Monday, February 8, 2010

Ασκήσεις εδάφους (άσκηση 10η)



Κυριακή της Απόκρεω. Ο Κ. φεύγει νωρίς για τον Άγ.Νικόλατο τον Ορφανό, να βοηθήσει στο ψαλτήρι, γιατί λείπει ο αριστερός ψάλτης. Γύρω στις 9 σηκώνομαι, ντύνομαι βιαστικά και φεύγω με το λεωφορείο. Παίρνω το Νο 23 που περνά μπροστά από το σπίτι, διασχίζει τον δρόμο που περνά έξω από το Επταπύργιο και μετά μέσα απ' αυτό και κατηφορίζει μέχρι το κέντρο της πόλης. Δυο στάσεις μετά την Πορτάρα κατεβαίνω μπροστά στους Αγ.Ταξιάρχες, και σε δυο λεπτά βρίσκομαι στον μικρό ναό στον οποίο εκκλησιάζομαι τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, ένα κόσμημα του 14ου αι., της Παλαιολόγειας εποχής, μέσα σ' έναν κήπο γεμάτο δέντρα, χελώνες, θάμνους και κυπαρίσσια. Εκτός από την παρουσία των θαυμάσιων τοιχογραφιών, αυτός ο ναός έχει την προτίμησή μου γιατί δεν γίνονται κηρύγματα, δεν έχει μικρόφωνα ούτε μεγάφωνα, είναι μικρός και τον φροντίζουν απλές, λαίκές, ευσεβείς γυναίκες της γειτονιάς που φέρουν και την ευθύνη για το άνοιγμά του, μιας και μετά τους σεισμούς παρέμεινε για χρόνια κλειστός. Η μια φροντίζει τα κεριά, η άλλη κάθεται στο παγκάρι, η τρίτη καθαρίζει.

Μπαίνοντας βλέπω πως δεν έχω ψιλά, μου λέει η μία απ' αυτές η κυρά Φ.: "Δεν πειράζει, ο Άγιος δίνει και με πίστωση". Η δεύτερη, που στέκεται πάντα πίσω απ' το παγάρι η κυρά Ό. σχολιάζει το κρύο και η τρίτη η κυρά Κ. που μόλις έχει σβήσει τα γερασμένα κεριά: "Δεν σας είδαμε την περασένη Κυριακή", "Ναι, ήμασταν σ' ένα μνημόσυνο". Αυτές οι τρεις γυναίκες είναι πλέον κάτι σαν τις θειες που δεν έχουμε, λίγο σαν τις γιαγιάδες μας, αν και δεν είναι τόσο μεγάλες στην ηλικία, πάντως έχουν μια έννοια για όλους όσους προσερχόμαστε τόσα χρόνια εκεί. Εκεί όταν γιορτάζουν κι αυτές, αλλά κι εμέίς, πηγαίνουμε όλοι μ' ένα κουτί γλυκά και κερνιόμαστε. Εκεί θα πούμε τα πρώτα Κάλαντα, εκεί μεγάλωσαν τα παιδιά μας Μυροφόρες τόσες και τόσες Μεγάλες Παρασκευές. Οι ιερείς είναι συνήθως νέοι και αλλοδαποί που διαμένουν στο οικοτροφείο της Μονής Βλατάδων, της οποίας ο ναός είναι μετόχι. Με σπασμένη προφορά, αλλά άρτια ευλάβεια και σεμνότητα, αυτοί οι ιερείς επιτελούν κάθε Κυριακή τη λειτουργία, μιας και Μυστήρια άλλα στον ναό δεν πραγματοποιούνται. 

Ναι, αυτός ο ναός, είναι το δεύτερο σπίτι μου και όταν λείπω από την πόλη τις Κυριακές, μου λείπει πολύ. Είναι μια φωλιά, μια κιβωτός ζεστή και φιλόξενη, είναι καταφυγή και στήριγμα στη ζωή μου. Εκεί έχω τη θέση μου, πηγαίνω στο δεξιό κλείτος όπου απ' τη μια μεριά προς τον τοίχο στέκονται οι γυναίκες και αριστερά του μικρού διαδρόμου οι άνδρες, χωρίς να είναι πολύ αυστηρά τα όρια. Προχωρώ μπροστά ώστε να μη διασπώμαι από το μπες βγες των ανθρώπων. Πλάι στις γιαγιάδες με τις οποίες λέμε πια και μια κουβέντα παραπάνω και παντως καλημεριζόμαστε πάντα. Στο σκαλάκι μπροστά μου, σ' αυτό το τμήμα που είναι σαν προέκταση του μικρού ιερού χωρίς ωστόσο να υπάρχει έξοδος από το ένα τμήμα στο άλλο, -πρέπει να κατέβεις από την Ωραία Πύλη για να μπεις εκεί-, στέκομαι βλέποντας τις εικόνες, το καλοριφέρ που καίει το χειμώνα γιατί ο ναός μπάζει από παντού, τα παιδάκια που κάθονται χάμω στο σκαλί και συνήθως τραβώ το μικρό χαλάκι να το φέρω στο χείλος του σκαλιού για να μην κρυώνουν.

