Saturday, February 6, 2010

Ασκήσεις εδάφους (άσκηση 8η)




Ήρθε και η ΤσικνοΠέμπτη. Το πρωινό κυλά ήσυχα, προσπαθώντας να ξεκουραστώ από το ταξίδι της Αθήνας. Είναι μεγάλο κατόρθωμα για μένα να είμαι όλη μέρα στους δρόμους, χωρίς μεσημεριανή σιέστα, γνωστή στους Θεσσαλονικείς, άγνωστη στους Αθηανίους. Όταν όμως πάω για μια μέρα ένα ταξίδι, ε, δεν πάω για να κοιμηθώ, όσο κι αν με δυσκολεύει η απουσια του ύπνου. Και με δυσκολεύει πολύ. Προτιμώ όμως μια μέρα συμπυκνωμένη, παρά δυο αραιωμένες. Είναι ένα ντόμπιγκ εσωτερικό αυτό, προκειμένου να ζήσω αυτά που θέλω μέσα σε λίγο χρόνο, ώστε να γυρίσω γρήγορα στο σπίτι μου και στην πόλη μου, να τα επεξεργαστώ.

Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, τα μεσημέρια κοιμάμαι. Είναι μετρημένες στα δάχτυλα οι φορές που δεν έχω κοιμηθεί, κι αυτό ή λόγω κάποιου ταξιδιού ή μιας δουλειάς που με τίποτα δεν μπορεί να μετατεθεί άλλη ώρα. Είμαστε πέντε αδέρφια. Ο μπαμπάς δούλευε πολύ. Το πρωί στην εκκλησία, αφού είναι ιερέας και το απόγευμα στο νυχτερινό σχολείο, θεολόγος. Γυρνούσε στο σπίτι κάθε μεσημέρι να φάει και να ξεκουραστεί μια ώρα. Του ήταν απολύτως απαραίτητη αυτή η ώρα προκειμένου να συνεχίσει μέχρι αργά το βράδυ. Πέντε στόματα δεν ταϊζονται εύκολα. Ναι, δούλεψε πολύ σκληρά ο πατέρας μου για να μας μεγαλώσει, και δούλεψε με όλη του την ψυχή. Με το που έτρωγε, ορμούσε σα στρατηγός η μαμά στα δωμάτιά μας και μάς έβαζε όλους για ύπνο, θέλαμε δε θέλαμε. Οι συχνές αντιρρήσεις μας, έπεφταν στο κενό. Ο μόνος τρόπος για να μείνουν ήσυχα πέντε παιδιά ήταν να κοιμηθούν. "Κλείστε τα μάτια σας και μη κοιμάστε", ήταν το τελευταίο της επιχείρημα, που κανείς μας δε μπορουσε να αντικρούσει. Έτσι μάθαμε όλοι να κοιμόμαστε τα μεσημέρια μέχρι και σήμερα που άλλοι είμαστε πάνω κι άλλοι κάτω απ' τα σαράντα, πάντως όλοι εκεί γύρω, έχοντας ο ένας απ' τον άλλο δύο χρόνια διαφορά.

