Labels

Tuesday, September 30, 2014

Η φίλη της Ευαγγελίας



Στο ψυχρό σαλόνι της Παθολόγου η τηλεόραση παίζει μια εκπομπη του Μαμαλάκη σε ένταση που το ευήκοο αφτί μου αδυνατεί ν' ακούσει, ενώ το τηλεχειριστήριο δεν φαίνεται πουθενά για να τη δυναμώσω. Χτυπά το κουδούνι, η αόρατη γιατρός ανοίγει και μπαίνει μια κυρία μεσόκοπη, ψηλή, καρδαμωμένη, με βαμμένα καστανά κοντά μαλλιά, ελαφρώς κυρτωμένη πλάτη, ντύσιμο απλό, μια μακό μπλούζα και μια φούστα λίγο κάτω απ' το γόνατο ίσια σε χρώματα απαλά, σχεδόν αδιάφορα. Κάθεται σε καρέκλα που κοιτάζει προς τον τοίχο, ενώ η τηλεόραση παίζει δεξιά της σε γωνία ενενήντα μοιρών. Σταυρώνει ήσυχα τα χέρια της πάνω στην ελαφρώς φουσκωμένη κοιλιά της. Θα πρέπει να είναι λιγο πάνω από εξήντα. Πότε πότε στρέφει το σιωπηλό της πρόσωπο και κοιτάζει αστραπιαία την οθόνη. Δε μοιάζει να την ενδιαφέρει η εκπομπή. 

Το πρόσωπό της είναι γεμάτο συγκατάβαση, χωνεμένους πόνους παρόμοιους με τις βαθιές ρίζες των δέντρων που μεγαλώνουν επειδή συμβαίνει να βρέχει και όχι επειδή μεριμνούν τα ίδια. Με κοιτάζει στα κλεφτά. Μια εμένα, μια τον Μαμαλάκη. "Ωραία η συνταγή του για τους λαχανοσαρμάδες" μου λέει. Συγκατανεύω για να μην διαφωνήσω. Κάτι παραπάνω θα έχει ακούσει από μένα, που δεν έχω ακούσει τίποτα και δεν διακρίνω και την εικόνα καθαρά. "Εγώ όμως, ξέρω μια καλύτερη, δηλαδή όχι εγώ, δεν είναι δική μου, είναι της φίλης μου, μια μαγείρισσα... Ό,τι έχω μάθει στη μαγειρική σ' αυτήν το χρωστάω, στην Βαγγελίτσα μου" "Μπορείτε να μου πείτε τη συνταγή;" τη ρωτώ. "Ναι" απαντά πρόθυμα θαρρείς και περίμενε πώς και πώς την ερώτησή μου και δεν κρατιόταν άλλο, "τσιγαρίζεις λίγο πρώτα το κρεμμύδι πριν το βάλεις στο μείγμα με τον ωμό κιμά στο μπολ για να ζυμώσεις όλα τα υλικά, κρεμμυδάκι, αλάτι, πιπέρι κι αυτά. Αυτό είναι το βασικό. Δεν βάζεις ωμό το κρεμμύδι να το ζυμώσεις, πρώτα λίγο το γυρνάς. Και δεν βάζεις ποτέ άνηθο, όπως κάνουν κάποιοι. Το βαραίνει. Οι λαχανοσαρμάδες θέλουν μαϊντανό. Αν το κάνεις, θα με θυμηθείς" "Θα το κάνω". 


Μετά τη συνταγή και την ανταλλαγή βλεμμάτων ικανών ν' αφαιρέσουν τα τελευταία εμπόδια απο τους δρόμους της επικοινωνίας δύο ξένων, αρχίζει να μου μιλά για τη φίλη της και να ξεδιπλώνει σαν λσχανόφυλλα την ιστορία της προκειμένου να τα γεμίσει με τον κιμά της αλεσμένης της ζωής,  αφού πρώτα τον ανακατέψει με τις τσιγαρισμένες της στιγμές. 