Συχνά παρακαλώ τον Θεό, όταν θα έρθει η ώρα να με πάρει, να βρίσκομαι εκεί ακριβώς, και μάλιστα ίσως φανεί αστείο, αλλά ζητώ συγκεκριμένα να πέσω κατά τέτοιο τρόπο ώστε το κεφάλι μου να είναι μέσα στο μικρό ιερό. Έτσι νομίζω πως ο θάνατος δεν θα είναι θάνατος. Εξάλλου είχα πάντα μια λαχτάρα να μπαίνω στο ιερό όταν έβλεπα τα μεγάλα αδέρφια μου που ήταν αγόρια να το κάνουν. Είναι ίσως μια παιδική και ως εκ τούτου αφελής προσευχή, αλλά αυτή είναι. "Παρθενίου επισκόπου Λαμψάκου και Λουκά" λέει ο ιερέας και ακολουθεί το "Δι' ευχών". Κάθομαι λίγο μέχρι να περάσει ο κόσμος για το αντίδωρο.

Πηγαίνω στο σπίτι και τηγανίζω μια συκωταριά. Είναι το τελευταίο φαγητό που θέλω να τρώω πριν ν' αρχίσει η νηστεία της Μ.Τεσσαρακοστής. Είμαι τόσο ανόήτη, ώστε ελπίζω πως δε θα μου λείψει αν τη φάω την τελευταία αρτήσιμη μέρα. Κάνω κι ένα απλό πιλάφι και φεύγουμε με τον Απ. και τον Δ., τους αγαπημένους φίλους, για τους άλλους φίλους που ζουν έξω από τη Θεσσαλονίκη, στην εξοχή δυτικά της πόλεως. Οδηγά ο Κ. και πάμε με το δικό μας αμάξι γιατί το Picasso του Δ. έχει προβλήματα. Δεν μπορώ να μη σημειώσω τον ενθουσιασμό μου όταν μπήκα σ' αυτό το αυτοκίνητο μόλις το είχε αγοράσει ο Δ. και έβαλε σε λειτουργία του υαλοκαθαριστήρες. Ανοίγουν αντίθετα, σαν αυλαία σε θέατρο και είναι τόσο μεγάλη η ορατότητα που μοιάζει να μην είσαι σε αμάξι, αλλά έξω. Είναι ο ζωγράφος φίλος μου. Εκλεκτός της καρδιάς μου. Τον είχα δάσκαλο στο Τμήμα Θεάτρου, στη Σκηνογραφία και μπορώ με βεβαιότητα να πω πως ήταν ο καλύτερος δάσκαλος που είχα ποτέ. Είχε το χάρισμα να προχωρά κάθε μαθητή ανάλογα με το στάδιο που βρισκόταν. Τον οδηγούσε ανεπαίσθητα και χωρίς βία στο επόμενο σκαλί, όχι σύμφωνα μ' αυτό που είχε ο ίδιος σαν δάσκαλος στο μυαλό του, αλλά μ' αυτό που ήταν ο μαθητής. Ίσως η φύση του, ίσως η ευφία του, ίσως το ζωγραφικό του βλέμμα ή η μεγάλες περιπέτειες της υγείας του που συχνά τον έφεραν αντιμέτωπο με το θάνατο, ο Δ. για μένα είναι πολύτιμος και σπάνιος σα διαμάντι.

Λατρεύω τις Κυριακές με φίλους. Έτσι πρέπει να είναι οι Κυριακές. Το σπίτι του Α. και της ¨Ο. είναι ένα όνειρο μέσα στη φύση. Το σχεδίασε ο Καλογήρου μη παίρνοντας δραχμή για τη μελέτη, διότι ο Α. του είπε: "ξέρεις πως εγώ θέλω ένα χώρο να γράφω, η Ό. ένα χώρο να ζωγραφίζει, τι χρειάζεται ένα σπίτι τα γνωρίζεις επίσης, κάνει ό,τι θέλεις". Τόσο συγκινήθηκε ο σπουδαίος αρχιτέκτονας που επιτέλους κάποιος τον άφησε ελεύθερο να κάνει αυτό που θέλει, που δεν πληρώθηκε.