Με πολλή προσπάθεια τηγανίζω το μεσημέρι λίγες πατατούλες και πέφτω στο κρεβάτι μου. Με ακόμα μεγαλύτερη σηκώνομαι δυο ώρες μετά για να πάω στο Εργαστήρι, όπου τρεις φορές την εβδομάδα παρακολουθώ μαθήματα Κόμικς, (σκίτσο, σενάριο, στήσιμο, photoshop -που μου έχει βγάλει την πίστη). Δεν μένω τη δεύτερη ώρα, το τμήμα έτσι κι αλλιώς είναι τέτοια μέρα διαλυμένο, ανεβαίνω στο σπίτι να μαγειρέψω για το ζευγάρι των φίλων που θα έρθει να τσικνήσουμε μαζί. Περνάω από την Αριστοτέλους να βγάλω λίγα χρήματα από την Αγροτική. Τέτοια μέρα μάλλον δεν ξαναβρέθηκα στο κέντρο της πόλης. Μπαίνω σ' ένα τεράστιο, αχανές, λαϊκό και θορυβώδες πανηγύρι. Με δυσκολία περνάω μέσα από τον κόσμο που με ποικίλλους τρόπους, άλλοτε επιτυχήμενα κι άλλοτε ολότελα ανεπιτυχώς, είναι ντυμένος καρναβάλι. Δε δίνω ιδιαίτερη σημασία και είναι κυρίως η φασαρία και οι φωνές, τα μεγάφωνα που το καθένα παίζει δική του μουσική, που μ' ενοχλούν. Όσο περπατώ εστιάζω το βλέμμα μου στα μικρά παιδιά, αυτά που είναι ντυμένα και βαμμένα κουνελάκια, κλόουν, νεραϊδούλες και είναι χαρά Θεού να τα βλέπεις να κοιτούν με τεράστια απορία όλο αυτό που συμβαίνει γύρω τους. Η τσίκνα ανεβαίνει όλο και πιο ψηλά. Ο νυχτερινός ουρανός της πλατείας του Γάλλου αρχιτέκτονα Ernest Hebrend παραπέμπει στο κείμενο του Γιώργου Ιωάννου για την ομίχλη της πόλης, μόνο που η εν λόγω ομιχλη αναδύεται από τις απανταχού στημένες ψησταριές και όχι από την υγρασία. Φεύγω τρέχοντας, παίρνοντας ένα ταξί, φτάνω στο σπίτι κι αρχίζω το μαγείρεμα.

Ένα πιλάφι, -πάντα δύο φλιτζάνια μπονέτ κι ένα καρολίνα-, με λαχανικά. Ετοιμάζω τη σάλτσα: ντομάτα -απ' τα βάζα που φτιάχνω κάθε Σεπτέμβρη με ντοματάκια Ρόμα-, καρότα, κολοκυθάκια, πιπεριές πράσινες και κόκκινες και λίγο σκόρδο. Τα ανακατεύω όλα μαζί στο τέλος και τα αφήνω να πιουν το ζουμί τους. Καθώς η ώρα πλησιάζει στρώνω το τραπέζι, ανάβω τα κεριά που φτιάχνει ένας σχεδόν φίλος, απόφοιτος της Καλών Τεχνών. (Πηγαίνω στο μαγαζί του που είναι στην Προξένου Κορομηλά, ακριβώς στο πλάι της μητρόπολης, τον Άγ. Γρηγόριο τον Παλαμά, και αφού του παραδώσω τα υπολλείματα των προηγούμενων κεριών που δεν πετάω, αγοράζω τα καινούρια κι αυτός μου παραγγέλνει βιβλία. Έχουμε συνάψει συμφωνία πως θα πουλάμε ο ένας στον άλλον ό,τι παράγουμε. Είναι ένας κούκλος ευγενέστατος, γύρω στα τριάντα, δεν γνωρίζω το όνομά του, αλλά πάντα χαίρομαι όταν πηγαίνω στο μαγαζί του και τα λέμε.) Σε σιγανή φωτιά αρχίζω να τηγανίζω σουβλάκια, χοιρινά και κοτόπουλου. Ανάβω και το φούρνο και ψήνω λουκάνικα Τζουμαγάς. Κόβω από τις ζαρντινιέρες του μπαλκονιού τα τελευταία μαρουλάκια και φτιάχνω τη σαλάτα. Το κουδούνι χτυπά στην κατάλληλη στιγμή και ο Γ. με την Τ. μπαίνουν.
Η Τ. βλέποντάς με λέει την πρώτη ατάκα της βραδιάς:
"Δηλαδή εσείς είστε ακόμα χαρούμενοι;"

