, ήταν αληθινοί με τον εαυτό τους, δεν υποδύονταν τίποτα, είχαν υπαρξιακό καημό, διακαή αγάπη για τον άνθρωπο και πλήρωσαν με τη ζωή και το έργο τους το δώρο που τους δόθηκε. Αν δεν μπορείς να είσαι τόσο αυστηρός με τον εαυτό σου -σχεδόν όσο κι ένας ασκητής της ερήμου-, καλύτερα κάνε κάτι άλλο. Βρες τη Μοίρα ή το άστρο σου που σίγουρα είναι κάπου αλλού και κάτι άλλο θέλει από σένα…

Θεωρώ δεδομένο ότι οι σπουδές σου έχουν προσφέρει τα μέγιστα στην συγγραφική σου καριέρα, δεν αναφέρομαι μόνο στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης αλλά κυρίως στο Τμήμα Θεάτρου της Σχολής Καλών Τεχνών Θεσσαλονίκης. Συμφωνείς; Θεωρείς ότι το θέατρο είναι ένα κομμάτι της ζωής σου που σου προσφέρει εμπειρίες και ερεθίσματα τα οποία περνούν στο έργο σου;
Θα πρέπει πρώτα να διευκρινίσω πως δεν κάνω καμιά καριέρα. Αυτό δεν με ενδιέφερε ποτέ και δεν με ενδιαφέρει ακόμα. Με ενδιαφέρει μόνο να κάνω αυτό για το οποίο χτυπά η καρδιά μου και να το κάνω όσο καλύτερα μπορώ. Αυτός που αγοράζει ένα βιβλίο μου να μην νιώσει ποτέ πως πέταξε τα λεφτά του. Θέλω να τιμώ τα λεφτά του άλλου, αλλά και τον χρόνο και την εμπιστοσύνη του. Αν όμως σταματήσει να χτυπά η καρδιά μου για τη συγγραφή, δεν έχω κανένα λόγο να συνεχίσω. (Ήδη κάποιες αρρυθμίες τις παρατηρώ…-:)
Οπωσδήποτε όμως στη συγγραφή έχουν παίξει ρόλο οι σπουδές μου και κυρίως του θεάτρου όπως επισημαίνετε. Ωστόσο, το θέατρο είναι μέσα μου ένα κομμάτι που πονάει… ίσως και γι’ αυτό να έχει μεγαλύτερη αξία. Γιατί το θέμα δεν είναι ο πόνος, αλλά τι τον κάνουμε, πώς τον διαχειριζόμαστε. Ήθελα πολύ να εργαστώ ως ηθοποιός, αλλά χωρίς εκπτώσεις στα πιστεύω και στις απαιτήσεις μου αυτό δεν μπορούσε να γίνει στη Θεσσαλονίκη. Θα έπρεπε να κατέβω στην Αθήνα για να συνεργαστώ με αυτούς που θαύμαζα. Για να γίνει όμως αυτό, έπρεπε να αφήσω πίσω την οικογένεια που είχα φτιάξει. Στη ζυγαριά βάρυνε η οικογένεια. Έτσι, με πόνο ψυχής δεν ακολούθησα τον δρόμο του θεάτρου. Πέρασαν χρόνια για να καταλάβω πως και το θέατρο και η ποίηση που αγάπησα τόσο, βρήκαν  τρόπο να τρυπώσουν στη συγγραφή. Και καλώς δεν ακολούθησα τότε το θέατρο. Θα διαλυόμουν, δε θα το άντεχα. Το θέατρο είναι αέρας. Αν δεν έχεις μεγάλο βάρος, σε παίρνει και σε πετά όπου θέλει κι άμα θέλει σε συντρίβει.
Αν όμως σήμερα με ρωτούσε κάποιος τι επηρεάζει περισσότερο το έργο μου, δε θα έλεγα πως είναι το θέατρο. Θα έλεγα πως είναι η μουσική ζώντας τριάντα χρόνια με τον μουσικό σύζυγό μου, Κυριάκο Καλαϊτζίδη, θα έλεγα οι κόρες μας κι ας μην το καταλαβαίνουν οι ίδιες, εγώ το ξέρω κάθε στιγμή. Και θα πρόσθετα την εκκλησία, τις ευχές και προσευχές των γονιών μου και των ανθρώπων που συνάντησα ως σήμερα, θα έλεγα οι αρρώστιες και οι θάνατοι,  και σίγουρα τα μύρια παιδιά που συναντώ. Δίχως όλα αυτά και ποιος ξέρει πόσα άλλα, δεν θα έκανα τίποτα…

