Friday, September 2, 2022

Tο ρόδον της Ανατολής - Μουσικοαφηγηματική παράσταση - Μουσική: Κυριάκος Καλαϊτζίδης, κείμενα-στίχοι: Βασιλική Νευροκοπλή






Πλησιάζει η ώρα έναρξης της παράστασης «Το Ρόδον τηςς Ανατολής». Το κοινό κάθεται στις καρέκλες της ανακαινισμένης αίθουσας «Β. Πυρσινέλλας» του Πνευματικού Κέντρου του Δήμου Ιωαννιτών, τα φώτα χαμηλώνουν, μπαίνουν στη σκηνή οι συντελεστές της παράστασης, χειροκροτούνται, κάθονται στις θέσεις τους. Σκοτάδι απόλυτο.
Ακούγεται από τα ηχεία η παλαιά γνωστή ραδιοφωνική φωνή αναζητήσεων του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού για τους αγνοούμενους της Μικρασιατικής καταστροφής σε μορφή κανόνα. Η μία αναζήτηση μπαίνει μέσα στην άλλη, η ένταση κορυφώνεται. Ακούγονται οι πρώτες νότες απ’ το ούτι του συνθέτη του εν λόγω έργου, Κυριάκου Καλαϊτζίδη που σιγά σιγά δυναμώνουν. Πρώτο άκουσμα είναι η «Εξορία». Με το που τελειώνει το μουσικό κομμάτι η συγγραφέας και στιχουργός της παράστασης, Βασιλική Νευροκοπλή σηκώνεται όρθια και διαβάζει την αρχή ενός γράμματος. Η κόρη ενός πρόσφυγα ταξιδεύει με το τρένο από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα σ΄ένα κουπέ με πρόσφυγες, γύρω στο 1950, που διηγούνται τους καημούς και τα πάθη τους. Μια τραγουδίστρια σιγοτραγουδά κι είναι το τραγούδι της που ωθεί την κόρη να γράψει στον πατέρα της όσα ακούει, ελπίζοντας πως οι λέξεις της θα μεταμορφωθούν από μαύρα σημάδια στο χαρτί σε αστέρια που θα τη φέρουν και πάλι κοντά του τώρα που η καλή νυχτιά έρχεται αλαφροπατώντας.
Ακολουθεί ο «Μανές της καληνυχτιάς», ένα παραδοσιακό τραγούδι που τραγουδά ο Νίκος Ανδρίκος.
Μετά το τέλος του τραγουδιού, η αφηγήτρια περιγράφει έναν κομψό κύριο που βγάζει από την τσάντα του ένα πακέτο εφημερίδες που γράφουν για το αφεντικό του, που γεννήθηκε στην Καππαδοκία, μεγάλωσε ξυπόλυτος και με την εργατικότητα και το πείσμα του κατάφερε να γίνει μεγάλος επιχειρηματικός παράγοντας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Πώς με την καταστροφή έχασε όλη του την περιουσία, ήρθε στην Ελλάδα, ξεκίνησε απ’ την αρχή, τα έχασε όλα δεύτερη φορά στην περίοδο του πολέμου του ’40 και πάλι τα κατάφερε χαρίζοντας στην πατρίδα του αναρίθμητα φιλανθρωπικά και φιλεκπαιδευτικά έργα.