Καθώς καθόμαστε να ξεκινήσουμε το δείπνο η συζήτηση πηγαίνει στην οικονομική κρίση. Η Τ. έχει απίστευτη ενέργεια, είναι ξεχωριστά ευφιής και χιουμοριστική, ενώ ο Γ. καταφέρνει να απορροφά όλες τις σεισμικές δονήσεις της με την νηφαλιότητα που χαρακτηρίζει συχνά τους μουσικούς. "Άντε, τελευταία φορά τα τρώμε αυτά", λέει η Τ., "να το γυρίσουμε σιγά σιγά στις κονσέρβες, τις σαρδέλες και τα ούζα, τα πασατέμπο... Εγώ πάντως έχω αρχίσει να προετοιμάζομαι". Δεν τελειώνει καλά καλά τη φράση της και ο σύζυγός της αρπάζει την ευκαιρία να διευκρινήσει: "ναι, ξέρετε παιδιά, η γυναίκα μου έχει έναν ιδιαίτερο τρόπο να προετοιμάζεται για την επερχόμενη κρίση... ψωνίζοντας!". "Μα τι να κάνω; Του χρόνου δεν θα μπορώ, να μην αγοράσω φέτος δύο ζευγάρια μπότες, ένα μαύρο, ένα καφέ, δύο παλτά και μερικά ακόμα απολύτως απαραίτητα;". Για μια ακόμη φορά σκέφτομαι αυτή την ανάστροφη ψυχολογία που μας κυριαρχεί: ο φτωχός ξοδεύει, ο πλούσιος δεν ξοδεύει. 

Το κέφι ανεβαίνει, τα κρασιά κατεβαίνουν, το τζάκι που επιμελείται ανελλιπώς ο Κ. μας ζεσταίνει. Αποφασίζουμε να βάλουμε μπρος το cd με τα τραγούδια στα οποία έχω γράψει τους στίχους και είναι διαφόρων συνθετών και αρχίζουμε και συζητάμε για ενδεχόμενες φωνές που μπορούν να τα τραγουδήσουν, μιας κι εγώ δηλώνω πως αποχωρώ πια από το τραγούδι, δεν θα τραγουδήσω στο cd, όπως το έκανα στις συναυλίες των περασμένων χρόνων. Από πέρσι που πέθανε η δασκάλα μου, η Αναστασία, σταμάτησα τη μελέτη και αυτός ο κύκλος έκλεισε για μένα. Εξάλλου, δεν μου αφήνει περιθώρια πλέον το γράψιμο, που, προς το παρόν -γιατί αύριο δεν ξέρω τι θα μου καρφωθεί πάλι στο κεφάλι-, αυτό μ' ενδιαφέρει.

Παίζουν διάφορα ονόματα, όχι οι πρώτες φίρμες, αλλά οι δεύτερες. Πλάκα πλάκα, συνειδητοποιώ πως έχω γράψει σχεδόν ογδόντα τραγούδια, τα περισσότερα πάνω σε μουσικές και λίγα μόνο σε στίχους αυτόνομους.

Μπουκάρουν η Κ. και η Φ. που σ' όλη τη διάρκεια του δείπνου πηγαίνουν από το μικρό μπάνιο στο μεγάλο και τούμπαλιν και κάνουν είσοδο: έχουν φορέσει δικά μου φορέματα, γόβες, βάψιμο έξαλλο, μαλλί ξυμένο, βραχιόλια, αρώματα, φουλάρια. Κάτι τέτοιες ώρες αναρωτιέμαι για την γκαρνταρόμπα μου. Δεν θα έπρεπε να ανησυχώ που τα κορίτσια την θυμούνται πάντα και αποκλειστικά, τις Απόκριες; Νομίζω πως θα έπρεπε. Φεύγουν τρισευτυχισμένες οι μικρές θεές να βγουν με τις παρέες τους, αφού πρώτα τσακίζουν τα σουβλάκια από κοτόπουλο.

