Labels

Friday, May 30, 2014

Μητέρα μου Θεσσαλονίκη



Να μη σε σταματά ο καιρός. Να περπατάς με βροχές και με χιόνια στους δρόμους που γεννήθηκες κι ακόμα το ποθούν να σε γνωρίσουν καλύτερα, να σ' αγαπήσουν παράφορα, να σε χορτάσουν που δε σε χορταίνουν και δεν τους αρκείς, αφού όσο προχωράς μέσα στην πόλη σου μεγαλώνεις πίνοντας το γάλα της το πικρό, το αίμα της το γαλάζιο. Μεγαλώνεις πολυ πίνοντας νερό γλυφό τις χαρές κι αλμυρό   τους καημούς της, κι ακόμα ένα άλλο νερό που έγινε κρασί όταν η Νύμφη του Θερμαϊκού παντρεύτηκε εκείνο το βουνό απέναντι όπου φυτρώνουν αμπέλια ασυνήθιστα κι ελάφια γοργουπήκοα κατοικούν. 

Να περπατάς και να είσαι μέσα στην καρδιά της πόλης ένα αντίβαρο στις διαθέσεις και τους συγχνωτισμούς της. Όταν ο κόσμος της κάθεται σπίτι του, εσύ να βγαίνεις κι όταν όλοι βγαίνουν εσύ να κάθεσαι σπίτι σου. Όταν όλοι φωνάζουν εσύ να σιωπάς κι όταν όλοι σιωπούν να φωνάζεις. Όταν φανερώνονται να κρύβεσαι κι όταν κρύβονται να ξεπροβάλλεις. Στη ζυγαριά της πόλης σου στο ένα ζύγι  βαραίνουν οι άλλοι, στο άλλο η μοναξιά σου, η γεμάτη και βαριά μοναξιά σου, η πλημμυρισμένη αγάπη για όλους μαζί με το ζύγι τους. 

Να περπατάς με βροχές και με χιόνια, να μη σε σταμαατά ο καιρός, όπως πολλούς, για να μη γείρει ποτέ η ζυγαριά της πόλης σου ούτε προς τη μεριά σου ούτε προς τη δική τους. Να περπατάς και να πίνεις πότε το γάλα και πότε το αίμα της, πότε το κρασί και πότε το νερό της, ποτέ ανάμεικτα όλα  μαζί. Και να μεθάς με όλα, με τ' αρμυρό, γλυφό νερό της και το γαλάζιο αίμα της, με το πικρό της γάλα και το κρασί των ορέων της, το δάκρυ των ελαφιών που κυνηγός ποτέ δεν τα πρόφθασε. 
Κι όταν κουράζεσαι να ξαποσταίνεις σε μια ταράτσα της Αριστοτέλους για να βλέπεις τη μάνα σου από ψηλά, όπως από ψηλά όταν κουράζεται σε βλέπει εκείνη. Και τότε, να γράφεις, καλή ώρα σαν και τώρα, λίγες λεξούλες σαν ανθάκια που θ' αφήνεις ντροπαλά στα χέρια της Μητέρας σου Θεςςαλονίκης, ανθάκια ταπεινά και άσημα που ωστόσο έχουν τις ρίζες τους σε χώμα αναρίθμητων και πολυποίκιλλων τόσων αιώνων αισθημάτων...



Βροχερό απόγευμα της Αναλήψεως στη Σαλονίκη.







Wednesday, May 28, 2014

Χριστός Ανέστη σήμερα και πάντα!


Από τότε που καλοσύνεψε ο καιρός έχω βάλει στην καθημερινότητά μου μιας ώρας περπάτημα. Από τα ψηλά που κατοικώ, πάνω εκεί στο Επταπύργιο, κατεβαίνω στην πόλη αλλάζοντας κάθε μέρα διαδρομή, μέσα από στενά, στενοσόκακα και σκαλάκια. Αφήνω τα πόδια μου να πάνε όπου τα καθοδηγεί ο αόρατος παντοτινός μου φίλος που με φρουρεί ακοίμητος και οδηγεί κάθε μου βήμα. Καμιά φορά απορώ μαζί του. Πού με πάει, γιατί με περνά από μέρη που δεν είναι δα και τόσο όμορφη η διαδρομή τους -αγαπούμε αμφότεροι την ομορφιά-, αλλά στο τέλος πάντα τον παραδέχομαι και τον συγχαίρω. Αποδεικνύεται πως ξέρει πολύ καλύτερα από μένα και μου επιφυλάσσει εκπλήξεις. Πάντα μου επιφυλάσσει εκπλήξεις όταν του παραδίνομαι. Έτσι έγινε και χθες. Ώσπου, μέσα από άγνωστους δρόμους που δε μου προκαλούσαν καμιά εντύπωση, δεν κατάλαβα για πότε βρέθηκα μπροστά στη γνωστή κι αγαπημένη μου εκκλησία, την αγία Αικατερίνη. Είχα πολύ καιρό να την επισκεφτώ. Όταν ακόμα ζούσε ο παπα-Σάββας ή παπα-Στέφανος ερχόμουν συχνότερα. Η εκκλησία του ήταν, Σιναϊτης ιερομόναχος τα τελευταία χρόνια της ζωής του, όποτε μπορούσε -και σπάνια μπορούσε γιατί δεν του το επέτρεπε η δυσκολεμένη του υγεία- εδώ ερχόταν. Όταν δεν μπορούσε, ερχόμουν εγώ, έτσι, αντί για κείνον. Από τότε που συγχωρέθηκε όμως ο πανγλυκύτατος παππούλης μου, αναπαυμένος να είναι, έρχομαι μόνο ξημερώνοντας Πρωτοχρονιά όταν έχει αγρυπνία. Τα τελευταία δύο χρόνια δεν είχε. Είδα φωτισμένα τα παράθυρα και σταμάτησα ν' ανάψω ένα κερί, μα απ' τον αυλόγυρο άκουσα ψαλμωδίες. Ήταν εννιά παρά, άρα εσπερινός δεν ήταν. Μπήκα και ρώτησα αν έχει αγρυπνία κι ο νεωκόρος μου έγνεψε καταφατικά. Ξημέρωνε η απόδοση του Πάσχα, μπορούσα λοιπόν να τροποποιήσω λίγο το πρόγραμμά μου και να κάτσω πάνω από μισή ώρα μιας και το περπάτημα μπορούσε να συνεχιστεί και την επαύριο, ενώ ένα ραντεβού που είχα ήταν για τις δέκα παρά.

