Labels

Wednesday, April 8, 2015

Ηθοποιός (κείμενο για την Μεγάλη Εβδομάδα)


Αγνώστου καλλιστέχνη, Μουσείο Αγίας Αικατερίνης Ηρακλείου


Τα παιδικά μου πόδια γυμνά τρέχουν στα χωράφια. Σκοντάφτω και πέφτω. Κυλιέμαι και σκάβω. Να δω τι κρύβει το χώμα που είμαι. Οι σπόροι κοιμούνται. Όσο κι αν θέλω να τους ξυπνήσω, δεν ήρθε ακόμα η ώρα τους.

«Αμήν, αμήν λέγω υμίν, εαν μη ο κόκκος του σίτου πεσών εις την γην αποθάνη, αυτός μόνος μένει εάν δε αποθάνη, πολύν καρπόν φέρει…». Είναι Μ.Τετάρτη.

Ηθοποιός από πάντα, στην αιώνια σκηνή της ψυχής μου μελετώ και δοκιμάζω όλους του ρόλους  από τους πιο συμπαθείς μέχρι τους πλέον ειδεχθείς. Η δίψα μου είναι ακόρεστη, όση για την ομορφιά άλλη τόση για την ασχήμια, να ψηλαφίσω, να αισθανθώ, να καταλάβω τις ψυχές και τα πάθη τους, να τις αγαπήσω. Εγώ είμαι η πόρνη της Μ. Τρίτης που στο βλέμμα του Χριστού συντρίβονται μέσα μου τα θεμέλια του πιο ισχυρού μύθου σε ολόκληρη την ιστορία του κόσμου, του μύθου της ηδονής. Κλαίω πικρά, δίχως να γνωρίζω τι είναι μετάνοια και τι σωτηρία, κλαίω για τα χρόνια που έζησα μέσα στην εξαπάτηση, στο ψέμα, στη ζοφώδη και ασέληνη νύχτα. Πνίγομαι στα δάκρυα και για πρώτη φορά καθώς πλένω τα πόδια του Κυρίου μου μια ειρήνη με πλημμυρίζει, μια ειρήνη που σημάνει το τέλος των επιθυμιών. Το μόνο που ζητώ είναι να πλένω πόδια.

Την ίδια ώρα σ’ αυτήν την κυκλική σκηνή της ψυχής μου συνυπάρχουν αναρίθμητοι ρόλοι. Τη στιγμή που προδίδω τον Κύριό μου, μισώ τους ανθρώπους που ξοδεύουν άσκοπα χρήματα σαν αυτή τη γυναίκα που έδωσε μια περιουσία για ν’ αγοράσει το πανάκριβο μύρο ν’ αλείψει τα πόδια του Διδασκάλου για να πεταχτεί κατόπιν στις αποχετεύσεις. Τριάντα αργύρια δεν είναι πολλά, αλλά δεν είναι και λίγα, θα ξεφύγω απ’ τη φτώχεια, θα κάνω ένα σπίτι, θα παντρευτώ, θα φυλάξω και μερικά για ώρα ανάγκης και με μια καλή διαχείριση θα αυγατίσουν. Όχι, δεν είναι πολλά για έναν Διδάσκαλο. Έπρεπε να ζητήσω περισσότερα, θα μου τα δίνανε, πρέπει ν’ αρπάζεις τις ευκαιρίες απ’ τα μαλλιά, δε σου τυχαίνει κάθε μέρα ένας Διδάσκαλος, αν και είναι καλός, τόσο καλός που τον εκμεταλλεύονται και δεν το καταλαβαίνει, τον τρέχουν από δω κι από κει να κάνει θαύματα, κι όλα έχουν να κάνουν με σιχαμερές αρρώστιες, είναι άδικο αυτό, δεν είδα να κάνει κανέναν φτωχό πλούσιο, ούτε κανένα βλάκα έξυπνο, τέλος πάντων σε λίγο όλα θα έχουν τελειώσει, θα τον πιάσουν, ποιος ξέρει τι θα του κάνουν, δε μπορεί μέρες που’ ναι να τον σταυρώσουν, στο κάτω κάτω τόσους μαθητές έχει ας τον σώσουν, είναι λίγα τα χρήματα αλλά όχι να τον σταυρώσουν κιόλας, κι αν τον σταυρώσουν, αν τον σταυρώσουν εξαιτίας μου, αν είμαι εγώ η αιτία, είναι πάρα πολύ λίγα τα χρήματα για το αίμα του Διδασκάλου, δε θέλω, όχι δε θέλω καθόλου, πάρτε τα, με τρων τα χέρια μου, το χρυσάφι γεννά αίμα, αίμα, αίμα…

