Labels

Sunday, July 17, 2016

Τραγούδι της Αγίας Μαρίνας



Ο βασιλιάς τρελάθηκε. Ζητά να προσκυνούνε
την αφεντιά του σαν θεό. Έτσι να τον τιμούνε,
ποθεί Διοκλητιανός, στην αυτοκρατορία,
και όλοι συμμορφώνονται. Λένε: ακόμα ένας
μέσα στους τόσους μας θεούς είναι ίσον κανένας.
Εκτός από τους χριστιανούς, που τον Θεό λατρεύουν
τον Ένα Τρισυπόστατο, και άλλον δεν γυρεύουν.
Στην Πισιδία τον καιρό ετούτον που κυλάει,
Αιδέσιος, ο ιερεύς ειδώλων, αποκτάει
μια κόρη τόσο ομορφη που όλοι καμαρώνουν,
μα χάνει τη γυναίκα του και οι καημοί τον λιώνουν.
Την κόρη τώρα πώς μπορεί αυτός να μεγαλώσει;
Σε μια γυναίκα άξια, που 'χει και πείρα πόση, 
την παραδίνει γρήγορα, μα δίχως να γνωρίζει
πως τούτη είναι  χριστιανή και στο παιδί θα μάθει
την πίστη τη χριστιανική, ακέρια, δίχως λάθη
Φτάνει στα δεκαπέντε της, λοιπον, η θυγατέρα
και πάει στον πατέρα της και λέει μία μέρα
πως αγαπάει τον Χριστό και τον ποθεί η καρδια της
όσο δεν το φαντάζεται αυτός για τη σειρά της
Να σταυρωθώ, όπως Αυτός και να θαφτώ μαζί Του
να πάθω ό,τι έπαθε εις την ανάμνησή Του
ώστε να έρθει μια στιγμή που κόρη Του θα γίνω
και μες στη Βασιλεία Του για πάντοτε θα μείνω
Ο Ολύβριος, ο τύραννος της Πισιδίας τότε,
στέλνει και τη φωνάζουνε και σαν τη βλέπει: Πότε
τέτοιο κάλλος στον κόσμο μας γεννήθηκε; ρωτάει
και θαμπωμένος, τον Χριστό ν' αφήσει της ζητάει
Ν' αφήσω τον καλύτερο, του λέει, ποιον να πάρω;
Ό,τι κι αν κάνεις,τύραννε, εγώ Τον αγαπάω!
Της λέει λόγια μαγικά, τον ουρανό της τάζει,
μα η Μαρίνα ακλόνητη, καθόλου δεν αλλάζει
Τη δένουν τότε σε τροχό, ιδρώνουν και πασχίζουν
Τη δέρνουνε με ρόπαλα, τις σάρκες της ξεσκίζουν
Ποτάμι τρέχει άφθονο το αίμα της στο χώμα
μα τον Χριστό δεν το μπορεί΄να αρνηθεί ακόμα
Απ' ένα ξύλο την κρεμούν, τη γδέρνουνε με νύχια
Βάσανα πολυώδυνα περνάει μέρα νύχτα
μα κάνει την υπομονή που λίγοι τη μπορούνε
και την πετά σε φυλακή που όλοι τη μισούνε
Δίχως νερό και φαγητό, λένε, πως θα πεθάνει,
μα αυτή προσεύχεται στο Φως. Τη ραίνει και τη γιάνει.
Ξάφνου σεισμός τρομακτικός γίνεται και εισβάλλει
μες στο κελί της Δράκοντας με φοβερό κεφάλι
Τρομάζει, μα προσεύχεται στον Κύριο του κόσμου
κι ο δράκοντας ωρύεται. Τι κάνω τώρα, Φως μου;
Ρωτά κι αρπάζει ρόπαλο κι ο δαίμονας φοβάται
Ευθύς μεταμφιέζεται σε σκύλο που βρυχάται
Παίρνει η Μαρίνα το σφυρί και τον σφυροκοπάει
Παίρνει πόδι ο δαίμονας και άλλο δεν κοτάει
ν' αγγίξει την αθλήτρια που λάμπει σαν αστέρι
Τη φέρνουν στο κριτήριο και πάλι να προσφέρει
θυσία στους ανύπαρκτους θεούς τους των ειδώλων
Εκείνη πάλι: του Θεού είμαι εγώ των όλων,
τους λέει, και ανάβουνε λαμπάδες να την κάψουν
Πονά μα δεν υποχωρεί, κι αν όλη την ανάψουν
Γεμίζουν τότε πήλινο δοχείο και της βάζουν
την κεφαλή της στο νερό και να πνιγεί, προστάζουν
Εκείνη βγαίνει αλώβητη απ' όλα τα μαρτύρια
κι οι θεατές φωνάζουνε: τόσα βασανιστήρια
πώς δεν αγγίζουν τη μικρή; Είναι, λοιπόν, αληθεια
πως Ένας είναι ο Θεός! Φτάνουν τα παραμύθια.
Κι εμείς  μαζί σου είμαστε κι εμείς θα βαφτιστούμε
σ' Αυτόν που τόσο σ' αγαπά και θα Τον αγαπούμε!
Ο Ολύβριος ταράζεται που βλέπει να αλλάζουν
ειδωλολάτρες άπειροι που δεν τον λογαριάζουν
Φωνάζει τότε δήμιο να αποκεφαλίσει
αυτήν που τον ξευτέλισε, κι έτσι να ασφαλίσει
γερά την τυραννία του, την ειδωλολατρία,
κι υποταγή στο βασιλιά. Μόνο αυτά τα τρία
έχει τούτος ο δύστυχος, για άλλα δεν ελπίζει
Ο Κύριος στην κόρη του, τότε, όμως χαρίζει
έναν ουράνιο στέφανο, μαργαριτοπλεγμένο
και στ' όνομά της, ύστερα, λέει στον πονεμένο
του τότε και του σήμερα, μια δέηση να κάνει
και η Άγια-Μαρίνα Του, σ' ό,τι αυτός ζητάει
με θαύμα θα αποκρίνεται. Και ειδικά στους νέους
θα τρέχει και θα μεριμνά για αληθινούς, πηγαίους
καημούς και πόνους δύσκολους που έχουν στη ζωή τους
θα σκέπει πάντα πλάι τους για την απαντοχή τους.













No comments:

Post a Comment

Σχόλια