Το "Χριστός Ανέστη" ακουγόταν ξανά και ξανά με όλη του την πανηγυρικότητα. Οι χαρμόσυνοι αναστάσιμοι ύμνοι έρχονταν ο ένας μετά τον άλλο στ' αφτιά και στην καρδιά μου βροχούλα σε διψασμένη γη. Δεν χόρταινα την αγαλλίαση. Δεν χόρταινα την Ανάσταση. Δεν χόρταινα αυτό το μέγα πανηγύρι της αγάπης που όμοιο του δεν έγινε στον κόσμο. Σεισμό προκαλεί η Ανάσταση. Ξεριζώνει την απόγνωση, την απελπισία, τη λύπη, τις μέριμνες, τα πάντα. Ανατινάζει όλα όσα μας κρατούν δέσμιους στο χώμα και μας δίνει φτερά. Φτερά μεγάλα και δυνατά για να πετάξουμε ψηλά, κι αν κουραστούμε στο πέταγμα να καθήσουμε πάνω στα φτερά των αγίων και των αγγέλων, στου ομορφότερου και δυνατότερου Πουλιού του κόσμου που αφού μας πήρε πάνω στους ώμους Του όταν σαρκώθηκε μετά μας κουβαλά και πάνω στα φτερά Του. 

Ήρθε η ώρα να φύγω. Υποσχέθηκα πως θα πάω και το πρωί στη Λειτουργία σε όποιον ναό μπορέσω. Έφθασα νωρίς το πρωί στην Αχειροποίητο, το ναό στον οποίο υπηρέτησε ένας άλλος πολυαγαπημένος ιερομόναχος, ο π.Γεννάδιος, αναπαυμένος να είναι ο υπέροχος. Μπαίνοντας θυμήθηκα τους πρόσφυγες που για καιρό κατασκήνωσαν μέσα σ' αυτόν τον τεράστιο ναό, χωρίζοντάς τον με παραπετάσματα και μετατρέποντάς τον σε σπίτι τους. Μα είτε πρόσφυγες είτε ντόπιοι, η Εκκλησία μάς χάρισε και μας χαρίζει τους ναούς της για να κατοικήσουμε μέσα τους σαν στο σπίτι μας. Και καλύτερα απ' το σπίτι μας, γιατί με ποιο σπίτι να συγκριθεί η Αχειροποίητος ή οι Δώδεκα Απόστολοι που ήταν το δικό μου σπίτι; Αρχαίες και βυζαντινές εκκλησίες της Θεσσαλονίκης, σπίτια αυτοκρατορικά, παλάτια αιώνια, μεγαλεπήβολα, ασύλληπτης ομορφιάς και αρχοντιάς. Πού να βρεις αλλού τέτοια σπίτια; Ήταν, είναι και θα είναι σπίτια για όλους μας, για όλους εμάς τους αιώνιους ανθρώπους αυτής της ξεχωριστά ευλογημένης πατρίδας. Από το δεξί αναλόγιο άκουσα τον αδερφό μου να ψάλλει και χάρηκα. Δεν περίμενα πως θα ήταν εκεί καθημερινή. Κι ύστερα προσκύνησα τις εικόνες στα προσκυνητάρια.

Όπως δεν είναι όλοι οι άνθρωποι ίδιοι, έτσι δεν είναι ίδιες όλες οι εικόνες. Όπως βρίσκεσαι ξαφνικά μ' έναν άνθρωπο και χωρίς να ξέρεις γιατί του ανοίγεις την καρδιά σου νιώθοντας την υποδοχή της καλοσύνης του, έτσι συμβαίνει και με τις εικόνες. Για μια ακόμη φορά κοκάλωσα μπροστά στην Παναγία την Αχειροποίητο. Λύθηκαν τα πόδια μου, λύθηκε η καρδιά μου, λύθηκαν τα μάτια μου. Μα εγώ ήμουν μια χαρά, γιατί να με πάρουν τώρα τα δάκρυα; Τι μου έκανε αυτή η εικόνα και βγήκε από μέσα μου τόσο παράπονο; Θυμήθηκα και πάλι τον Γιώργο Ιωάννου που περιγράφει πως βρίσκει παραμυθία σ' αυτή την εικόνα. Το γράφει τόσο όμορφα κι εγώ θα το πω στο περίπου ίσως αδικώντας τον, πως πάει να κλαφτεί και να χαϊδευτεί, γράφει, όπως σε μια παλιά φιλενάδα της γιαγιάς του. Αναπαυμένος να είναι κι ο Γιώργος, είναι δικός μου άνθρωπος. Δικός μου και πολλών άλλων. Κι η χάρη της Παναγιάς μας μεγάλη, κι η χάρη της εικόνας της άλλη τόση. Φθαρμένη, αλλοιωμένη απ' το χρόνο, παλιά παμπάλαιη, φορτωμένη τα βάσανά μας και τρυφερή όσο δεν πάει. Κρατά τον μικρό Χριστό στο δεξί χέρι και με το αριστερό μάς τον δείχνει: "Ορίστε", μας λέει, "από δω, Αυτός είναι, μην ψάχνετε αλλού". 

Τελειώνει η Λειτουργία και σπαρταρώ από την πολύ γλύκα. Ο άγιος Σεραφείμ του Σαρώφ έτσι χαιρετούσε τον καθένα: Χριστός Ανέστη χαρά μου! Γιατί Ανέστη ο Κύριος και ανασταίνεται κάθε μέρα, κάθε στιγμή και για πάντα. Κι αν σήμερα λέμε τελευταία φορά το Χριστός Ανέστη, δεν είναι που τελειώνει η Ανάσταση που ποτέ δεντελειώνει. Είναι γιατί σαν άνθρωποι πάλι θα την ξεχάσουμε κι η Εκκλησούλα μας το ξέρει, είναι γιατί μετά έρχεται η Ανάηψη κι έχει συνέχεια η ατέλειωτη ιστορία της Αγάπης, είναι για να μας λείψει και του χρόνου να ευχόμαστε να την αξιωθούμε και πάλι. 
Χριστός Ανέστη σήμερα και πάντα!