Η Μαρία Φαραντούρη ερμηνεύει το τραγούδι «Το πρώτο χώμα»:
«Τι ’ναι πατρίδα, με ρωτάς,
μήπως ο πρώτος ήλιος,
η πρώτη μήπως η νυχτιά,
μάνα, πατέρας, φίλος…»
Η κόρη του πρόσφυγα θυμάται το όνομα του επιχειρηματία από διηγήσεις της γιαγιάς της και πράγματι ανακαλύπτει πως γνωρίζονταν με τον πατέρα της. Ξετυλίγει τη δική της ιστορία. Πώς έμεινε πίσω, ποιος ήταν ο πατέρας της, τι τράβηξαν απ’ τους Τσέτες. Μόνο ένα περιστατικό δεν αναφέρει, το πλέον επώδυνο, το επεισόδιο της σπηλιάς όπου είχαν καταφύγει οι άντρες του χωριού της και οι Τσέτες ανάγκασαν τις γυναίκες να τη στομώσουν με κλαδιά για να τ’ ανάψουν ακολούθως και να πνιγούν όλοι απ’ τον καπνό…
Ο Νίκος Ανδρίκος τραγουδά «Τ’ αηδόνι»:
«Αηδόνι της Ανατολής, τι θες σ’ αυτά τα μέρη;
Ψάχνεις να χτίσεις μια φωλιά στο φτερωτό σου ταίρι;
Έχασα ταίρι και φωλιά, δάσος να φτερουγήσω,
για κείνους που χαθήκανε ήρθα να τραγουδήσω…»
Η Μαρία Φαραντούρη τραγουδά το παραδοσιακό νανούρισμα της Σμύρνης "Μαργαριταρένια μου».
Είναι το τραγούδι που στην ιστορία μας το λέει η τραγουδίστρια του βαγονιού σ’ ένα μωρό που κλαίει. Κατόπιν, η κυρία αυτή θυμάται ο όνομα του επιχειρηματία για τον οποίο μίλησε ο γραμματικός του καθώς πήγαινε εκείνος και άκουγε τη μητέρα της στην Πόλη που έπαιζε ούτι στους Μεϊχανέδες. Η τραγουδίστρια ήρθε με τη μητέρα της στη Θεσσαλονίκη δίχως τον πατέρα της. Μεγάλωσε πιστεύοντας πως εκείνος πέθανε, αλλά κάποτε, εκεί που τραγουδούσε πλέον στα καφέ Αμάν της Σαλονίκης, πήγε ένας έμπορος και της είπε πως ο πατέρας της ζει. Έτσι θα ξεκινήσει μια μέρα να πάει να τον βρει…
Η Φαραντούρη τραγουδά τη «Διάφανη βροχή»:
«Ξένος στης ζωής τους δρόμους γυρνάω,
ένα κορμί με πήλινη ψυχή,
ράγισε ο πηλός, θρύψαλα στο φως,
πέταξε η πνοή.
Μη με ρωτάς τι 'ναι η αλήθεια,
βούτα κι εσύ στα παραμύθια…»
Η αφήγηση συνεχίζει με έναν νεαρό μαθητευόμενο ενός σπουδαίου αγιογράφου και συγγραφέα απ’ το Αϊβαλί που μιλά για τον δάσκαλό του ο οποίος όποτε ταξιδεύει στη Θεσσαλονίκη πηγαίνει με μια παρέα ψαλτάδων ν’ ακούσουν την τραγουδίστρια του βαγονιού κι έτσι ξεδιπλώνεται η ιστορία του δασκάλου του…
Ο Νίκος Ανδρίκος τραγουδά το ζεϊμπέκικο: «Τ’ Αϊβαλί»:
«Γνώρισα καλούς ανθρώπους, άσημους μα και τρανούς
και γραμματικούς μεγάλους και αγράμματους σοφούς.
Δερβισάδες, καλογέρους, οδοιπόρους ταπεινούς,
ξακουστούς καπεταναίους κι αφεντάδες σπλαχνικούς.
Σαν τη μάνα μου δε βρήκα, μ’ άστρα και λεμονανθούς,
έπλεκε χρυσά στεφάνια στης ζωής τους ναυαγούς…»
Στη συζήτηση μπαίνει μια νεαρή ηθοποιός από την Αμερική που έρχεται να γνωρίσει τους παππούδες της. Εντυπωσιάζεται που όλες οι ιστορίες των προσφύγων μοιάζει να είναι παρμένες από το ίδιο βιβλίο και παρουσιάζει τον σκηνοθέτη της που έφτασε στο Χόλυγουντ απ’ την Καππαδοκία και μεγαλουργεί…
«Ο όρκος της αγάπης» είναι το επόμενο τραγούδι από τη Μαρία Φαραντούρη:
«Του γιασεμιού τα πέταλα
σου ’πλεξα δαχτυλίδι.
