Το κουταλάκι του κακάου μπρούμυτα στο πιάτο. Ανηφορίζει ακμαίος ο νέος ήλιος στο ουράνιο όρος δίχως να ασθμαίνει. Οργιάζουν τα πουλιά σε ξέφρενο κελάηδημα. Λίγο νερό στις γλάστρες. Η υγρασία του χειμώνα υποχωρεί. Άρχισαν να ζητούν την ανθρώπινη μέριμνα σα παιδιά που επέστρεψαν στο σπίτι. Κι αφού αφήνω την Παρασκευή για δουλειές στην πόλη, ντύνομαι. Φοράω ένα φουστάνι μέχρι το γόνατο πλεχτό σε λουρίδες φαρδιές, γκρι, μαύρη, μπλε και πάλιλ μαύρη, που από τη μέση και κάτω δεν είναι εφαρμοστό όπως στο πάνω μέρος του κορμού, αλλά ανοίγει σε γραμμή άλφα.
Από πάνω φορώ το μαύρο γιλέκο που μου χάρισε πριν από δεκαεφτά περίπου χρόνια ο Κώστας, όταν έκανα τις Κυριακές το θεατρικό παιχνίδι στο Μύλο και καλούσα λογοτέχνες και καλλιτέχνες να παίξουν με τα παιδιά. Ο Κώστας ήταν ο μόνος απ' όλους τους επώνυμους που είχα καλέσει τότε, που κάθισε στο πάτωμα μαζί τους και κυλίστηκε σα μωρό. Άρχισε να φτιάχνει ένα παλαβό παραμύθι για τηγανητές πατάτες. Κανένα νόημα δεν έβγαινε, αλλά τα παιδιά είχαν ξετρελαθεί μαζί του. Στο τέλος τον έκαναν γαϊδουράκι και αυτός τα πήγαινε βόλτα. Εγώ φορούσα εκείνη τη μέρα ένα πέτσινο γιλέκο που πρόσφατα είχα αγοράσει από την Κωνσταντινούπολη. Ο Κώστας το γιλέκο του πατέρα του που φορούσε στη φυλακή. Όταν τελειώσαμε μου είπε: τώρα σαν αρχηγοί πολεμικών φυλών πρέπει ν' αναταλλάξουμε τα όπλα μας. Έβγαλε το γιλέκο του, έβγαλα το δικό μου, και κάναμε την ανταλλαγή.
Πέρασαν χρόνια να καταλάβω πόσο γενναιόδωρη ήταν από μεριάς του αυτή η χειρονομία. Μου χάρισε ένα από τα πολυτιμότερα αντικείμενα που είχε κρατήσει από τον κεκοιμημένο. Κάποτε με ρώτησε: το προσέχεις το γιλέκο του πατέρα μου; Πάντα το πρόσεχα κι απ' την αρχή ένιωσα στο σώμα μου το ιδιαίτερο βάρος που κουβαλούσε. Σου προκαλούσε το σεβασμό. Θαρρείς και φαίνονταν όλα όσα είχε περάσει το σώμα που το φορούσε, στην ύφανσή του. Η φόδρα του έχει ξεθωριάσει πια, λίγα γαζιά κρέμονται, μα δεν το πειράζω, ούτε το πηγαίνω στη μοδίστρα για επιδιόρθωση. Το φορώ έτσι όπως είναι και για να μην το φθείρω περισσότερο δεν το φορώ συχνά.
