Wednesday, February 5, 2020

Ο βασιλιάς των πουλιών


Κυκλωμένο από σκαλωσιές το Beaubour και ο υπαίθριος χώρος τριγύρω του όπου τα παιδιά πάντα παίζουν ενώ οι μεγάλοι καθισμένοι κατάχαμα αράζουν, αδιαπέραστος από κιγκλιδώματα. Τρυπάνια σφυρίζουν αντί για πουλιά κι αντηχούν τα σφυριά σαν ρολόγια θεόρατα σημαίνοντας τις εργασές ανακαίνισης που γίνονται στο εμβληματικό μουσείο του Παρισιού.
Βιαστικοί προσπερνούν την μεγάλη πλατεία κουστουμαρισμένοι κύριοι με τσάντες για να πάνε στις δουλειές και στα ραντεβού τους. Πολύ βιαστικοί. Πάντα κάτι έχουν να κάνουν. Αλλοίμονο αν δεν έχουν. Κυνηγούν τον χρόνο, τα όνειρα, τις φιλοδοξίες, τις σχέσεις, ένα καλύτερο αύριο. Και κυνηγιούνται από την επιθυμία να ζήσουν αυτό που ακόμα δεν έζησαν. Να γλυτώσουν, να κρυφτούν, να λησμονήσουν μνήμες, εφιάλτες, πληγές. Η μεγαλύτερη απανθρωπιά των καιρών μας είναι το αδιάλειπτο κυνήγι του χρόνου. Τον κυνηγούμε και μας κυνηγά. Και μέσα στο τρελό αυτό κυνήγι δεν προλαβαίνουμε να δούμε τι συμβαίνει δίπλα μας. Για να δεις πρέπει να σταθείς. Για να νιώσεις, να παρατηρήσεις απράγμων. Για να βγεις από τον εαυτό σου, να σπάσεις τα δεσμά που σε σέρνουν στα παζάρια της ζωής σαν αρκούδα δεμένη με αλυσίδα βαριά στο χέρι του Αρκουδιάρη Χρόνου. Καμιά φορά μόνο, κάτι σου υπενθυμίζει πως δε γεννήθηκες για να σε σέρνουν απ’ τη μύτη. Δεν πλάστηκες για να παριστάνεις μιαν αρκούδα και να σε χαζεύουν αν χοροπηδάς στο ρυθμό που βαράει το ντέφι του ο καιροσκόπος εκμεταλλευτής σου. Ήσουν κάποτε κι εσύ ένας άρχοντας. Και ο άρχοντας είναι πρώτα απ’ όλα, κύριος του χρόνου. Τον μοιράζει εκεί που ο ίδιος αποφασίζει. Και μοιράζει τον εαυτό του εκεί που κρίνει πως αξίζει να μοιραστεί.
Αλλαγή πορε;iaς. ΤοBeaubour κλειστό. Δεν μπορείς να δεις καμιά έκθεση, ούτε και να ξεφυλλίσεις λευκώματα στο βιβλιοπωλείο του. Αφού, λοιπόν, δεν μπορείς να χαρείς πώς μετουσίωσαν σε τέχνη τη ζωή οι καλλιτέχνες, μπορείς τουλάχιστον για λίγο να τη ζήσεις. Και η ζωή όσο είναι φανερή, τόσο κρύβεται. Κρύβεται από τα βλέμματα όλων αυτών που ο χρόνος κυνηγάει εκδικητικά κυνηγημένος απ’ αυτούς. Η υποψία μιας αχτίδας ήλιου, δόρυ χρυσό, διαπερνά τα μαύρα σύννεφα του Παρισιού σημαδεύοντας ένα πουλί της γης. Δεν είναι για να το χτυπήσει ή να το πληγώσει. Είναι για να φανερώσει τον εκλεκτό του ουρανού.
 Μοιάζει με έναν μπόγο γκρίζα ρούχα. Ένας μπόγος ακέφαλος που περιστρέφεται γύρω από δυο καρότσια λαϊκής. Τα ανοίγει, τα κλείνει, βγάζει από μέσα τους νάυλον σακούλες, τις ανοίγει, τις κλείνει, τις ξαναβάζει μέσα στα καρότσια. Κάτι παλεύει με κινήσεις σπασμωδικές ο ακέφαλος κινούμενος μπόγος. Και μυριάδες περιστέρια τον κυκλώνουν όπως θα κύκλωναν οι θεατρόφιλοι μετά από εξαιρεετική παράσταση τους πρωταγωνιστές που θαυμάζουν. Οι άνθρωποι με τις τσάντες εξακολουθούν να τον προσπερνούν βιαστικοί. Δεν τον βλέπουν. Πόσο βιαστικοί είναι πάντα οι άνθρωποι με τις τσάντες. Και πόσο ψηλά έχουν το κεφάλι. Εσύ όμως που στάθηκες για λίγο, αναρωτιέσαι, πού είναι τέλος πάντων το κεφάλι αυτού του ανθρωπόμορφου μπόγου; Το κατάπιε η γη; Ο φακός δεν το πιάνει. Το βλέμμα σου δεν το εντοπίζει. Μόνο τα περιστέρια έχουν το προνόμιο να το θωρούν;
