Παρακευή βράδυ, λίγο πριν πέσουμε για ύπνο, μου θυμίζει ο Κ. πως ξημερώνει Ψυχοσάββατο. Στεναχωριέμαι που δεν το ήξερα για να προετοιμαστώ όπως θα έπρεπε και θα ήθελα. Οι νεκροί μας αυξήθηκαν τα τελευταία χρόνια. Ούτε ένας, ούτε δύο. Μεγάλοι και παιδιά. Θέλω οπωσδήποτε να φτιάχνω κόλλυβα. Ανοίγω το ντουλάπι με τα βάζα από το γάλα Γεωργικής Σχολής, μέσα στα οποία φυλάγω τα όσπρια. Ανάμεσα στο ρύζι και τα φασόλια βρίσκω ένα με λίγο σιτάρι. Ευτυχώς έχω στο ψυγείο λίγα φουντούκια και αμύγδαλα ωμά. Κάτι γίνεται. "Παλεύεται" που λεν και τα εφηβάκια. Βράζω στον βραστήρα νερό και αφήνω μέσα το σιτάρι όλη τη νύχτα.
Ξυπνώ το πρωί και βλέπω πως δε χρειάζεται βράσιμο, είναι έτοιμο. Στο αντικολλητικό τηγάνι φέρνω λίγες βόλτες τα φουντούκια και μετά τα αμύγδαλα ίσα ίσα να πάρουν λίγο χρώμα, αφού τα ψιλοκόψει το μπλέντερ. Άντε και δυο χούφτες αλεύρι. -Τι μπέρδεμα είχα από παιδί, κάθε φορά να αναρωτιέμαι: πώς το λέμε, χούφτες ή φούχτες; ακόμα δεν είμαι σίγουρη-. Τα ανακτεύω, βάζω και λίγη κανέλα. Δεν έχω άχνη. Χτυπάω και λίγη ζάχαρη στο μπλέντερ, και όλα είναι εντάξει. Δεν είναι και τα καλύτερα κόλλυβα που έχω φτιάξει, αλλά έκανα ό,τι μπορούσα. Μα όταν θα έρθει η ώρα να τα δοκιμάσω, για μια ακόμη φορά θα διαπιστώσω πως το ελλειματικό συχνά είναι ανώτερο από το ολοκληρωμένο, το πλήρες, το άρτιο. Κάποιο μυστικό υπάρχει που ακόμα δεν το έχω αποκρυπτογραφήσει.
Με το που φτάνουμε στη Μονή Βλατάδων παγώνουμε. Στην Ωραία Πύλη ο π.Ν. διαβάζει το τελευταίο όνομα και ο ψάλτης ξεκινά να ψάλλει μεγαλοπρεπώς το "Αιωνία η μνήμη". Γυρίζω και βλέπω τον Κ. όπου από στεναχώρια όλα τα χαρακτηριστικά του προσώπου του έχουν χαμηλώσει. Τον σπρώχνω στον αγκώνα να προχωρήσει. Δεν κουνιέται. Τον σπρώχνω λίγο παραπάνω: "Πήγαινε τώρα, πήγαινε", λέω, και ξεκινά να προχωρά. Ξαφνικά ο ιερέας διακόπτει αιφνιδιαστικά τον ψάλτη και προσθέτοντας τις δύο μικρές αλλά καίριες λέξεις "και υπέρ", διαβάζει τα ονόματα των νεκρών μας.
Τέτοια μέρα αισθάνομαι πως ενώνεται η γη με τον ουρανό. Νιώθω βαθιά μέσα μου πως εκεί πάνω γίνεται μεγάλο πανηγρύρι και γεμίζω χαρά. Ένα πανηγύρι όλως διάφορο απ' αυτό των Αποκριών. Σ' αυτό είμαι μέτοχος και συνεργός, πανηγυριστής με τα όλα του, έστω και την ύστατη στιγμή.
Μετά την απόλυση και ενώ στον νάρθηκα και έξω στην αυλή οι γυναίκες μοιράζουν τα κόλλυβά τους στους μη έχοντες, βγαίνει ο π.Ν. και του λέω:
- Σε περίπτωση που αν, λέμε τώρα, αν μπούμε τελικά στον Παράδεισο, θα είμαστε οι της δωδεκάτης...