Ένα βράδυ βρεθήκαμε παρέα στον Ραγιά. Σήμερα δεν υπάρχει πια αυτό το εστιατόριο πολυτελειας ή καλύτερα piano bar που είχε ο φίλος του Θέμης Λιβεριάδης. Δε θυμάμαι πώς βρέθηκα εκεί. Δεν ανήκα στον κύκλο αυτής της παρέας κι ήμουν γύρω στα εικοσιπέντε. Η αλήθεια είναι πως από τα δεκαεφτά μου που έφυγα από τις οργανώσεις δεν ανήκα σε καμιά παρέα. Περνούσα κι έφευγα από παντού. Δε μπορούσα να σταθώ πουθενά ούτε να ενταχθώ. Και μόνο η λέξη "ένταξη" μου έφερνε τάση για εμετό. Κάποια στιγμή σηκώθηκε ο Κώστας και κάθισε στο πιάνο. Δεν πίστευα αυτό που άκουγα. Έκανε ό,τι ήθελε. Αυτοσχεδίαζε όπως ένας παραδοσιακός μουσικός κάνει ταξίμια σ' ένα όργανο χωρίς τάστα, και μετά έπαιζε παλιά τραγούδια. Όταν όμως άρχισε να παίζει τραγούδια του Χατζιδάκι, σηκώθηκα, στάθηκα όρθια ακουμπώντας στο πιάνο κι άρχισα να τραγουδώ. Μετά από δυο τρία τραγούδια που βγήκαν όμορφα σαν μετά από αρκετές πρόβες με ρώτησε: τι είσαι εσύ; Δεν ξέρω, απάντησα, κι έλεγα την αλήθεια.
Στο ίδιο μαγαζί κάνοντας μόνη ένα απόγευμα βόλτα, ίσως μετά από δυο τρία χρόνια, βρήκα ένα μέρος της παρέας αυτής να κάθεται έξω και να πίνει καφέ. Τότε γνώρισα τον άλλο, πολύ αγαπημένο του φίλο, τον Κωστή Μοσκώφ. Όσο κι αν η παρέα αυτή είχε τους δικούς της κώδικες, ήταν ανοιχτή και προσηνής και στους λιγότερο φίλους. Με προσκάλεσαν και κάθησα μαζί τους. Θυμάμαι τον Κωστή να βυθίζει τα μαύρα του μάτια, αυτό το ξεχωριστό βαθύ του βλέμμα, στη θάλασσα του Θερμαϊκού και να μιλά μ' εκείνη την ήσυχη φωνή του, χωρίς εξάρσεις. Ονειρευόταν ένα σπίτι με γυάλινη οροφή. Να μπαίνει όλος ο ουρανός μεσα του. Το δεξί του χέρι από τότε κρεμόταν παράλυτο. Χρόνια πάλευε με τη νόσο χότκιν. Ήταν σίγουρα το δεξί ή μήπως το αριστερό; Δεν είμαι σίγουρη.
Ήταν ένας άντρας που ήθελες να τον κοιτάς. Σε τραβούσε σα μέλι, δίχως να κάνει το παραμικρό. Χωρίς ίχνος επίδειξης, όπως ο Κώστας με τον συμπαθητικό παιδιάστικο τρόπο του. Λίγα χρόνια μετά συνάντησα τον Κωστή στο Κάιρο. Μας κάλεσε στο σπίτι του ο ευγενής, αρχοντικός διανοητής. Ήταν ένα ευρύχωρο σπίτι, στρωμένο με χαλιά, αρκετά απλό, αλλά με μια αρχοντιά διάχυτη στον αέρα παρ' όλη τη φανερή ένδεια, με στίβες βιβλίων δεξιά αριστερά. Μετέφραζε τους άραβες ποιητές που κάποια στιγμή θα εκδιδόταν σε βιβλίο. Είχε μια βαθιά μελαγχολία, αλλά δεν παραπονιόταν για τίποτα κι ας παιδευόταν όχι μόνο με την αρρώστεια του, αλλά και με την εργασία του, ως μορφωτικός ακόλουθος της Πρεσβείας. Θυμάμαι που μας έλεγε για τους Αιγυπτιώτες εργάτες. Είναι αδύνατον να φωνάξεις έναν Αιγύπτιο να σου κουβαλήσει ένα μαδέρι και να το κάνει μόνος του, έλεγε μειδιώντας. Θα σε ρωτήσει, να φέρω και τον φίλο μου; Και αφού έρθει και ο φίλος του να βοηθήσει, να πάρει κι αυτός ένα μπαχτσίσι, ο φίλος θα φωνάξει τον φίλο και στο τέλος μπορεί να μαζευτούν καμιά δεκαριά άνθρωποι, που οι περισσότεροι θα κοιτούν τους άλλους ή θα αλλάζουν βάρδια, μέχρι το μαδέρι να φτάσει στον προορισμό του και στο τέλος να μοιραστούν όλοι μαζί τα πενιχρά χρήματα για να πάνε να πιουν ένα τσάι. Του έκανε βαθιά εντύπωση η αλληλεγγύη τους, το φιλότιμο, η ταπεινή καρδιά τους. Είχαν ήδη κουράσει τον μεγαλοαστό τα σαλόνια με την υποκρισία και τις αντιπαλότητες της καλής κοινωνίας. Δεν υπήρχε φαγητό στο σπίτι. Παρήγγειλε μια πίτσα και φάγαμε. Δεν κάθισε σχεδόν καθόλου. Όρθιος στεκόταν και το παράστημά του ήταν επιβλητικό.