Όχι, δεν βιώνω την αυτοκτονία, ίσως γιατί κατά βάθος δεν πιστεύω πως ο Ιούδας αυτοκτόνησε. Είναι θαρρώ κάπου εκεί κρυμμένος πίσω από την ξερή συκιά και κλαίει. Είναι η πρώτη φορά που κλαίει, γι’ αυτό κανείς δεν τον αναγνωρίζει. Ας μου συγχωρεθεί η παραλλαγή αυτή από την Ιστορία και τον Θεό. Εκείνος, όπως κι εγώ «ου γαρ οίδαμεν τι ποιήσαμεν».

Κοιμάμαι μαζί με τους αδελφούς μου και μαθητές του Κυρίου στον κήπο της Γεθσημανής, κουρασμένη, όλη μέρα στους δρόμους, με ελάχιστο φαγητό και ατελείωτες συζητήσεις. Παίρνω το μέρος του Πέτρου, είμαι μαζί του, θυμώνω και βγάζω αστραπιαία το μαχαίρι απ’ τη θήκη, κόβω το αφτί του δούλου που τολμά να συλλάβει τον Κύριό μου, τον άκακο, τον φίλο, αδελφό και πατέρα μας. Το αφτί νεκρό στο χώμα, ο δούλος σπαράζει κι ο Διδάσκαλος με προστάζει να βάλω μέσα το μαχαίρι, θεραπεύει το αφτί του δούλου, δε μιλά για τη στιγμή αυτή, ποτέ δε μιλά για τη στιγμή του γεγονότος. Η στιγμή στα λόγια του προεκτείνεται στους αιώνες κι εγώ δεν καταλαβαίνω τίποτα.
«Απόστρεψόν σου την μάχαιραν εις τον τόπον εαυτής πάντες γαρ οι λαβόντες μάχαιραν εις μάχαιραν εν μαχαίρα απολλούνται…»
Το μαχαίρι πρέπει να μείνει για πάντα στη θήκη, να μη βγει ποτέ, είναι άχρηστο το μαχαίρι όταν δεν κόβει αφτιά, όταν δεν αφαιρεί ζωές, να μείνει στη θήκη και να πεταχτεί μαζί της, τι να την κάνεις μια θήκη μ’ ένα μαχαίρι που δεν αφαιρεί τίποτα. Δεν αντέχω την αγάπη Του, γιατί τον νοιάζει για τον δούλο που έρχεται να τον συλλάβει, γιατί τον θεραπεύει, δεν καταλαβαίνω, μόνο τον αγαπώ με μια αγάπη ανάπηρη, θα μείνω κοντά του, είναι ο δικός μου Διδάσκαλος, εγώ θα τον υπερασπίσω, μόνος του δεν μπορεί, τι εννοεί για τον πετεινό δεν ξέρω, εγώ αν ήμουν μαζί του, όχι βέβαια, εμένα με είδες στον κήπο της Γεσθημανής, αποκλείεται, ένας απ’ αυτούς εγώ, δεν καταλαβαίνω γιατί πράγμα μιλάτε, κάποια σκευωρία έχει στηθεί εναντίον μου, ξημέρωσε επιτέλους, πρέπει να φύγω το γρηγορότερο από δω, πως πέρασε η ώρα δεν το κατάλαβα, λάλησε ο πετεινός, έχει κρύο, πολύ κρύο, τρέμω, αφήστε με λίγο στη φωτιά, σβήνει η φωτιά, φοβάμαι, φοβάμαι το κρύο, τη νύχτα, την παιδίσκη ταύτη και την άλλη και τους εστώτες και τους πετεινούς, αυτούς τους φοβάμαι πιο πολύ απ’ όλους, γιατί λαλούν έτσι δαιμονισμένα, Κύριε, Κύριε… ακόμη κι εγώ… εγώ… σε αρνήθηκα.