-Δεν πειράζει, και την δωδεκάτη να έρθετε, θα μπείτε, απαντά γελώντας.
-Πολύ φοβάμαι όμως πως ενδέχεται να είναι δώδεκα και κάτι...
Μένω λίγο παραπάνω μέσα στον ναό. Τέτοια ώρα που ήρθα δε μου πάει καρδιά να ξεκολλήσω. Θυμάμαι τα λόγια της γερόντισσας Γαβριηλίας που παρότρυνε να μην φεύγουμε από τον ναό αμέσως μετά τη Λειτουργία. "Οι άγγελοι είναι ακόμα εκεί", έλεγε, "μείνετε λίγο μαζί τους".
Επιστρέφω στο σπίτι και αφού συμαζέψω το μπάχαλο της κουζίνας και του σαλονιού που ακόμα μια χαρά βαστά τα πρώτα μας φοιτητικά έπιπλα -ο μεσήλικας αρχιτέκτονας φίλος όταν μπήκε στο σπίτι πρώτη φορά ανέκραξε έκπληκτος: "μα εσείς είστε φτωχοί!", ζήτημα που ποτέ δεν έτυχε να με απασχολήσει ιδιαιτέρως-, βάζω μια σούπα με μοσχαράκι και λαχανικά να βράσει για να έρθει να φάει κι ο μπαμπάς που τρώει νωρίς και έχει μείνει αυτές τις μέρες χωρίς τη μαμά που λείπει απ' τη Σαλονίκη. Απλώνω τα ρούχα και παίρνω τηλέφωνο το μάστορα να έρθει να φτιάξει το στεγνωτήριο που εδώ και δέκα μέρες έχει χαλάσει. Μένω με το ακουστικό στο χέρι καθώς τον ακούω: "Να μπεις στο ίντερνετ, να πατήσεις Miele, τον τύπο του πλυντηρίου και μετά να πας στα "προβλήματα", να διαβάσεις τις οδηγίες και θα το φτιάξεις". Λοιπόν, αυτή την πλευρά της δικτυακής εποχής μου είχε διαφύγει. Έπρεπε να μου την επισημάνει ο μάστορας, ο οποίος απ' ότι φαίνεται μάλλον εξέπεσε πλέον στην συμπαθή τάξη των τηλεφωνητών που δίνουν πληροφορίες...
Ξεκουράζομαι το μεσημέρι, ξυπνώ, πίνω τη σοκολάτα μου, γράφω, και το βράδυ ο Κ. απλώνει το άσπρο σεντόνι πάνω στη βιβλιοθήκη, στηρίζοντάς το κάτω από τα κεραμικά που μου έχει κάνέι δώρο ο πιο ηλικιωμένος φίλος μου -μοιράζει τα συλλεκτικά του προσφιλή αντικείμενα στους φίλους του ώστε όταν πεθάνει να μην καταλήξουν στους παλιατζήδες τους οποίους όμως επισκέπτεται κάθε μέρα ανελλιπώς-. Ο προτζέκτορας ανάβει και ξεκινά η προβολή της ταινίας "The Soloist".
Ένας δημοσιογράφος των Times του Λος Άντζελες πάνω στην προσπάθειά του να γεμίσει τη στήλη του στην εφημερίδα, σταματά μπροστά σ' έναν Αφροαμερικανό που παίζει στο δρόμο ένα βιολί που του έχουν απομείνει δύο χορδές. Ξεκινά μια σχέση ανάμεσα στους δύο άντρες που ξεπερνά το κίνητρο του άρθρου. Ο εξαιρετικά ταλαντούχος μουσικός είναι άστεγος και σχιζοφρενής όπως αποκεικνύεται στη συνέχεια. Το όνειρό του είναι να αποκτήσει τις άλλες δύο χορδές για να μπορεί να παίζει Μπετόβεν. Πιστεύει ακράδαντα πως οι πλέον κατάλληλες συνθήκες για την μουσική του είναι οι πολύβουοι δρόμοι και πως το πεζοδρόμιο τού εξασφαλίζει τον απαιτούμενο αέρα που απουσιάζει από τα διαμερίσματα. Είναι βέβαιος πως ο Μπετόβεν κυκλοφορεί στους δρόμους και όχι στις αίθουσες μουσικής.