Tuesday, May 27, 2014

π.Βασίλειος Γοντικάκης (Αναζητώντας το νόημα) 27/05/2014





Εχθές το απόγευμα στο Βελλίδειο πενυματικό κέντρο μίλησε ο προηγούμενος της Ιεράς Μονής Ιβήρων π.Βασίλειος Γοντικάκης με θέμα: Η αναζήτηση του νοήματος. Κατάμεστη η αίθουσα, άνθρωποι γνωστοί απ' τα παλιά, άνθρωποι άγνωστοι. Χρόνια είχε να μιλήσει στη Θεσσαλονίκη ο Γοντικάκης. Τον θυμόμαστε από το αμφιθέατρο της Νομικής πριν από καμιά εικοσαριά χρόνια όταν ήμασταν ακόμα φοιτητές και το πανεπιστήμιο μια αρένα αγωνίας και ανησυχίας. Τι καινούριο είχε να πει μετά από τόσα χρόνια; Τίποτα καινούριο ή μάλλον σχεδόν τίποτα μιας και κι ένας άνθρωπος σαν κι αυτόν είναι πάντα ο ίδιος και άλλος, είναι πάντα ο παλιός μα κι ο νέος. Αυτή τη φορά ο λόγος του ήταν γεμάτος από αναφορές στον Αισχύλο, στην τραγωδία, στον Νίτσε και στον Κουροσαβα που είχαν την αναφορά και την παρηγοριά τους στον Ντοστογιέφσκι, σε φράσεις του μεγάλου Ρώσου συγγραφέα, σε παραδείγματα από τη λαϊκή ζωή των ανθρώπων που μέσα στα μοιραολόγια της Παναγίας, όπως τα άκουσε ο ίδιος στη Θράκη, ενώνουν την Παναγία μας με τη μάνα του Ιούδα, και σε έθιμα του γάμου στην Κρήτη που κάνουν το ταμπού του θανάτου σμπαράλια βάζοντας στα προικιά κάτω απ' το νυφικό το σάβανο για το δεύτερο γάμο της. Μίλησε και για τον Χίτλερ, τον Μουσολίνι, τον Στάλιν που σκοτώντας θέλησαν να σώσουν την ανθρωπότητα και ακόμα για τους σύγχρονους Έλληνες πολιτικούς, όπως και για την Μέρκελ. "Αυτοκτονούμε δημοκρατικώς", είπε, διεκδικούμε το "Νόμπελ ανοησίας", αποκοπτόμενοι από τις ρίζες μας. Πνιγόμαστε στον Τιτανικό και φιλονικούμε αν θα στρίψουμε το καράβι δεξιά ή αριστερά. Κατηγορούμε ο ένας τον άλλο, ενώ μόνο τον εαυτό μας πρέπει να κατηγορούμε. Αλλά το αίτημα των ανθρώπων ήταν και είναι και θα είναι πάντοτε ένα: να νικήσουν το θάνατο. Και η ανάγκη των ανθρώπων, ακόμα κι αυτών που σφαγίασαν την ανθρωπότητα κι αυτών που σήμερα την καταδυναστεύουν, ήταν, είναι και θα παραμένει ένα: να αγαπηθούν.

Μνημόνεψε τον Πορφύριο, τον Χρυσόστομο, τον αββά Ισσαάκ, τον Συμεών το Νέο θεολόγο, τον Καβάσιλα και άλλους. Ένας άνθρωπος σαν τον Γοντικάκη, ποτισμένος από την αγάπη του στον Θεό και την αγάπη του Θεού πάνω του, ήταν και παραμένει ένας άνθρωπος ανήσυχος που δεν επαναπαύεται ποτέ διότι η καρδιά του έχει αναπαυτεί μέσα στο κινητικό μυστήριο της αγάπης. Δε σταματά να σκέφτεται, να διαβάζει, να βλέπει, να χαίρεται, να ακούει, να μετέχει σε ό,τι αφορά τον κόσμο ενωμένος μ' αυτόν και ταυτόχρονα απομωνομένος στο κελλί του. Δεν είναι τυχαίο ότι χρησιμοποιούσε διαρκώς τις δύό λέξεις "στη συνέχεια". Είναι ενδεικτικό ενός ανθρώπου που δεν σταματά να προχωρά, δεν κουράζεται να χτίζει, γνωρίζει βαθιά με την ίδια του την ύπαρξη πως η ζωή δεν  τελειώνει ποτέ. Τα περισσότερα από τα παραδείγματά του ήταν από το Ευαγγέλιο. Παραδείγματα που αποκαλύπτουν όλο το επαναστατικό φρόνημα της αγάπης του Χριστού, την αντιστροφή της λογικής που κυριαρχεί στον κόσμο, "το άλλο βλέμμα" που δε χωρά σε ηθικίστικους όρους, σε κουτάκια εξουσιαστικά, σε βολικές αντιλήψεις και επαναπαυτικά τσιτάτα.

Τι μας συνεβη, τι μας προκάλεσε ο π.ΒασίλειοςΜας ζέστανε την καρδιά, μας παρηγόρησε κι έδωσε φτερά στο σκουριασμένο μυαλό μας. Μας χάρισε αέρα και φως. Σκέφτομαι πως τίποτα από όλα αυτά που είπε να μην έλεγε, ό,τι και να έλεγε ή να μην έλεγε και τίποτα, ήταν αρκετό που ήταν εκεί κοντα μας.