Η Ό. έχει ψιλοκόψει μαρούλι και λάχανο. Κανείς δε τη φτάνει σ' αυτό. Τρώμε, πίνουμε κρασί, μιλάμε, γελάμε, ενώ η ξυλόσομπα μπουμπουνίζει. Αυτή είναι η Σαλονικιώτικη συντροφιά μου. Το πνευματικό μου έδαφος που με ξεδιψά σ' αυτήν την πόλη. Κάποια στιγμή η συζήτηση πηγαίνει στο τσιγάρο. "Στη διάσκεψη της Γιάλτας", λέει ο Α., "Ο Ρούσβελτι καπνίζει, ίσως και ο Στάλιν, ενώ ο Τσώρτσιλ έχει ένα πούρο. Σήμερα θα ήταν αδιανόητη μια τέτοια εικόνα για τους σύγχρονους αρχηγούς κρατών." Και συνεχίζει ακάθεκτος ο διανοητής φίλος μου: "Το τσιγάρο εξοβελίζεται από παντού ως στοιχείο ανάπαυλας και χαλάρωσης. Δεν έχει καμία θέση στη σημερινή κοινωνία που θέλει τον άνθρωπο παραγωγικό στο έπακρο και σε συνεχή εγρήγορση" 

Είναι αλήθεια πως πολλές φορές με απασχόλησε η παντελής απαγόρευση του τσιγάρου και μάλιστα σε χώρες στις οποίες ταξιδεύω και όπου υπάρχουν χώροι για να ικανοποιούν τα πλέον απίστευτα καπρίτσια του ανθρώπου. Πού θα οδηγήσει η εργασιακή εξουθένωση του ανθρώπου; Πού θα τον φέρει η απουσία του κενού χρόνου που αποδεικνύεται ο πλέον ωφέλιμη για τη σκέψη και την ψυχή του; Σε τι θα ελπίσουν και πώς θα διαμορφωθούν οι άνθρωποι δεν θα γνωρίσουν την πολυτέλεια του τίποτα; Δεν μπορεί ο άνθρωπος να μετατραπεί σε μηχανή χωρίς να εκραγεί κάποια στιγμή. Δεν μπορεί να καταναλώνει μόνον ό,τι του προσφέρουν χωρίς να έχει στη διάθεσή του ώρες όπου απλά δεν κάνει τίποτα: κοιτάζει, χάσκει, ξεχνιέται, ονειρεύεται. Αγαθά για τα οποία σε λίγο μάλλον θα πρέπει να παλέψουμε για να τα ανακτήσουμε.

Κάποιες στιγμές ενώ η συζήτηση κορυφώνεται, συνομιλώ με τον Δ. που έχω απέναντί μου, σαν να είμαστε κάτω από μια γέφυρα προστατευτική. "Όλα είναι ζήτημα δύο επιλογών, ή αυτό ή εκείνο;", τον ρωτώ. "Αυτό, συμβαίνει αν αντιλαμβάνεσαι το κόσμο ως μπροστά, αυτό που βλέπεουν τα μάτια σου, και ως πίσω, αυτό που υπάρχει στην πλάτη σου. Αν αντιληφθείς τον κόσμο τρισδιάστατο, τότε ενεργοποιείται και η πλάτη και έχεις μια σφαιρική αντίληψη του κόσμου που τροποποιει και τις επιλογές σου", μου απαντά. Δεν ορίζει το σε "τι" και στο "πώς" τροποποιούνται οι επιλογές, απλά γιατί είναι άνθρωπος με σοφία. Το τι και το πώς του καθενός είναι αλλιώτικο και το βρίσκει καθένας μόνος του.

Μας καλούν στο σπίτι τους άλλοι φίλοι να περάσουμε το βράδυ. Δεν πηγαίνουμε όχι μόνον γιατί θέλουμε να δουλέψουμε, αλλά και γιατί χρειαζόμαστε αυτό το κενό που είναι σαν ένα χωράφι. Σπάρθηκε αρκούντως και ζητά λίγη ανάπαυση πριν βάλει μπρος για να καρποφορήσει.


No comments:

Post a Comment

Σχόλια