Κρατώ την σκηνή όπου απλώνει τα χαρτιά του στο δρόμο για να κοιμηθεί, ενώ δίπλα του κάθεται ο δημοσιογράφος ολότελα απελπισμένος που δε μπορεί να βοηθήσει τον φίλο του να ζήσει μια καλύτερη, κατά τη γνώμη του, ζωή. Λίγο πριν τον πάρει ο ύπνος, ο μουσικός, λέει το "Πάτερ ημών". Ποτέ μου δεν έχω ξανακούσει την κυριακή προσευχή, όπως ονομάζεται, τόσο αργά, τόσο καρδιακά, με τέτοια πίστη και αλήθεια ειπωμένη, ενώ ο φακός παίρνει πλάνα από τον δρόμο των άστεγων μαύρων, όπου άλλοι μεθυσμένοι χτυπιούνται, άλλοι βρίζονται, σε άλλους μοιράζεται φαγητό ενώ ακούγεται από τα χείλη του μαύρου η φράση : "... τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον...".
Σ' αυτό το σημείο λέω δυνατά:
-Αυτός ο άνθρωπος είναι ευτυχισμένος.
-Αυτό το λες εσύ που έχεις το σπιτάκι σου, τη ζέστη σου, καπνίζεις το τσιγάρο σου και πίνεις το κρασί σου, ενώ αυτός δεν έχει τίποτα, μου απαντά ορμητικά η έφηβη Κ.
Κάτι πάω να συμπληρώσω και παραιτούμαι από την εξωστρέφεια. Γι' αυτό μ' αρέσουν οι έφηβοι. Γιατί δε χαρίζονται, σου πετούν στα μούτρα την αλήθεια χωρίς προσχήματα και ρεβεράντζες. Και όμως, μέσα μου εξακολουθώ να σκέφτομαι πως η ευτυχία δεν είναι ζήτημα αγαθών, δεν είναι καν θέμα ανθρώπων που σε περιβάλλουν με αγάπη. Είναι θέμα ταπεινής καρδιάς. Μπορεί να τα έχεις όλα και η απληστία να ζητάς ακόμη περισσότερα να σε κάνει δυστυχή. Και ενδέχεται να μην έχεις τίποτα και να μη ζητάς τίποτα, -ίσως εκτός από δύο χορδές στο βιολί σου για να παίξεις Μπετόβεν, και να είσαι ευτυχής υπομένοντας σιωπηλά τη ζωή σου και τα βάσανά της.
Συνεπαρμένος ο δημοσιογράφος από τη μέθεξη που βλέπει κάποια στιγμή στο πρόσωπο του μουσικού, καθώς αυτός ακούει ένα κονσέρτο στο οποίο τον έχει πάει να παρακολουθήσει την πρόβα, ρωτά την πρώην γυναίκα του, τι είναι αυτό που έχει αυτός ο άνθρωπος και που ο ίδιος δεν το συνάντησε ποτέ και δεν το έχει νιώσει. Εκείνη του απαντά: η Χάρις. Ναι, νομίζω πως αυτή είναι η ευτυχία: η επίσκεψη της Χάριτος, που για παράδοξους λόγους προτιμά να κατοικεί στους πλέον ταπεινούς και καταφρονεμένους. Αυτό δεν αφαιρεί την ευθύνη μας για έναν ολόκληρο κόσμο που εμείς επιτρέπουμε να ζει κάτω από τέτοιες συνθήκες. Μοιάζει όμως με μια άλλης λογικής δικαιοσύνη.
Όπως έλεγε και ο γιατρός στην ταινία του Κουροσάβα "Ο μεθυσμένος άγγελος":
"Τι νομίζεις δηλαή, πως οι άγγελοι είναι ωραίες γυναίκες με ακριβά φορέματα που στροβιλίζονται χορεύοντας;".
Άγγελοι αόρατοι στροβιλίζονται στο ναό και παίρνουν τα κόλλυβα να γλυκάνουν τους κεκοιμημένους. Άγγελοι στους δρόμους, στις παράγκες, στα παγκάκια ή στα νοσοκομεία, γίνονται σπόροι σιταριού να φάμε κι εμείς που πεινάμε ακόμα περισσότερο. Και η ζωή προχωρά... Πρέπει να μπω στο ίντερνετ να διαβάσω τις οδηγίες επισκευής του στεγνωτηρίου.
No comments:
Post a Comment
Σχόλια