Όταν άρχισαν να γίνονται ερωτήσις από τον κόσμο ενιωσα πως γυρνώ πίσω σε αντίστοιχες περιστάσεις πολλά χρόνια πριν. Γιατί οι ερωτήσεις ήταν αυτές ακριβώς που γίνονταν πάντα, ήταν η ίδια εκφρασμένη ανάγκη του ανθρώπου για συνταγές, κομματική γραμμή, ιδεολογικό προσανατολισμό. Δεν έπεσε όμως στις παγίδες τους ο π.Βασίλειος. Με ελευθερία τις προσπερασε τοποθετώντας τες στο γαλάζιο φόντο της Αγάπης και της Χάριτος. Οι άνθρωποι πάντα θα προτιμούν το γράμμα του Νόμου, από το πνεύμα του. Είναι πιο εύκολο, πιο βολικό, πιο βατό. Το Πνεύμα είναι πυρίτιδα. Ανατινάζει όλες σου τις βεβαιότητες και κακά τα ψέμματα, πρέπει και να το διψάς αλλά και να σου χαριςτεί. Τότε βρίσκει και το γράμμα το νόημά του. Μόνο τότε. Σου δωρίζει ο άλλος το θεσπέσιο άρωμά της αγάπης κι εσύ τον ρωτάς για τη σύσταση του αρώματος και τις διαδικασίες παρασκευής του, αντί να το μυρίσεις και να ξετρελαθείς από τη γλύκα του, αντί να του παραδοθείς ψυχή τε και σώματι. Και μήπως άραγε είσαι εσύ ο αρωματοποιός ή είναι ο άλλος που μέσα του έχει λουστείΑφού, λοιπόν, όλα έχουν ειπωθεί τι απομένει; Θαρρώ πως απομένει μοναχά αυτό το άρωμα, η πνευματική ευωδία του και η παράδοσή μας άνευ όρων σ' αυτό. Μετά έρχνται κι οι απαντήσεις προτού καν τις σκεφτούμε και προτού τις θέσουμε. Ό,τι κι αν έλεγε ο καλόγερος -και καλόνεος- ήταν ευπρόσδεκτο στις καρδιές μας γιατί το ζούσε, ήταν η βιωμένη του αλήθεια, κι αυτό το βίωμα είναι ένα διαμάντι που αν είσαι καλός κλέφτης το κλέβεις ολοκληρο κι όταν γυρίζεις στο σπίτι σου και στον εαυτό σου διαλέγεις σε ποια θέση θα το βάλεις και τι θα το κάνεις κι ακόμα ξέρεις πως αν το χάσεις γνωρίζεις  τουλάχιςτον πού θα το αναζητήσεις και πάλι. Τον ευχαριςτούμε θερμά, ολόψυχα και ολόκαρδα για το δώρο.


Monday, May 26, 2014

Το χρονικό μιας ψήφου


Ανάμεσα στ' άλλα έχω ένα ακόμη χούι, να μένω τελευταία  όταν πρέπει να προσέλθω κάπου που θα πάει πολύς κόσμος, να φτάνω το τελευταίο λεπτό, λίγο πριν κλείσει η πόρτα. Με πάσα ειλικρίνεια θα εξομολογηθώ πως όσο κι αν αυτό μου δυσκολεύει τη ζωή και εννίοτε δεν προλαβαίνω ανοιχτή την πόρτα, είναι παντελώς έξω από τον έλεγχό μου να το αλλάξω, να το προγραμματίσω καλύτερα, ώστε να φτάσω εγκαίρως, να μην αγχωθώ, να μη ρισκάρω, να αποφύγω τον κίνδυνο να βρω την πόρτα κλειστή. Το παθαίνω στα ταξίδια, το παθαίνω στις συλλογικές συγκεντρώσεις, το παθαίνω βέβαια και στις εκλογές. Δεν το παθαίνω στα προσωπικά μου ραντεβού και κυρίως με αγαπημένους όπου μου συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο, μου αρέσει και το καταφέρνω να είμαι αρκετά λεπτά πριν την ώρα μου γιατί μ' αρέσει να περιμένω τους ανθρώπους που αγαπάω και δεν μ' αρέσει καθόλου να με περιμένουν αυτοί. Τι είναι όλο αυτό κι από πού ξεκινάει; 

Φαίνεται να πρόκειται για ένα παιχνίδι με το χρόνο, με τα όρια και με τον κόσμο. Θέλω να είμαι η τελευταία ενδεχομένως επειδή με δυκολεύουν τα πλήθη και οι συλλογικές καταστάσεις όπου ο πολύς κόσμος διαμορφώνει έναν αέρα συνήθως πνιγηρό, γεμάτο εντάσεις, και προτιμώ να μη συμμετέχω στη διαμόρφωσή του, αλλά να εισχωρώ στο τέλος διακριτικά και να κάθομαι στη γωνία, όταν δεν ανάγκη να πρωταγωνιστήσω, διότι σε κάποιες περιπτώσεις είναι αναγκαίο κι αυτό. Προτού ξεκινήσω έχω πάντα τη βεβαιότητα ότι ο χρόνος είναι άπλετος και με περιμένει μέχρι να δω το ρολόι για να καταλάβω πως πάλι κατάφερα να εξαντλήσω τα όριά του. Οπωσδήποτε μέσα μου τέτοιου είδους συναθροίσεις έρχονται σε δεύτερη μοίρα σε σχέση με τη διαχείριση των προσωπικών μου στιγμών. Η αλήθεια είναι πως εκτιμώ τόσο πολύ το κάθε δευτερόλετπο που δεν το χαλαλίζω εύκολα σε κάτι που κρίνω πως δεν αξίζει τόσο, αλλά απ' την άλλη θέλω και να είμαι έτοιμη ακριβώς την τελευταία στιγμή. Λίγο πριν βγω πρέπει να κάνω το μπάνιο μου και να περιποιηθώ για να είμαι φρέσκια και όμορφη δίνοντας τον καλύτερο εαυτό μου στους άλλους, -έστω εμφανισιακά. Αντιθέτως, όταν πρόκειται να συναντήσω τους αγαπημένους μου βρίσκω εξαρχής πως δεν έχω χρόνο, πως δεν προλαβαίνω, και όλα τα κάνω πολύ έγκαιρα. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο, μεταξύ μας, είναι πράγματι ζήτημα αν βρήκα την πόρτα κλειστή κάποιες ελάχιστες φορές. Θαρρείς και με συμπονά ο χρόνος και στο χείλος της λήξης του παρατείνεται για χάρη μου. Ίσως επειδή κατά βάθος του έχω απόλυτη εμπιστοσύνη και το εκτιμά. Έτσι μέχρι σήμερα έχω χάσει μόνο ένα τρένο, ένα λεωφορείο κι ένα αεροπλάνο. Εκλογές όμως ποτέ!