"Αχ, η Βαγγελίτσα μου, η φίλη μου, τέτοια μαγείρσσα δεν υπάρχει... Είμασταν απ' το πρωί ως το βράδυ μαζί, χρόνια ολόκληρα. Μόνο ο ύπνος μας χώριζε. Έμενε δίπλα μας, στη διπλανή οικοδομή. Εμείς είχαμε ένα σπίτι, ένα σπίτι, δε σου λέω τίποτα. Μια διώροφη μονοκατοικία με κήπο. Ο άντρας μου τον είχε κάνει παράδεισο, τι δέντρα, τι λουλούδια, μέχρι και συντριβάνι είχε φτιάξει. Τι ζήσαμε εκεί σαράντα χρόνια, τι παρέες, τι γλέντια, τι τσίπουρα, τι φαγητά. Έρχονταν κι η Βαγγελιτσα και με βοηθούσε, τι να σου λέω..." "Πού ήταν το σπίτι σας" "Στο τέρμα της Ρήγα Φερραίου, εδώ πιο κάτω. Όταν  αποφάσισε ο Δήμος να κάνει διαπλάτυνση, μας το ζήτησε. Δε θέλαμε να το δώσουμε, μα δεν μπορούσαμε να κάνουμε κάτι. Μας έδωσαν κάποια χρήματα, αγορασαμε ένα διαμερισμα λίγο παρακάτω, το φτιάξαμε, το επιπλώσαμε, το ετοιμάσαμε ως την τελευταία λεπτομέρεια. Ο άντρας μου έλεγε και ξανάλεγε: "Τη μέρα που θα γκρεμίσουν το σπίτι μας, εγώ θα πεθάνω". Πήγαινε και το έβλεπε κάθε μέρα κι ας ζούσαμε πια στο διαμέρισμα. Τη μέρα που το γκρέμισαν πέθανε. Έπαθε συγκοπή εκεί μπροστά στις φαγάνες. Πέθανε. Ακριβώς όπως το 'λεγε... Μοναδική μου παρηγοριά έμεινε η φίλη μου... Ένα χρόνο πριν της πήρε διαμέρισμα η κόρη της στον Εύοσμο και πήγε κοντά της να τη βοηθά που απέκτησε μωρό. Πόσο έκλαψα..." "Δε μιλάτε στο τηλέφωνο;" "Μιλάμε, πώς δε μιλάμε, κάθε μέρα, αλλά δεν είναι το ίδιο. Πολλές φορές κλαίμε κι οι δυο, τι βλακεία έκανα που έφυγα από κοντά σου, μου λέει, το μετάνιωσα χίλιες φορές, αλλά τώρα είναι αργά. Τέτοια μαγείρισσα δεν υπάρχει, δεν υπάρχει... και σε κάθε τηλεφώνημα καινούρια συνταγή, δική της, όλα δικά της..."


Το βλέμμα της βυθίζεται στον τοίχο. Η εκπομπή του Μαμαλάκη έχει τελειώσει. Εγώ δεν μπορώ να χωνέψω πώς πέθανε ο άντρας της, δεν μπορώ να δεχτώ πώς εξαγοράζεται η ζωή ενός ανθρώπου μ' ένα διαμέρισμα, πόσο κοστίζει μια διαπλάτυνση, πώς μετριέται ο μόχθος, ο έρωτας, η κάθε στιγμή της σχέσης του ανθρώπου με τον κήπο του, το σπίτι του, τις πέτρες, τον αέρα... "Τώρα μαγειρεύω για τα παιδιά και τα εγγόνια μου. Ο μεγάλςο μου εγγονός δεν τον θέλει τον μαϊντανό, του βάζω άνηθο στους λαχανοσαρμάδες, ο μικρός δεν έχει θέμα, δεν τους χαλάω χατίρι, κάνω στον καθένα ό,τι του αρέσει". Γιατί πεθαίνει ένας άνθρωπος; Επειδή τέλειωσαν οι μέρες που του είχε ορίσει ο Θεός ή επειδή του γκρέμισαν το σπίτι που έχτισε με τα χέρια του; Πώς ξέρει ένας άνθρωπος ότι θα πεθάνει; Έχει ταυτίσει την ύπαρξή του με το έργο του που θα το γκρεμίσει ο Δήμος και είναι σίγουρος πως δε θα το αντέξει, ή υπάρχει ένα προάγγελμα μέσα του μυστικό; Ξεγέλασε ποτέ κανείς το Χάρο;

Ανοίγει η πόρτα. Η κατεψυγμένη γιατρός με κοιτάζει έκπληκτη που σηκώνομαι, αλλά εγώ θέλω να μείνω με την άγνωστη κυρία που δεν ξέρω το όνομά της, παρά μόνο το όνομα της φίλης της ξέρω που πλέον δεν μένει κοντά της, και πόσο άδικα πέθανε ο άντρας της ο μερακλής. Η αδιάφορη όσο και το σαλόνι της γιατρός,  με σταματά και μου τονίζει σαν αυστηρή δασκάλα πως δεν είχαμε ραντεβού και πως κανονικά πρέπει να περάσει η άγνωστη κυρία που αν και ήρθε μετά από μένα είχε ραντεβού. Εγώ προτίθεμαι να περιμένω και το δηλώνω, αλλά η φίλη της κυρίας Ευαγγελίας επιμένει να περάσω λέγοντας ξανά και ξανά "δεν πειράζει, δεν πειράζει καθόλου". 
Τι να πειράζει; Τι μπορεί να την πειράξει πια; Αυτή είναι πλέον ελεύθερη από πειρασμούς... Ή μήπως όχι;




No comments:

Post a Comment

Σχόλια