Με βήμα κουρασμένο και κουτσό, απομακρύνεται από τα καρότσια του και τους φτερωτούς θαυμαστές του. Ακούει ένα ποδήλατο να πλησιάζει προς το μέρος του και σταματά. Το ποδήλατο τον προσπερνά και αυτός συνεχίζει. Φτάνει στη γωνία που σχηματίζουν δύο εστιατόρια. Θα ανοίξει μια πόρτα; Θα ζητήσει φαγητό, νερό, τουαλέτα; Καμιά πόρτα δε χτυπά. Καμιά πόρτα δεν ανοίγει. Το ακέφαλο πλάσμα έχει ακουμπήσει την πλάτη του στον τοίχο και κάνει μικρές κινήσεις, κουρασμένες, επώδυνες. Τόσο αργές που τα ρολόγια του κόσμου καταρρέουν από ανυπομονησία. Ξύνει στον τοίχο την καμπούρα του. Το πλάσμα αυτό που αντί για κεφάλι έχει μια τεράστια καμπούρα, δεν βρίσκει ένα χέρι να του την ξύσει. 
Φεύγει από τη γωνία και επιστρέφοντας στην αρχική του θέση σέρνοντας τα πόδια του, περιστρέφεται πάλι γύρω από τα δυο καρότσια της λαϊκής. Τα ανοίγει, τα κλείνει, βγάζει νάυλον σακούλες από μέσα, τις ανοίγει, τις κλείνει, τις ξαναβάζει μέσα στα καρότσια. Κάτι παλεύει με κινήσεις σπασμωδικές, ώσπου ξεδιπλώνει το χέρι σαν αετός τις φτερούγες πριν υψωθεί στα ουράνια και μοιράζει ψίχουλα και σουσάμια στους μοναδικούς του φίλους και αποκλειστικούς θαυμαστές του. Τα περιστέρια. Εκατοντάδες περιστέρια τότε τον αγκαλιάζουν, τον υμνούν, τον καταφιλούν κι ανεβαίνουν πάνω στην καμπούρα του που γι’ αυτά δεν είναι βέβαια καμπούρα όπως για μας, αλλά το πιο ζεστό και τρυφερό έδαφος. Κι όλο το χέρι του συγκίπτοντος βουτά στις σακούλες που είναι καταχωνιασμένες στα καρότσια. Κι όλο η χούφτα του αναδύεται γέματη, κι όλο ξεδιπλώνεται σαν φτερό αετού και σκορπά σουσάμια και ψίχουλα στα πουλιά που τον λατρεύουν σαν θεό τους. 
Μέχρι που ο συγκύπτων αδειάζει όλες τις σακούλες. Ήσυχος πλέον πως τελείωσε το έργο του, κάθεται στο μαρμάρινο παγκάκι ενώ τα περιστέρια απολαμβάνουν το γεύμα τους. Σταυρώνει τα χέρια του και περίμενει. Είναι ώρα να ξεκουραστεί. Όλο το πρωί εργάστηκε σκληρά περνώντας από τους φούρνους της περιοχής για να μαζέψει αυτά τα ψίχουλα έξω απ’ την πόρτα τους μαζί με τα ξεροκόμματα από τους κάδους τους, να τα κάνει θρύψαλα για να χωρέσουν στο μικρό στόμα των φτερωτών του φίλων. Σταυρώνει τα χέρια και περιμένει. Όχι. Δεν περιμένει. Δεν περιμένει κανέναν και τίποτα. Από καιρό έπαψε να περιμένει. Αυτός δεν είναι ζητιάνος. Δεν απλώνει το χέρι. Δεν βγάζει φωνή. Δεν εκλιπαρεί τους κυρίους με τις τσάντες που περνούν βιαστικοί. Αυτός είναι άρχοντας. Κύριος του Χρόνου. Βασιλιάς των πουλιών.
Τον πλησιάζω αργά και διστακτικά. Ντρέπομαι που έχω ένα κεφάλι που μπορεί και κοιτάζει ψηλά και το χαμηλώνω πολύ μπροστά του. Σχεδόν γονατίζω. Και τότε το κεφάλι αυτό που συνήθισε να βλέπει μόνο τα πουλιά στο πλακόστρωτο, κάνει μια στροφή μεγάλη για να δει ποιος στάθηκε κοντά του. Το πουλί της γης που τάχθηκε να ταϊζει του ουρανού τα πουλιά έχει κάτασπρα γένια και δυο μάτια καταγάλανα. Δεν έχω λόγια να του πω και γαλλικά δεν ξέρω. Μονάχα του χαμογελώ. Η φωνή του ευγενική, βραχνή, σπασμενη προφέρει στα γαλλικά, merci, madam...
Τότε καταλαβαίνω γιατί αυτό το πρόσωπο δεν μπορεί να σηκωθεί για να αντικρύσει τον ουρανό όπως εμείς που είμαστε πολύ μακριά του και γι’ αυτό τον αποζητούμε όταν τον θυμόμαστε σηκώνοντας τα μάτια ψηλά. Στον γέροντα αυτόν χώρεσε όλος ο ουρανός. Ο Θεός χώρεσε. Πρώτη φορά στη ζωή μου αισθάνομαι πως αντίκρυσα τον ίδιο τον Χριστό.
 Παρίσι 
Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2020
Τριών Ιεραρχών 










No comments:

Post a Comment

Σχόλια