Την περασμένη Κυριακή ήμουν αδιαμφισβήτητα η τελευταία. Μέχρι να βγάλω άκρη με τα ψηφοδέλτια και αφού είχα μπει εφτά παρά ένα στο παραβάν, βγήκα στις εφτά και δέκα μούσκεμα στον ιδρώτα από το άγχος μου γιατί ένιωσα τη δικαιολογημένη αδημονία των εκλογικών αντιπροσώπων και αισθάνθηκα πάρα πολύ άσχημα που τους καθυστέρησα. Όσο κι αν φάινεται αντιθετικό προς το χούι  μου δε μου αρέσει καθόλου μα καθόλου να με περιμένουν ούτε οι ξένοι και να τους καθυστερώ. Τις πόρτες του σχολείου μου τις ξεκλείδωσε η αστυνομία που τις είχε ήδη κλειδώσει για λόγους ασφάλειας.

Εχθές όμως ήταν πιο ενδιαφέρουσα η εξέλιξη της ατίθασης συμπεριφοράς μου. Παρόλο που έπινα το κακάο μου στις πέντε και είχα αποφασίσει πως επιτέλους θα διορθωθώ, όταν πια έκανα με την ησυχία μου το μπάνιο μου και ετοιμαστηκα, είδα το ρολόι και δεν το πίστευα. Ήταν ήδη έξι και μισή και είχα τώρα να περπατήσω την απόσταση που την περασμένη Κυριακή είχα κάνει με το αυτοκίνητο και ήταν τουλάχιστον είκοσι με εικοσιπέντε λεπτά περπάτημα -όπως το υπολογιζα. Έφυγα σφαίρα. Ξεκίνησα ν' ανηφορίζω την Επταπυργίου, αφού έλεγξα πως το λεωφορείο αργεί. Όσο περπατούσα τόσο αμφέβαλλα πως γνωρίζω πράγματι πόση ώρα είναι με τα πόδια το γυμνάσιο του Φωκά όπου θα ψήφιζα. Μετά από δέκα λεπτά περπάτημα αποφάσισα να κάνω ωτοστόπ. Ντράπηκα λίγο, ωτοστόπ στη γειτονιά μου; Τι να κάνουμε; Ωτοστόπ στη γειτονιά μου. Με το που το αποφασίζω σταματώ και κοιτάζω πίσω μου. Από το αντίθετο ρεύμα περνούν δύο αυτοκίνητα, οπότε αυτό που έρχεται προς τη δική μου κατεύθυνση κόβει ταχύτητα, σχεδόν σταματά. Ορίστε, λοιπόν, μια τρανή απόδειξη της συνωμοσίας μου με το χρόνο. Σήκωσα το χέρι και με το που με είδε ο οδηγός πάνω που είχε ξεκινήσει σταμάτησε. 
"Συγνώμη, μπορείτε νε με πετάξετε μέχρι το γυμνάσιο για να ψηφίσω;" 
"Κι εγώ εκεί πάω, έλα", μου απαντά χαμογελώντας έανς ωραιότατος άντρας γύρω στα πενήντα. Πόση ακόμα συνωμοσία ν' αντέξω; Δεν κάνουμε λίγα μέτρα και μου λέει: "Ελπίζω βεβαια πως θα το ρίξετε στη σωστή μερά" 
"Ξέρετε, το σκέφτηκα", του λέω, "να κάνεις το καλό κι ο άλλος να ψηφίζει αντίθετα μ' αυτό που θα ήθελες... Μην ανησυχείτε, σίγουρα θα το ρίξω στη σωστή μεριά, αλλά ονόματα δε λέμε". 
Γελάσαμε. Ήταν χαλαρός, φιλικός και ευγενής. Με άφησε και πήγε να παρκάρει. Μπήκα εφτά παρά πέντε στο παραβάν κι ένιωσα περίεργα γιατί για τη δική μου εκτίμηση ήταν αρκετά νωρίς. Βγήκα εφτά παρά ένα. Ντροπή, είπα μέσα μου, περιπαίζοντας το χούι μου. 

Αποφάσισα να περπατήσω μέχρι το κέντρο για να πάω μετά σ' ένα φίλο που έχει τηλεόραση να δούμε παρέα τα αποτελέσματα. Περπάτησα σαράντα πέντε λεπτά. Η διαύγεια της ατμόσφαιρας ήταν συγκλονιστική. Πάλλόταν ο Όλυμπος στο βάθος. Ένα γλυκό αεράκι με δρόσιζε και δε χόρταινα να βλέπω τους ανθρώπους, τα δέντρα, τα κάστρα. Από το Κρατικό Θέατρο όμως πήρα ένα ταξί γιατί ήθελα προλάβω απ' το μπαλκόνι του φίλου το ηλιοβασίλεμα. 
Καλές κι οι εκλογές, καλή κι η τηλεόραση, αλλά τη δική μου ζωή τη μεταμορφώνει το φως. 
Καλή βδομάδα!