Εγώ είμαι και ο Πιλάτος. Τι δουλειά έχω εγώ να παίρνω τέτοιες αποφάσεις, τόσο καλός άνθρωπος, τι σας έφταιξε, τι παράξενος που είναι ο κόσμος, όπου τον πάνε οι γραμματείς κι οι φαρισαίοι, τι ωραία που μιλάει, αλήθεια, τι είναι αλήθεια; Αλήθεια είναι ότι σε λίγο θα σε σταυρώσουν, κρίμα τόσο γλυκός, αρνάκι του θεού, ποιον να πειράξει αυτός ο άνθρωπος, εδώ ούτε καν τον εαυτό του υπερασπίζεται θα κάνει κακό στους άλλους, τι τα ήθελα εγώ τα αξιώματα, αυτά έχουν, πρέπει να αποφασίζεις, αλλά να ήσουν και ελεύθερος ν’ αποφασίζεις, υπάρχει ο Καίσαρας, αν με πετάξει απ’ τη θέση μου σαν εχθρό του, ο λαός είναι εξοργισμένος, τι κακό του βρίσκετε, αυτόν αντί τον Βαραββά που  έκλεισε τα σπίτια σας, ζαλίστηκα, δε θέλω να έχω καμία σχέση, αφήστε με μόνο, στην ησυχία μου, πάρτε τον και κάντε τον ό,τι θέλετε, δε ξέρω τίποτα. Νίπτω τας χείρας μου.
Κάθε βράδυ πριν ξαπλώσω στο κρεβάτι νίπτω τας χείρας μου και μετά τα κοιτώ. Κάθε πρωί που πλένομαι τα ξανακοιτώ. Τρώω και δεν κοιτώ το φαγητό αλλά τα χέρια μου. Αυτά τα χέρια που από τότε άρχισαν να μαυρίζουν, ν’ αδυνατίζουν, να γίνονται δύσκαμπτα. Γέμισε ο κόσμος άπλυτα χέρια, όπου και να κοιτάξω, ό,τι και να σκεφτώ, ό,τι κι αν νιώσω είναι χέρια, χέρια που νόμιζαν πως θ’ απαλλαγούν από την ευθύνη με λίγο νερό. Νόμιζα πως ήταν νερό και δεν πρόσεξα ο δειλός πως το υγρό κοκκίνιζε, κοκκίνιζε κι έτρεχε, ποτάμι ανηφόριζε το Γολγοθά.


Παρατηρώ τα χέρια των ανθρώπων. Αυτών των μελών του σώματος που αθόρυβα και σιωπηλά προδίδουν τόσα για τις ζωές και τις ψυχές τους.
Τα μικρά και λεπτά, εντελώς αθώα των βρεφών που κινούνται χαρούμενα στον αέρα παίζοντας με το αόρατο. Τα επιδέξια που τυλίγουν πακέτα, διορθώνουν ρολόγια, φτιάχνουν κοσμήματα, κουρεύουν, ανοίγουν φύλλο για πίτες. Τα εμπνευσμένα που παίζουν μουσική, σχεδιάζουν, ζωγραφίζουν, πλάθουν τον πηλό, σκαλίζουν την πέτρα, κινούν τις μαριονέτες. Τα εργατικά που σκάβουν, μπογιατίζουν, χτίζουν, κουβαλούν, καθαρίζουν, πλένουν, ράβουν, μπουρλιάζουν τα καπνά, ψαρεύουν, κάνουν αμέτρητες φορές την ίδια κίνηση στο εργοστάσιο. Τα φιλομαθή που γράφουν, διαβάζουν, γυρνούν τις σελίδες, βυθίζονται στους κώδικες, αντιγράφουν, ψαύουν πέτρες, ψηφιδωτά, κεραμίδια. Τα στοργικά χέρια που κρατούν το παιδί, το γέρο, τον άρρωστο, τον αγαπημένο, τον πελάτη, την εικόνα, τη φωτογραφία, το σταυρό, τα κόκαλα. Τα σεβάσμια που στέκουν σταυρωμένα κι ακίνητα, στηρίζονται στο μπαστούνι, τρων το γιαούρτι, εκλιπαρούν το έλεος, τη φιλανθρωπία, υψώνονται στον ουρανό και καταφιλούν τους αγγέλους, που υπηρετούν, σκουπίζουν δάκρυα, φροντίζουν παραπληγικούς, κουβαλούν ανάπηρους, ανάβουν καντήλια. Τόσα χέρια ζωγραφισμένα στους τοίχους να κρατούν ασπίδες και δόρατα, στέμματα βασιλικά και κομποσκοίνια, σκοτώνουν δράκους, κυνηγούν δαίμονες, κρατούν το κεφάλι τους σε πιάτο, παίρνουν ψυχές. Προσευχές, προσευχές, τόσα χέρια φτερά των ανθρώπων, ακτίνες άυλου φωτός… Αλλά και άλλα τόσα που αρπάζουν, βιάζουν, αφαιρούν ζωές, κλέβουν, βασανίζουν και στο τέλος συντρίβονται ως σκεύη κεραμέως και που ίσως αναστηθούν κι αυτά ακέραια μαζί με τα χέρια του Πιλάτου χάριν κάποιων άλλων χεριών που με παράλογη αγάπη ευχήθηκαν κι έκλαψαν γι’ αυτά.

