Tuesday, February 9, 2010

Ασκήσεις εδάφους (άσκηση 11η)


Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου του 2010, Αγίου Θεοδώρου Στρατηλάτη και Προφήτου Ζαχαρία.
Ξυπνώ. Χουχουλιάζω μέσα στο άσπρο μου πάπλωμα, ενώ η ησυχία υποδηλώνει πως είμαι μόνη στο σπίτι. Είναι κατεβασμένο το παντζούρι, -όπως κάθε βράδυ και κάθε μσημέρι-, αφήνοντας μόνο τις πάνω πάνω τρύλιες του ανοιχτές στο πρωινό φως. Ακούω να σφυρίζει ο άνεμος. Χτυπούν τέντες, τενεκεδάκια πέφτουν, τραγουδούν τα λούκια ένα τραγουδι συριστικό. Τυλίγομαι ακόμα περισσότερο σ' αυτό το πάπλωμα που είναι από αληθινά φτερά χήνας. Μου το είχε κάνει δώρο η μαμά όταν πήγανε με τον μπαμπά ταξίδι στο Λονδίνο πριν χρόνια. Έχει ξεπουπουλιαστεί μετά από τόσα χρόνια, θα έπρεπε να το αλλάξω, να αγοράσω ένα καινούριο που θα ζεσταίνει περισσότερο, αλλά δεν το κάνω. Για κάποιον λόγο μου αρέσουν τα φθαρμένα αντικείμενα. Ίσως γιατί μου δίνουν παρελθόν, μνήμες, ιστορία. Τι θα ήμουν χωρίς αυτά; Θα μπορούσα να έχω παρόν χωρίς παρελθόν; Όχι. Δεν θα μπορούσα.

Η αγριότητα του χειμωνιάτικου αέρα με κάνει να νιώθω σα φύλλο εκτεθειμένο στο βοριά. Ανίσχυρο και φοβισμένο μη κοπεί, μη το πάρει και το πετάξει στο δρό΄μο. Το πάπλωμα μεταμορφώνεται σε ζεστή φωλιά, χέρια που αγκαλιάζουν προστατευτικά το φύλλο που γίνομαι. 

Λίγο μετά αποφασίζω πως ο αέρας είναι έξω από το σπίτι, το παράθυρο κλειστό, δεν είμαι φύλλο και δε χρειάζομαι προστασία. Αν και διατηρώ τις επιφυλάξεις μου για το τελευταίο αίσθημα, βάζω το σώμα μου σε κίνηση. Πρέπει να αναλάβω τον εαυτό μου και την ημέρα. Όσο άγνωστος μού είναι ο εαυτός μου άλλο τόσο και η μέρα. Όσο παρελθόν έχω εγώ, άλλο τόσο και αυτή. Σηκώνομαι. Πάντα χρειάζομαι έναν ικανό χρόνο προκειμένου να σηκωθώ απ' το κρεβάτι. Νομίζω πως αν σηκωθώ αμέσως μόλις ξυπνήσω θα πάθω εγκεφαλικό ή έμφραγμα. Δηλαδή, θα σπάσω το όνειρο βίαια. Δεν το θέλω και δεν το μπορώ. Λίγο λίγο, με το μαλακό.

Η κουζίνα είναι γεμάτη βραδινά πιάτα. Η μαμά της Ε., είχε εφτά παιδιά. Κάθε βράδυ έπλενε όλα τα πιάτα πριν πέσει για ύπνο. "Κάτσε βρε μαμά, τα κάνεις αύριο", της έλεγε η κόρη της, και πιθανόν και κάποια άλλα από τα πολλά παιδιά της, "κι αύριο μέρα είναι". "Τι λες καλέ, και ξέρω αν αύριο θα ζω ή θα πεθάνω; Να πεθάνω και να έρθουν οι συγγενείς και οι φίλοι και να βρουν το νιπτήρα σ' αυτό το χάλι; Να πουν πως ήμουν ανεπρόκοπη; Θεός φυλάξοι!"

Ο Θεός φύλαξε και η γιαγιά ζει ακόμη. Δεν μπορεί όμως να κουνήσει τα χέρια της, ούτε τα πόδια της, παρά κάθεται σε αναπηρικό καροτσάκι και την φροντίζουν τα παιδιά της.  Δεν μπορεί ούτε ένα πιάτο να πλύνει, όχι εφτά ή δεκατέσσερα. ΄Εχει ένα αντικλείδι η ζωή, αν αποφασίσεις πως εσύ κρατάς το κλειδί της. Ξεκλειδώνει τις αρχές σου και σου φανερώνει το δωμάτιο που σαν εφιάλτης ερχόταν πάντοτε στα όνειρά σου. Και όχι μόνον αυτό. Συνήθως σε αναγκάζει, χωρίς να σου δίνει και το δικαίωμα να φέρεις αντιρρήσεις, να ζήσεις μέσα σ' αυτό. Δε μοιάζει να σου φωνάζει πως πρέπει να εξοικειωθείς οπωσδήποτε με τους εφιάλτες σου, με ό,τι φαντάστηκες ανίερο, προσβλητικό, σίγουρα όχι κατάλληλο για σένα. Κι ακόμα να αποδεχθείς πως οι σοβαρές ή και λιγότερο σοβαρές, πάντως επίμονες επιλογές σου, δεν άξιζαν και τόσο το βάρος που τους είχες αποδώσει; 

Τι θέλει τέλος πάντων αυτή η ζωή; Μήπως να φύγουμε τελείως ελαφρείς, αφού θα έχουμε ζήσει τις προσωπικές μας διαψεύσεις και θα έχουμε δει κατά πρόσωπο και την άλλη της πλευρά που πάντοτε αποφεύγαμε; Βαριά ερωτήματα. Πάμε παρακάτω.