Friday, May 23, 2014

Τα δυο τραπέζια - Μικρή ιστορία






-      Και τώρα;
-      Τώρα δυο γερανοί κυνηγιούνται στον αέρα.
-      Κι ο ουρανός;
-      Είναι γεμάτος χρώματα. Το κοκκινο εισχωρεί σαν βέλος μέσα στο πορτοκαλί και το γαλάζιο παλεύει να κυριαρχήσει, ένα μενεξεδί σύννεφο ταξιδεύει αμέριμνο, αχ…
-      Τι έγινε;
- Ένα μεγάλο πλατανόφυλλο έπεσε στο κεφάλι μου κι ανατρίχιασα…
-      Πώς είναι;
-  Κιτρινισμένο, γέρικο, τσαλακωμένο απ’ το χρόνο, τις βροχές και τους αέρηδες, αποκαμωμένο από τις εποχές μιας ολόκληρης ζωής… Εσύ τι κάνεις;
-  Σ’ ακούω. Κι όταν δε μου μιλάς, βλέπω το ταβάνι. Άσπρο, άχαρο, άοσμο, μονότονο σαν πεθαμένο από χρόνια, από τη γέννησή του ακόμα. Και σε ζηλεύω... Περιμένω το χειμώνα. Θα ’ρθει, δε θα ’ρθει;
-      Γιατί σου αρέσει ο χειμώνας; Είσαι με τα καλά σου;
-    Ναι, μου αρέσει γιατί μόνο τότε θα με ξαναντύσουν με το χρυσοκέντητο τραπεζομάντηλο και θα με στρώσουν με πιάτα και μαχαιροπήρουνα, θα νιώσω τα ζεστά χέρια των ανθρώπων πάνω μου που τώρα χαίρεσαι εσύ στον κήπο. Θα γεμίσω μυρωδιές λαχταριστών φαγητών και λεκέδες που πάνω τους θα σκύψει το λεπτεπίλεπτο χέρι της κυρίας μας για να τους τρίψει με προσοχή και θ’ ακούω τα τραγούδια των παιδιών της και τους καυγάδες τους και θα γελάω, θα σκέφτομαι, θα τρίζω από τα νεύρα μου ή θα μένω ακίνητο ν’ απορροφήσω όση περισσότερη χαρά χωρά η καρδιά μου.
-    Μου θυμίζεις τον εαυτό μου, όπως είμαι τους χειμώνες που με ξεχνούν στον κήπο έρημο και παγώνω, βρέχομαι, γεμίζω βρωμιές και φύλλα ξεραμμένα και δε νοιάζεται κανείς για μένα.
-      Ναι, αλλά εσύ ακόμη και τότε έχεις έναν ουρανό που όλο αλλάζει να κοιτάς, να κουβεντιάζεις μαζί του, έχεις και πουλιά που σε κλωθογυρίζουν, ποτέ δε μένεις μ’ ένα ταβάνι συντροφιά.
-      Θα ήθελες, λοιπόν, να μας αλλάζουν πότε πότε θέση οι άνθρωποι;
-   Και το ρωτάς; Σαν τρελό θα το ήθελα, μα οι άνθρωποι είναι άνθρωποι κυρίως επειδή δεν αλλάζουν θέση, ούτε στα μέσα τους ούτε στα έξω τους. Αρνούνται τις αλλαγές του εαυτού τους και των πραγμάτων που τους περιβάλλουν. Αφιερώνουν μεγάλο μέρος της ζωής τους για να βρουν μια θέση για όλα, κι άμα τη βρουν δεν την αλλάζουν με τίποτα.
-      Έτσι εξηγείς τα βάσανά μας;
-   Κι όμως εγώ έχω εσένα κι εσύ εμένα. Μπορεί να μην πλησιάζουμε ποτέ τόσο κοντά, αλλά μπορούμε κι επικοινωνούμε, μοιραζόμαστε τις ομορφιές και τις ασχήμιες της ζωής του. Αδειάζουμε...
-   Αδειάζουμε; Γιατί λες αδειάζουμε; Μεταφέρουμε μήπως;
-      Όχι, προτιμώ το αδειάζουμε.
-      Μα δεν είναι σωστό.
- Είναι και παραείναι. Εγώ μια μέρα θέλω ν’ αδειάσω εντελώς. Να φύγουν όλα μου τα βάρη κι ας είμαι από δρυ, ξύλο βαρύ κι ασήκωτο. Εσύ με βοηθάς πολύ σ’ αυτό.
-      Κι αν αδειάσεις εντελώς, τι θα γίνει μετά;
-    Μετά θα γίνω ένα ξυλαράκι τόσο δα μικρό σαν μολύβι, ελαφρύ σαν το γέρικο πλατανόφυλλο και θα γλιστρήσω απ’ τη χαραμάδα.
-      Και πού θα πας, δε φοβάσαι;
-   Όχι, δε φοβάμαι τίποτα εκτός από το φόβο. Θα γυρνώ και θα κάνω πως λιποθυμώ πάνω στους ώμους κοριτσιών με τραγουδιστές φωνές κι αυτά θ’ ανατριχιάζουν όπως ανατρίχιασες εσύ προηγουμένως.
-   Τι όνειρο κι αυτό. Ποτέ μου δεν το σκέφτηκα, δεν μου πέρασε ποτέ απ’ το μυαλό μια τόσο τρελή επιθυμία.
-      Είναι φυσικό. Εσύ γεύεσαι τις επιθυμίες των εποχών, δε στερείσαι καμία γιατί είσαι εκτεθειμένο σε όλες. Μόνο ο στερημένος επιθυμεί και ονειρεύεται.
-      Τότε είσαι εσύ το τυχερό κι εγώ το άτυχο.
-    Τυχερός αυτός που του δόθηκαν όλα και δεν ονειρεύεται τίποτα, τυχερός κι αυτός που στερήθηκε και του δόθηκαν τα όνειρα, κι όμως απ’ την άλλη το ίδιο άτυχοι κι οι δυο.
-      Μα γιατί; Δεν σε καταλαβαίνω.
-      Γιατί είμαι ένα ξύλινο βαρύ τραπέζι από δρυ, κι εσύ ένα παναλαφρο από πεύκο.
-      Και τι μ’ αυτό;
-     Αφότου κι οι δυο κοπήκαμε απ’ τη μάνα μας και γίναμε τραπέζια μήτε στον ύπνο μήτε στον ξύπνιο μας θα ενωθούμε αληθινά μ’ ένα άλλο σώμα...