Έτσι κυλούν οι αιώνες κι έτσι ζουν όλοι στο παρόν. Έτσι ενοποιείται ο τεμαχισμένος χρόνος κι αποκαθάρονται οι φθαρμένες μας συνειδήσεις. Ένα αόρατο πλέγμα χεριών στους ορίζοντες μας σκέπει πάντοτε. Ένα απαράμιλλο ζευγάρι θείων χεριών που ενώνουν τα πριν διεστώτα εκτεινόμενο πάνω στο σταυρό σηκώνει το βάρος των αιματοκυλισμένων αιώνων που το νερό όλων των ποταμών δε φτάνει να ξεπλύνει, μετατρέποντας το ορμητικό πέρασμα της βίας σε συγχώρεση.


Έγινα μαθητής κρυφός, σιωπηλός, προσεκτικός. Δεν ήθελα να δώσω αφορμή στη δουλειά μου, να με χαρακτηρίσουν, να με ρωτούν, να με κατηγορούν πίσω από την πλάτη μου, εξάλλου μπορεί και να με έδιωχναν, δεν φαίνονται να έχουν σε ιδιαίτερη εκτίμηση τον Ναζωραίο. Ούτε η οικογένεια θέλω να ξέρει, κανείς δε θέλω να ξέρει, τον πιστεύω τον Κύριο, τον πιστεύω για μένα, είπαν πως πέθανε, πως τον σταύρωσαν, δεν πήγα, δεν ήμουν εκεί μήπως με πάρει κανένα μάτι, για να το λέει όμως όλος ο κόσμος θα ’ναι αλήθεια, πιστεύω στα λόγια Του, δεν απελπίζομαι που πέθανε, μου το είπε πως θ’ αναστηθεί, ποιος θα τον θάψει, είναι Παρασκευή, άκουσα πως σκορπίστηκαν οι μαθητές του, φοβήθηκαν, όχι δεν πρέπει να πάρουν το σώμα του Κυρίου μου οι στρατιώτες, οι μαθητές, πού είναι οι μαθητές, εγώ, είμαι κι εγώ μαθητής, εγώ θα πάω, ακόμα και μόνος, κι ας το μάθουν, δεν μπορώ ν’ αφήσω το σώμα του Κυρίου μου στους άπιστους. Θα μιλήσω στο Νικόδημο, είναι πλούσιος, έχει δύναμη, και αν χρειαστεί θα πληρώσει, θα πάρουμε και τα μύρα, Κύριε μου, Κύριέ μου, Κύριε, πώς πιάνω εγώ το σώμα σου το άγιο, το πανάγιο, το ακηλίδωτο, πώς δε μου καίγονται τα χέρια, ολόκληρος πώς δε καίγομαι, θα λιποθυμήσω, δεν αντέχει η καρδιά μου, να κρατώ εγώ ο δειλός το δικό σου σώμα, Νικόδημε βοήθησέ με να σηκώσω την τόση ταπείνωση. Οίμοι, γλυκύτατε Ιησού!

Κηδεύεται σήμερα η ζωή των πάντων. Μαζί της κηδεύονται πέντε φαντάροι στον Έβρο που προσπάθησαν να σηκώσουν το στύλο του συμβόλου της πατρίδας μας, την ελληνική σημαία. Κάηκαν, μόλις αυτός ακούμπησε στα ηλεκτροφόρα σύρματα. Θρηνεί η μητέρα του Χριστού και σπαράττεται τα σπλάχνα λέγουσα: «Υιέ μου που το κάλλος έδυ της μορφής Σου». Άλλες πέντε μανούλες κλαίνε μαζί της τους γιους τους, και ποιος ξέρει πόσες άλλες στο Ιράκ, στο Ισραήλ κλαίνε το αίμα, ίσως το όχι εντελώς αθώο, πάντως το αδικοχυμένο. Στην Κάρπαθο, τέτοια μέρα, ο Επιτάφιος στολίζεται με φωτογραφίες όλων των νεκρών του χωριού. Τους μοιρολογούν όλους μαζί με το Χριστό.

«Σώσον με, ο Θεός, ότι εισήλθοσαν ύδατα έως ψυχής μου…».



Βασλική Νευροκοπλή, "Σε Τέμπο κόκκινο", εκδ. Λιβάνη, 2008

2 comments:

  1. Πολύ ενδιαφέρον και ιδιαίτερο κείμενο!

    ReplyDelete
  2. Ευχαριστώ... Καλή Ανάσταση!!!

    ReplyDelete

Σχόλια