Βάζω τα πιάτα στο πλυντήριο. Πλένω κατσαρόλες και ταψιά, τα εύθραυστα ποτήρια του κρασιού, καθαρίζω το νιπτήρα. Βάζω κι ένα πλυντήριο ρούχα. Όσο κι αν θέλω να πάω παρακάτω, η κυρία Ζωή, είναι σήμερα εκεί στημένη σε μια γωνιά και με παρακολουθεί. Εντάξει, θα συνομιλήσουμε, αφού τόσο επιμένει.

Ξανά και ξανά, χρόνια τώρα, η ίδια ιστορία. Πλένουμε, βρωμίζουμε, ξαναπλένουμε και πάλι απ' την αρχή. Στην πορεία, πιάτα σπάνε και χειρολαβές φλυτζανιών, ξεπουπουλιάζεται το πάπλωμα κι ακόμα το αερίζουμε, σαπούνι, πετσέτα, νερό, πάλι, πάλι, πάλι. Ένα έργο επαναλαμβανόμενων σκηνών κάθε ώρα, κάθε μέρα, χρόνια ολόκληρα. Σκηνές που αν τις βλέπαμε σε μια ταινία του σινεμά, θα είχαμε φύγει από την αίθουσα γιατί θα μας είχε σπάσει τα νεύρα ο σκηνοθέτης. Εδώ όμως καθόμαστε. Μπορεί κάποτε να βαριόμαστε, άλλοτε να θυμώνουμε, άλλοτε να τα αναβάλλουμε, αλλά κάποια στιγμή θα αναλάβουμε ξανά αυτή την επανάληψη γιατί αλλιώς δε γίνεται. Μέσα της μεγαλώνουμε. Ναι, μέσα σ' αυτήν την επανάληψη μεγαλώνουμε και μέσα ακριβώς απ' αυτήν την καθημερινή ρουτίνα, ενωνόμαστε με όλον τον κόσμο, με όλους τους ανθρώπους που κάνουν κι αυτοί όπως εμείς, όπως εγώ, τις ίδιες ακριβώς κινήσεις, για τις οποίες δεν κάνουμε ποτέ λόγο. Διότι προτιμούμε να κάνουμε λόγο για όσα μας διαφοροποιούν ή που νομίζουμε πως μας διαφοροποιούν. Μόνον που ο λόγος είναι λόγος και η πράξη πράξη. Δεν είναι σποουδαίο πως όλοι οι άνθρωποι του πλανήτη, θα πιουν νερό σ' ένα ποτήρι και μετά θα το ξεπλύνουν, θα ξαπλώσουν σ' ένα σεντόνι που μετά θα το βάλουν σ' ένα πλυντήριο ή θα το πλύνουν στο χέρι, θα ιδρώσουν, θα λερωθούν και μετά θα κάνουν ένα μπάνιο; Δεν είνα στ' αλήθεια πολύ παρήγορο το ότι δεν είναι και τόσο στο χέρι μας να μην είμαστε ένα;

Η ωραία κυρία μου χαμογελά σχεδόν ειρωνικά. Η Ζωή μοιάζει σα να μου λέει: "Νομίζεις πως τώρα κατάλαβες κάτι από μένα, ε; Τώρα θα σου δείξω εγώ! Ο άστεγος που είδες προχθές στην ταινία, δεν πλένει πιάτα, δε βάζει πλυντήρια, δεν κάνει ντουζ. Κατάλαβες;"

Με αιφνιδιάζει, όπως τόσο της αρέσει να κάνει και όπως έχει το αποκλειστικό προνόμιο μόνον αυτή να δικαιούται. Κατάλαβα. Τι κατάλαβα; Τίποτα! "Γιατί λοιπόν διαφοροποιούμαστε; Γιατί κάποιοι κάνουν έτσι και κάποιοι άλλοι αλλιώς;", τη ρωτώ. Σαν την απάντηση που μας έδιναν οι γονείς μας όταν μας έβαζαν να κάνουμε καμιά δουλειά που δε μας άρεσε κι εμείς όλο αντίδραση ρωτούσαμε: "Μα γιατί, γιατί;"
 "Γιατί έτσι.".
Επιτέλους μια σοβαρή απάντηση. Γιατί έτσι.
Ποιος είσαι εσύ που θες όλα να τα καταλάβεις;

1 comment:

  1. Έτσι είναι. Η καθημερινότητα μας κάνει να θεωρούμε κάποια πράγματα δεδομένα και να παραβλέπουμε τι γίνεται γύρω μας.

    ReplyDelete

Σχόλια