Πριν μαραθούν, ορκίστηκα,
να ’ρθω απ’ το ταξίδι.
Αν βρω τ’ αθάνατο νερό,
το χρυφαφένιο μήλο
κι έναν καθρέφτη μαγικό,
πριν έρθω θα στα στείλω…»
Ένας εκδότης δείχνει στους συνταξιδιώτες του ένα χειρόγραφο που ετοιμάζεται να εκδώσει και αφηγείται τη συγκλονιστική ιστορία μιας ομάδας κρυπτοχριστιανών του Πόντου. Είναι αυτοί που στην ανταλλαγή δεν μπόρεσαν να έρθουν στην Ελλάδα επειδή στα χαρτιά φαίνονταν μουσουλμάνο. Έμειναν και θα μείνουν για πάντα εκεί. Μια τέτοια ομάδα, πέντε χρόνια πριν, έφθασε στην Πόλη και ζήτησαν κρυφά έναν πνευματικό. Ήταν Μεγάλη Σαρακοστή… του ζήτησαν να βαφτίσει τα αβάφτιστα παιδιά τους, να τους λειτουργήσει να μεταλάβουν, να διαβάσει χώμα απ’ τα ταφεία τους και στο τέλος να τους κάνει και Ανάσταση…
Η αγωνία και το δράμα αυτών των ανθρώπων αποτυπώνεται στο τραγούδι «Οι αλησμόνητοι» που ακούμε από τον Ανδρίκο:
«Μέρα και νύχτα την ψυχή την τρώει η απορία,
αν λαθεμένη για σωστή τραβήξαμε πορεία.
Αν στον Ιούδα μοιάζουμε ή άραγε στον Πέτρο,
πώς να μετρήσεις τον καημό και που να βρεις το μέτρο…»
Ό,τι είχε να ειπωθεί ειπώθηκε… αλλά το έργο δεν τελείωσε. Δεν θα μπορούσε να απουσιάζει η οπτική ενός ντόπιου και αυτός είναι ο ελεγκτής των εισιτηρίων. Θα υπερασπιστεί την αφιλόξενη στάση των γηγενών μέσα από το επιχείρημα πως κι αυτοί βγαίναν από πόλεμο κι ήταν κακομοίρηδες και φτωχοί, δεν ήταν μια αγγελική κοινωνία. Και τότε σαν από μηχανής θεός, ο ελεγκτής θα λύσει το δράμα του έργου. Θα πει σε όλους ποιος άνθρωπος του άλλαξε τον νου και του χρωστά τη μεταστροφή του. Διηγείται, λοιπόν, τη συνάντησή τους και την ιστορία ενός επιβάτη που συνάντησε πριν λίγα χρόνια και περιγράφει την τραγική ιστορία της σπηλιάς του χωριού του. πρόκειται για την ιστορία που η κόρη στην αρχή του έργου δεν τόλμησε να περιγράψει. Αυτός είναι ο πρόσφυγας που του έμαθε πως ξένος δε σημαίνει απαραίτητα εχθρός, μπορεί να σημαίνει και φίλος…
Η Φαραντούρη ερμηνεύει τον «Ξένο»:
«Ξένος ἤρθα στὴ ζωή, ἕνα πρωΐ,
τόσο πείνασα, τόσο δίψασα, ἔμεινα παιδί.
