Wednesday, February 24, 2010

Ασκήσεις εδάφους (άσκηση 21η: Το αγόρι που μου γύρισε την πλάτη)


- Από πού έρχεσαι αγόρι με τα μαύρα μάτια;
- Έρχομαι από πολύ μακριά, ο νους σου δε χωράει την απόσταση.
- Πες μου το όνομα της πατρίδας σου. Ένα μονάχα όνομα είναι αρκετό.
- Την πατρίδα μου την εξολόθρευσαν οι εχθροί. Το όνομά της χάθηκε μες στα συντρίμμια. Η σημαία της έγινε στάχτη.
- Ποιο είναι το γένος σου;
- Κατάγομαι από αρχοντική γενιά. Ανθρώπους που είχαν περπάτημα ελαφρύ, δαχτυλίδι χρυσό στον δείχτη του δεξιού χεριού τους, μεταξωτά μαλλιά στους γυμνούς ώμους τους.
- Και ποιο το όνομά της;
- Πνίγηκε μέσα στους καπνούς. Κανείς δε το θυμάται πια. Μήτε κι εγώ.
- Κι εδώ που ήρθες τι ζητάς;
- Ζητώ ένα όνομα, μια πατρίδα, λίγο φαγητό. 
- Πολλά ζητάς αγόρι με τα μαύρα μάτια. Τι δίνεις για όλα αυτά;
- Τα μαύρα μάτια μου.
- Ζυγίζουν βαριά τα μάτια σου αγόρι. Δώσε κάτι λιγότερο. Δεν είναι δίκαιη ανταλλαγή. Χώρεσαν περισσότερα από πατρίδα, ονόματα και φαγητό. Χώρεσαν τον όλεθρο.
- Τότε... δίνω την πλάτη μου.

Στάθηκε μπροστά μου κι έβγαλε με περήφανες κινήσεις τα κουρελιασμένα του ρούχα. Ένα σώμα στιλπνό φανερώθηκε. Τίποτα δεν πρόδιδε προηγουμένως τόση ομορφιά. Στράφηκε στον γαλάζιο τοίχο μου και γονάτισε. Βύθισε μες στο στέρνο τα μαύρα του μάτια. Κάλυψε τον πληγωμένο του ώμο με το χέρι, στο σημείο που του σπάσαν το φτερό, και σιώπησε.
Στάθηκα ώρα πολλή να τον κοιτώ μέχρι να τον διαβάσω. Και ξάφνου η πλάτη του μου αποκάλυψε το μυστικό του:
είδα τη μήτρα που τον γέννησε. Αυτήν είχε χάσει. Αυτήν γύρευε απεγνωσμένα, αυτήν δεν είχε ελπίδα να ξαναβρεί. Πήρα χαρτι και μολύβι. Ζωγράφισα την πλάτη του. Έβγαλα το φαρδύ μου πουκάμισο και τον τύλιξα. Μετά του χάρισα τη ζωγραφιά.

- Μη δείξεις ποτέ ξανά την πλάτη σου αγόρι με τα μαύρα μάτια, σε κανέναν. Είναι άξια να υποστεί το πιο κοφτερό μαχαίρι. Το μόνο που μπορώ να κάνω εγώ για σένα είναι να στην επιστρέψω εικόνα για να μη λησμονήσεις ποτέ αυτό που έχασες. Κράτα την εικόνα της μέχρι να  ξαναβρείς αυτό που γυρεύεις. Κι όταν το ξαναβρείς αυτό το χαρτί θα σου είναι αχρείαστο. Πέταξέ το. Μα τα μάτια σου χάρισέ τα σε άλλα δυο γαλάζια κι ασυννέφιαστα για να ανασάνουν λίγο. Τα δικά μου είναι το ίδιο μαύρα. Δεν κάνουν για σένα. Πήγαινε στο καλό αγόρι μου όμορφο.

Κούμπωσε το πουκάμισο, έβαλε το παντελόνι και με πλησίασε. Μου άφησε ένα απαλό φιλί στην άκρη των χειλιών κι έφυγε μέσα στη νύχτα. Από τότε έχω μια μικρή μαύρη ελιά στο κάτω χείλος που φροντίζω επιμελώς να κρύβω βάζοντας κόκκινο κραγιόν. 

1 comment:

  1. Πραγματικά υπέροχο. Ένα εξαιρετικό ποίημα.Ευχαριστούμε για τα δώρα που απλόχερα χαρίζεις χουβαρντοσυγγραφέα!

    ReplyDelete

Σχόλια