Προσωπικά λατρεύω το βιβλίο σου Το παραμύθι της μουσικής (Εκδοτικός Οργανισμός Λιβάνη, 2008) το οποίο ανέβηκε ως μουσικοθεατρική παράσταση στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, στο Lincoln Center της Νέας Υόρκης και κατόπιν σε πολλά θέατρα ευρωπαϊκών πόλεων. Θέλεις να μας πεις δυο λόγια για αυτό; Νομίζω παραμένει πάντα επίκαιρο. 
Τα παραμύθια παραμένουν πάντα επίκαιρα. Είναι η αποκρυστάλλωση της ζωής και η ζωή στα βασικά της θέματα δεν αλλάζει. Τώρα που μπορώ να κοιτάξω μια στιγμή πίσω σε όλα τα βιβλία μου, εντυπωσιάζομαι από κάτι. Βλέπω πως όλα όσα διακρίθηκαν ήταν «καρπός υπακοής». Το Αν τ’ αγαπάς ξανάρχονται στον Νικόλα Ανδρικόπουλο που μου ζητά να γράψω ένα μικρό παραμύθι και το γράφω. Το παραμύθι της μουσικής στον σύζυγό μου, Κυριάκο, που μου ζητά να γράψω ένα παραμύθι μέσα από το οποίο θα περνούν τα παραδοσιακά μας όργανα και το έγραψα επειδή το ήθελε πάρα πολύ. Ως μουσικός, συνέλαβε πως ένα τέτοια παραμύθι μπορεί να βοηθήσει τα παιδιά να γνωρίσουν βιωματικά τον μουσικό πολιτισμό μας. Στη διάρκεια της συγγραφής του γεννήθηκε και η πρωταγωνίστρια Θεοδώρα που ως τυφλή πριγκίπισσα έχει ιδιαίτερο χάρισμα στη μουσική και όταν μεγαλώνει ζητά από τον πατέρα της να παντρευτεί μουσικό. Με την αφορμή του γάμου της, περνούν, λοιπόν, μουσικοί ερχόμενοι από διάφορες πόλεις της ευρύτερης μεσογειακής γειτονιάς μας με τα αντίστοιχα όργανα που ήθελε ο Κυριάκος. Το παραμύθι αυτό είναι σαν ένα ακόμα παιδί μας. Δυο χρόνια δουλέψαμε από κοινού στο κείμενο και στη μουσική, μέχρι να εκδοθεί ως βιβλίο από τις εκδόσεις Λιβάνη και ως cd από τον εκδοτικό οργανισμό Εν Χορδαίς.  Η επόμενη ανατύπωση του βιβλίου θα έχει πλέον μέσα και το cd.
Το παραμύθι αυτό αγαπιέται και συγκινεί μικρούς και μεγάλους γιατί είναι λουσμένο από φως της αγάπης. Οι μουσικές παραστάσεις που κάναμε ως τώρα σε διάφορες χώρες και γλώσσες απέδειξαν πως αυτό το παραμύθι πέρασε με επιτυχία τα σύνορα και αφορά πολλούς άλλους λαούς πέραν του δικού μας.