Μιὰ θάλασσα πλατειά, κόσμος προσπερνᾶ, τρέμω μὴ πνιγῶ,
Μιὰν ἀγκαλιὰ Θεέ, ἄνοιξε νὰ μπῶ…»
Ο αφηγηματικός επίλογος είναι της κόρης που αναζητά τον πατέρα της τριάντα χρόνια μετά την ανταλλαγή. Η ευχή της εκπληρώθηκε… μπορεί να πλέον να τον βρει…
«Στάλα γλυκόπικρη η ζωή, μας. λέει… κι όμως ζωή… κι εμείς ακόμα ζούμε… κι όσο ζούμε προχωράμε… έτσι μάθαμε… κάνουμε το σταυρό μας και προχωράμε… όπου βρεθούμε, με ό,τι μας απομένει… ίσως επειδή γεννηθήκαμε στην καρδιά ενός ρόδου που όπου κι αν βρεθεί ανθίζει και μοσχοβολά… το ρόδον της Ανατολής…»
Το χασάπικο «Ο Αχθοφόρος» θα αποτελέσει το πανηγυρικό φινάλε της παράστασης από τη Μαρία Φαραντούρη και όλους τους μουσικούς:
«Σαν πεφταστέρια της νυχτιάς γλιστρήσαμε
σε μια πλανεύτρα πλάση,
που θα μας ξεγελάσει.
Στο ’να της ζύγι δράμια δυο τα θαύματα,
οκάδες στ’ άλλο πόνοι,
στην αγκαλιά της την αυγή,
το δειλινό στην εξορία μόνοι…»
Τα φώτα ανάβουν, το κοινό ξεσπά σε θερμά χειροκροτήματα, όλοι σηκώνονται απ’ τη θέση τους, δε σταματούν. Ένα κοινό ιδιαίτερα καλλιεργημένο που για ογδόντα λεπτά κρατούσε την ανάσα του. Κανείς δεν κουνήθηκε απ’ τη θέση του, κανείς δεν διέκοψε τη ροή της παράστασης ούτε με την παραμικρή απόπειρα χειροκροτήματος -παρόλο που δεν υπήρξε σχετική ανακοίνωση στην έναρξη. Ο κόσμος έγινε ένα με τους συντελεστές της παράστασης, μπήκε μέσα στο βαγόνι των προσφύγων και ταξίδεψε μαζί τους, άκουσε τις ιστορίες και τα τραγούδια τους, συγκινήθηκε, έκλαψε, αλλοιώθηκε…
Πολλοί απ’ τους θεατές-ακροατές ήρθαν στα καμαρίνια δακρυσμένοι. Μα η συγκίνηση δεν συνεπήρε μόνο τους ανθρώπους που έχουν καταγωγή από κείνα τα μέρη, αλλά και όλους τους άλλους. Συνεπήρε και τους τεχνικούς του θεάτρου που φρόντιζαν τον ήχο, το φως και την εικόνα. Κι αυτό μένει στην καρδιά μας ως μέγα δώρο...
Ευχαριστούμε θερμά τον Υπουργείο Πολιτισμού για την εμπιστοσύνη που μας έδειξε με την ανάθεση του έργου. Ευχαριστούμε την ανυπέρβλητη ερμηνεύτρια Μαρία Φαραντούρη που μας τίμησε με τη συνεργασίας της. Ευχαριστούμε έναν προς έναν όλους τους κορυφαίους μουσικούς του μουσικού σχήματος «Εν Χορδαίς», τη σκηνοθέτιδά μας Δέσποινα Σαραφείδου και την εταιρεία Myrtaly Congress για την αγαπητική και τόσο φιλότιμη υποστήριξη.
Μα περισσότερο απ’ όλους ευχαριστούμε εκείνους που δεν είναι πια εδώ... Τους πατέρες και τις μητέρες μας που γεννήθηκαν κι έζησαν σ’ εκείνα τα μέρη... Όλους εκείνους που ερχόμενοι εδώ μας έφεραν το άρωμα του τόπου τους και μας δίδαξαν πως ό,τι κι αν φέρει η ζωή, στο τέλος νικούν πάντα η υπομονή, η εργατικότητα και η αγάπη…

No comments:

Post a Comment

Σχόλια