Το κρασί ακολουθεί κονιάκ εφτάστερο και σοκολατένια γλυκά. Ο μπαμπάς δεν μας άφηνε να ντυνόμαστε καρναβάλια. Η μαμά για να μη στεναχωριόμαστε, άνοιγε τη ντουλάπα της, όπως τώρα κάνουν μόνες τους οι κόρες, και μας έντυνε με τα ρούχα της. Δεν περνούσαμε κι άσχημα. Μια εικόνα όμως είναι καρφωμένη στο μυαλό μου και τέτοια μέρα επανέρχεται: μπροστά στο τζάμι του δωματίου όπου κοιμόμασταν οι τρεις αδερφές, έχω κολλημένο το μούτρο και κοιτώ κάτω τον χωματόδρομο και την αλάνα με τις Συκιές από όπου πήρε το όνομα της η συνοικία στην οποία ζω, να περνούν νεράιδες, κάου-μπόι, ζορό. Κι εγώ είμαι θλιμμένη που δεν είμαι σαν κι αυτούς. Ντρέπομαι γι' αυτά που φοράω, που δεν είναι κανονικά, αγορασμένα αποκριάτικα ρούχα, και δε θα βγω ούτε μ' αυτά που με έντυσε η μαμά μου να με δουν τα παιδιά της γειτονιάς. Με τα χρόνια προτιμώ να πιστεύω πως δε μ' ενδιαφέρει όλο αυτό το πανηγύρι. Ίσως γι' αυτό και φεύγω τρέχοντας από την πλατεία Αριστοτέλους. Σήμερα, έτσι κι αλλιώς δε μου λέει τίποτα και το ξέρω. Αν όμως τότε ήμουν κι εγώ σαν τα άλλα παιδιά, μήπως σήμερα δε θα ήμουν έτσι; Πώς έτσι; Ου, πού να εξηγώ τώρα και τάχα μήπως ξέρω;

Τι άσκηση να γράψω για την μέρα που ακολουθεί; Όλη την Παρασκευή γυρνάει το κεφάλι μου από την κατάχρηση. Πολύ κρασί, κονιάκ και τσιγάρα. Το μόνο που καταφέρνω σ' αυτή την άθλια κατάσταση είναι να γράφω όλη μέρα τις περασμένες ακήσεις εδάφους, κι αυτό από πείσμα. Να μη μου φύγει άεργη η μέρα, να μη μείνουν πίσω οι ασκήσεις, να μην αθετήσω την εσωτερική μου υπόσχεση, που με το ταξίδι της Αθήνας πήγε πίσω. Αυτό είναι το δικό μου καρναβάλι, αυτοπροσώπως. Πίσω απ' το τζάμι ακόμα κοιτώ τους ανθρώπους να ζουν μασκαρεμένοι κι εγώ ντυμένη τα ρούχα των προγόνων μου γράφω και γράφω και γράφω....

2 comments:

  1. Τι μεγάλη εφεύρεση η σιέστα! Και πόσο δυστυχείς όσοι δεν την αξιοποιούν! Ένας από τους (δευτερεύοντες) λόγους που δεν έμεινα στην Εσπερία ήταν και ότι εκεί παίρνουν τη μέρα μονορρούφι, από το πρωί μέχρι το βράδυ. Και να σκεφτείς ότι όσο ήμασταν μικροί το είχαμε για αμαρτία να κοιμηθούμε το μεσημέρι. Τόσο ξέραμε! Αλλά βέβαια, τότε πηγαίναμε σχολείο μισές μέρες πρωί και μισές απόγευμα. Πού να το φανταστούν αυτό οι σημερινοί μαθητές (και οι δάσκαλοι και καθηγητές);

    ReplyDelete
  2. Ναι, νομίζω πως διπλασιάζει τη μέρα και τη ζωή. Κι εγώ έμαθα να εργάζομαι το βράδυ, αλλά αυτό μπορεί να γίνει μόνο αν έχεις κοιμηθεί το μεσημέρι, αλλιώς η κούραση δε σου επιτρέπει διαύγεια. Δεν συζητώ εκείνο το απογευματινό σχολείο.... Το έχω σβήσει σαν να μην υπήρξε ποτέ... πιθανόν και όταν πήγαινα, κοιμόμουν!

    ReplyDelete

Σχόλια