Το νεότερο βιβλίο σου Ο μικρός μονομάχος (Εκδοτικός Οργανισμός Λιβάνη, 2018) καταπιάνεται με ένα θέμα μάλλον δύσκολο, τι σε ώθησε να ασχοληθείς με αυτό; Ποια ήταν η αιτία ή καλύτερα η αφορμή για τη συγγραφή του βιβλίου αυτού; 
Είναι κι αυτό της ίδιας οικογένειας που σας έλεγα πριν. Καρπός υπακοής κι αυτό…
Μου το ζήτησε η Γιώτα Λιβάνη και είπα, αφού με εμπιστεύεται και μου το ζητάει, κάτι θα ξέρει παραπάνω από μένα. Εγώ δεν πίστευα πως μπορώ να γράψω ένα μεγάλο βιβλίο. Μα δεν είναι πιο ωραίο να πιστεύουν οι άλλοι σε σένα από το να πιστεύεις εσύ στον εαυτό σου; Ο άλλος είναι τα φτερά μας…
Έτσι, ξεκίνησα να γράφω χωρίς να έχω ιδέα τι θα προκύψει στη συνέχεια. Είπα θα προσπαθήσω να τιμήσω την εμπιστοσύνη της εκδότριάς μου κι ό,τι βγει. Κι έγραφα για πολλές μέρες. Ήταν σαν να κουβαλούσα μέσα μου για χρόνια, χωρίς να το ξέρω, ένα ασκί θεόκλειστο που επιτέλους άνοιξε και ξεχύθηκαν τα λόγια… Στο τέλος κατάλαβα πως ότι κατέθεσα σ’ αυτό το βιβλίο ήταν πράγματα που πονούν τα παιδιά. Πράγματα που με είχαν πονέσει κι εμένα πολύ συναντώντας αυτά τα πληγωμένα παιδιά που δε μιλούν, που κλωτσούν, που δεν τα ρώτησε ποτέ κανείς. Φοβόμαστε συνήθως να ακουμπήσουμε τις πληγές τους, και καλά κάνουμε. Δεν είναι εύκολο.  Υπάρχει κίνδυνος να ανοίξουμε μεγαλύτερες. Αλλά αν βρεθεί ο τρόπος, ένα χέρι τρυφερό πάνω τους, οι πληγές γιατρεύονται. Αυτό είναι το θαύμα της τέχνης, της λογοτεχνίας.
Μου κάνει μεγάλη εντύπωση πόσο ενθουσιάζονται τα παιδιά με τον Μικρό Μονομάχο. Πώς ξεδιπλώνουν τις πληγές τους, πώς βρίσκουν επιτέλους τον τρόπο να μιλήσουν για τα τραύματά τους που ως τώρα δεν έθιγαν. Το ζω αυτό που σας λέω στις παρουσιάσεις και συγκινούμαι βαθιά. Τελικά, νομίζω πως αν αφήσεις ελεύθερη την δική σου καρδιά να μιλήσει με ειλικρίνεια και εντιμότητα, είναι βέβαιο πως αυτό που θα πεις θα βρει κατευθείαν και τον άλλον στην καρδιά… Όπως λέει στον Μικρό Μονομάχο κι ο παππούς του: ο νους του ανθρώπου μπορεί να λαθέψει, η καρδιά δε λαθεύει ποτέ…
Χρωστώ όμως και γι’ αυτό το βιβλίο, όπως για όλα μου, μεγάλη ευγνωμοσύνη στους φίλους και στην οικογένειά μου που με βοήθησαν μετά τη συγγραφή του, να εντοπίσω τα προβλήματα που υπήρχαν και να κάνω τις αναγκαίες περικοπές και διορθώσεις. Όσο κι αν ένα έργο υπογράφεται μόνον από έναν που φέρει και την βασική ευθύνη, ωστόσο παραμένει πάντα ένα έργο συλλογικό…

Βασιλική σε ευχαριστώ πολύ…


Σύντομο Βιογραφικό της Βασιλικής Νευροκοπλή
vasilikh-neurokoplh-sparmatseto (1)Η Βασιλική Νευροκοπλή γεννήθηκε το 1968 στην Πρώτη Σερρών, τρίτο παιδί μιας πολύτεκνης ιερατικής οικογένειας. Από τότε ζει στη Θεσσαλονίκη. Φοίτησε στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης και στο Τμήμα Θεάτρου της ΑΣΚΤ. Διδάχθηκε τραγούδι από την Αναστασία Κουμπάκη και Θεωρία Βυζαντινής μουσικής στη Σχολή Βυζαντινής και Παραδοσιακής μουσικής Εν Χορδαίς. Αγαπάει ιδιαίτερα τη στιχουργική, τη ραπτική, την κηπουρική και τη μαγειρική. Από το 2007 συνεργάζεται με τον εκδοτικό οργανισμό Λιβάνη εκδίδοντας παραμύθια, πεζά και εφηβικό μυθιστόρημα, ενώ με την Ελληνική Βιβλική Εταιρία εξέδωσε τη σειρά «Οι ιστορίες του Καλλίστρατου». Βιβλία της έχουν τιμηθεί με ελληνικά και διεθνή βραβεία.

Περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να βρείτε στο BLOG και στο site της Βασιλικής Νευροκοπλή 






No comments:

Post a Comment

Σχόλια