Τι παράξενος που είναι ο νους του ανθρώπου. Ξεκίνησα να περιγράψω τη χθεσινή μέρα. Είδα κάποιες ατμοσφαιρικές φωτογραφίες της Θεσσαλονίκης σ' ένα μπλογκ αγαπημένο, θυμήθηκα τον Ραγιά, το γιλέκο που φόρεσα, τον Κώστα Ζουράρι και μετά τον Κωστή Μοσκώφ που συγχωρέθηκε στις 29 Ιουνίου του 1998. ΄Αφησα το νου μου να περπατήσει ελεύθερος και το χέρι μου να τον ακουλουθήσει. Στο τελευταίο μου ταξίδι συνταξίδεψα με τον Κώστα επιστρέφοντας από Αθήνα. Καθίσαμε μαζί αλλάζοντας τις θέσεις μας, όπως την πρώτη φορά τα γιλέκα. Αυτάρκης όπως και τότε, μ' ένα μακό μπλουζάκι κι ένα απλό παντελόνι, μιλούσε για την κόρη του με πάθος και θαυμασμό. Μα κάθε φορά που βλέπω τον παιχνιδιάρη φίλο μου, που ακόμα κρατά την παθιασμένη ευστροφία στο πνεύμα, την ακεραιότητα του ήθους του και την ανυπότακτη ελευθερία μπροστά σε κάθε εξουσία, που τον χαρακτηρίζει, θυμάμαι τον φίλο του, που πολύ λιγότερο γνώρισα μα πάντα σκέφτομαι με μια ξεχωριστή τρυφερότητα που την γεννά η ίδια του η θύμηση.
Όπως κατέληγε πάντα η γιαγιά μου, μετά από μακροχρόνιες συζητήσεις του σογιού: τι να πεις;
Θα πω καλημέρα! Θα πω, αναπαυμένος να είναι ο Κωστής Μοσκώφ και όσοι τον αγάπησαν να τον θυμούνται. Θα πω ακόμα πως αύριο τελειώνει κι ο Φλεβάρης κι αν έχει ψιλόβροχο σήμερα θα βγω να περπατήσω πλάι στη θάλασσα και θα παροτρύνω τους φίλους που ήταν μέρος εκείνης της παρέας τότε και που μάλλον σ' αυτούς οφείλω τη γνωριμία μου με τον Κώστα και τον Κωστή, τον Μανώλη Ξεξάκη και τη γυναίκα του, την ωραία, εγκάρδια και καλλιεργημένη Ελένη, να φάμε παρέα το μεσημέρι. Έρχεται η άνοιξη και τα πουλιά φέρνουν το μήνυμα της Ανάστασης σαν άξιοι από καιρό αγγελιοφόροι.
No comments:
Post a Comment
Σχόλια