Thursday, May 22, 2014

Κανονικός άνθρωπος



Αγόρασα μια πέργκολα να τη βάλω στο μπαλκόνι. Να βρούνε στήριγμα τα αναρριχώμενα φυτά, να μαλακώσει το αιχμηρό απογευματινό φως στο σαλόνι την ώρα του καφέ μετά τη μεσαμεριανή σιέστα. Την έβαψα μ' ένα βαθύ οινοπνευματί λάδι που θα την προστατέψει από τις βροχές, αντίστοιχο μ' αυτό του τραπεζιού που φιλοξενεί τις καλοκαιρινές ώρες της συντροφικότητας και της μοναχικότητας. Όλα μια χαρά τα έκανα, αλλά πώς θα την στερέωνα στο ταβάνι του μπαλκονιού; Ήθελε επαγγελματικό τρυπάνι που δεν είχα. Έτσι φώναξα τον Αλέξη. Μέσα σε δέκα λεπτά την είχε στερεώσει και σερβίροντάς του τον καφέ του εξομολογήθηκα: 

-Με βοήθησες σήμερα να εκπληρώσω ένα μεγάλο μου όνειρο. 
-Τόσο μεγάλα όνειρα έχεις; με ρώτησε γελώντας. 
-Τόσο, απάντησα σοβαρή. Έπρεπε να γίνει, όχι μόνο για τα λουλούδια και το φως, αλλά κυρίως για εκείνην εκεί την παρανόμως πανύψηλη οικοδομή στο βάθος, που αν ήμουν τρομοκράτης θα την είχα τινάξει στον αέρα, τόσο άσχημη που είναι και μου σκοτώνει τα ηλιοβασιλέματα. Γέλασε ο Αλέξης, κελάηδησε το καρδερινοκαναρίνι μου. 
-Να σου συστήσω το μεγάλο μου έρωτα, συμπλήρωσα, από δω ο Μάρκο. 
-Τόσο μεγάλους έρωτες έχεις; με ξαναρώτησε μειδιώντας. 
-Τόσο, απάντησα. 
-Εσύ, λοιπόν, είσαι κανονικός άνθρωπος, είπε ο ταπεινός μάστορας που δουλεύει κάθε μέρα από τα χαράματα μέχρι το απόγευμα κάνοντας ποικίλλες εργασίες αν και η ειδίκευσή του είναι στους καυστήρες. 
Κανονικός άνθρωπος εγώ; σκέφτηκα, ναι, μπορεί και να έχω γίνει, αν είναι έτσι οι κανονικοί άνθρωποι, γιατί όχι;

Έφυγε ο μάστορας και πήγα και αγόρασα σιλικόνη να βάλω στη βάση της πέργκολας για να μη γεμίζει βρόχινο νερό και φουσκώσει το ξύλο. Έβαλα και τη σιλικόνη και μετά  καμάρωσα. Γέμισα χαρά. Κανονική χαρά κανονικού ανθρώπου. Πόσο δρόμο μπορεί κάποτε να διανύσει κάποιος για να γίνει κανονικός; Γιατί μπορεί ποτέ να μη γίνει και γιατί κάθε άνθρωπος έχει τη δική του διαδρομή. Έτσι όπως το εννοεί ο Αλέξης οι κανονικοί άνθρωποι χαίρονται με τα απλά πράγματα, ονειρεύονται μικρά όνειρα που όμως ομορφαίνουν πολύ τη ζωή τους, βρίσκουν λύσεις στα προβλήματα, μεριμνούν κάθε στιγμή για να υπάρχει στη ζωή τους τάξη, συνέπεια και απλότητα. Έχουν υπομονή, εργάζονται, προσπαθούν με όλες τους τις δυνάμεις για τον εαυτό τους και τους άλλους και όταν αποτυγχάνουν προσπαθούν απ' την αρχή αφού σηκώσουν για λίγο τα μάτια ψηλά ζητώντας βοήθεια. Είναι όμως αρκετό αυτό; Μπορεί να είναι για κάποιους, μερικοί όμως πήγαν λίγο παραπέρα. Λίγο παραπέρα στην αξιοζήλευτη κανονικότητα που σε ταυτίζει με τον εαυτό σου τόσο ώστε να μην υπάρχουν κενά που κάποια στιγμή θα μπάσουν βρόχινο νερό και θα σαπίσεις.

Για να είμαι ειλικρινής, η μία αλήθεια είναι πως κανονικός άνθρωπος ποτέ δεν ένιωσα και μάλλον ακόμα δεν είμαι. Η άλλη αλήθεια όμως είναι πως αν είναι έτσι το κανονικό, τότε αυτό θέλω να είμαι και σ' αυτόν τον δρόμο θέλω να πορεύομαι. Πόσο κανονικός άνθρωπος μπορεί να είναι ένας συγγραφέας; Δεν ξέρω. Για τον εαυτό το μόνο που μπορώ να πω είναι πως γράφω για να ζω, αλλά δε ζω για να γράφω. Γράφω για να ζω σημαίνει πολύ απλά πως αυτό είναι το οξυγόνο μου, τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο. Το οξυγόνο όμως για να το εισπράττεις θέλει καθαρά πνευμόνια και τα πνευμόνια αυτά φτιάχνονται όχι μόνο μέσα από τα διαβάσματα και τους ανθρώπους που επιλέγομαι στο πλάι μας, αλλά και από τις πλέον ασήμαντες επιλογές μας. Για μένα προσωπικά αρμολογούνται επιπροσθέτως μέσα από τις χειρονακτικές εργασίες, που είναι τόσο απαραίτητο συμπλήρωμα της πνευματικής εργασίας όσο και η καλαθοπλεκτική για τους καλογέρους. 

Ο π.Ανανίας στο συναξάρι του Μεγάλου Κωνσταντίνου σημειώνει πως δεν γεννήθηκε άνθρωπος στη γη σαν κι αυτόν κι ούτε και θα γεννηθεί γιατί δεν υπάρχει ανάγκη. Τι ωραία που το λέει. Εμείς κατεβάζουμε το Θεό στα μέτρα μας, γι' αυτό κι ο Θεός δεν κατεβαίνει σ' εμάς. Στον Μεγάλο Κωνσταντίνο όμως που είχε ανάγκη το Θεό και δίχως να τον γνωρίζει του ζήτησε βοήθεια, κατέβηκε, κι ας ήταν ακόμη αβάπτιστος. Κατέβηκε και τον οδήγησε σε όλη τη μετέπειτα πορεία του φανερώνοντάς του το σημείο του σταυρού. Κάποτε όμως ήρθε η ώρα να γίνει και ο Μέγας Κωνσταντίνος κανονικός άνθρωπος και το κατόρθωσε στο τέλος της ζωής του. Η ώρα αυτή πάντοτε έρχεται, αρκεί να την αναγνωρίσεις και να της προσφερθείς. Αφού βαπτίσθηκε δεν ξαναφόρεσε την αυτοκρατορική του στολή. Έμεινε με τον λευκό χιτώνα του βαπτίσματος μέχρι την κοίμισή του. Αυτός μάλιστα, έγινε πράγματι ενετλώς κανονικός. Γιατί κανονικός άνθρωπος, εν τέλει, είναι αυτός που ό,τι κι αν υπήρξε, σκλάβος ή ελεύθερος, βασιλιάς ή υπηρέτης, πλούσιος ή φτωχός, αφού διαχειρίστηκε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την ύπαρξή του, κάποια στιγμή αποφασίζει να την επιστρέψει στον Δωρητή του. Κανονικός άνθρωπος είναι αυτός που επιστρέφει το δάνειο που έλαβε στον Δανειοδότη του. Αν μπορεί να το επιστρέψει και αυξημένο, πολλαπλασιασμένο, ακόμα καλύτερα.
Με τις ευχές των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης ας φτάσουμε κάποτε να γίνουμε κι εμείς κανονικοί...  










Wednesday, May 21, 2014

Των Αγίων ενδόξων βασιλέων και ισαποστόλων Κωνσταντίνου και Ελένης





Ὡς κοινὸν εἶχον γῆς Βασιλεῖς τὸ στέφος,
Ἔχουσι κοινὸν καὶ τὸ τοῦ πόλου στέφος.
Ξύνθανε μητέρι εἰκάδι πρώτῃ Κωνσταντῖνος.

Ως γενέτειρα πόλη του Μεγάλου Κωνσταντίνου αναφέρεται τόσο η Ταρσός της Κιλικίας όσο και το Δρέπανο της Βιθυνίας. Ωστόσο η άποψη που επικρατεί φέρει τον Μέγα Κωνσταντίνο να έχει γεννηθεί στη Ναϊσό της Άνω Μοισίας (σημερινή Νις της Σερβίας).
Το ακριβές έτος της γεννήσεώς του δεν είναι γνωστό, θεωρείται όμως ότι γεννήθηκε μεταξύ των ετών 272-288 μ.Χ.
Πατέρας του ήταν ο Κωνστάντιος, που λόγω της χλωμότητος του προσώπου του ονομάσθηκε Χλωρός, και ήταν συγγενής του αυτοκράτορα Κλαυδίου. Μητέρα του ήταν η Αγία Ελένη, θυγατέρα ενός πανδοχέως από το Δρέπανο της Βιθυνίας.
Το 305 μ.Χ. ο Κωνσταντίνος ευρίσκεται στην αυλή του αυτοκράτορα Διοκλητιανού στη Νικομήδεια με το αξίωμα του χιλίαρχου. Το ίδιο έτος οι δύο Αύγουστοι, Διοκλητιανός και Μαξιμιανός, παραιτούνται από τα αξιώματά τους και αποσύρονται. στο ύπατο αξίωμα του Αυγούστου προάγονται ο Κωνστάντιος ο Χλωρός στη Δύση και ο Γαλέριος στην Ανατολή.
Ο Κωνστάντιος ο Χλωρός πέθανε στις 25 Ιουλίου 306 μ.Χ. και ο στρατός ανακήρυξε Αύγουστο τον Μέγα Κωνσταντίνο, κάτι όμως που δεν αποδέχθηκε ο Γαλέριος. Μετά από μια σειρά διαφόρων ιστορικών γεγονότων ο Μέγας Κωνσταντίνος συγκρούεται με τον Μαξέντιο, υιό του Μαξιμιανού, ο οποίος πλεονεκτούσε στρατηγικά, επειδή διέθετε τετραπλάσιο στράτευμα και ο στρατός του Κωνσταντίνου ήταν ήδη καταπονημένος.
Από την πλευρά του ο Μέγας Κωνσταντίνος είχε κάθε λόγο να αισθάνεται συγκρατημένος. δεν είχε καμία άλλη επιλογή εκτός από την επίκληση της δυνάμεως του Θεού.
Ήθελε να προσευχηθεί, να ζητήσει βοήθεια, αλλά καθώς διηγείται ο ιστορικός Ευσέβιος, δεν ήξερε σε ποιόν Θεό να απευθυνθεί. Τότε έφερε νοερά στη σκέψη του όλους αυτούς που μαζί τους συνδιοικούσε την αυτοκρατορία.
Όλοι τους, εκτός από τον πατέρα του, πίστευαν σε πολλούς θεούς και όλοι τους είχαν τραγικό τέλος. Άρχισε, λοιπόν, να προσεύχεται στον Θεό, υψώνοντας το δεξί του χέρι και ικετεύοντάς Τον να του αποκαλυφθεί.
Ενώ προσευχόταν, διαγράφεται στον ουρανό μία πρωτόγνωρη θεοσημία. Περί τις μεσημβρινές ώρες του ηλίου, κατά το δειλινό δηλαδή, είδε στον ουρανό το τρόπαιο του Σταυρού, που έγραφε «τούτῳ νίκα». Και ενώ προσπαθούσε να κατανοήσει τη σημασία αυτού του μυστηριακού θεάματος, τον κατέλαβε η νύχτα.
Τότε εμφανίζεται ο Κύριος στον ύπνο του μαζί με το σύμβολο του Σταυρού και τον προέτρεψε να κατασκευάσει απομίμηση αυτού και να το χρησιμοποιεί ως φυλακτήριο πιο πολέμους.
Έχοντας ως σημαία του το Χριστιανικό λάβαρο, αρχίζει να προελαύνει προς την Ρώμη εκμηδενίζοντας κάθε αντίσταση.
Όταν φθάνει στη Ρώμη ενδιαφέρεται για τους Χριστιανούς της πόλεως. Όμως το ενδιαφέρον του δεν περιορίζεται μόνο σε αυτούς. Πολύ σύντομα πληροφορείται για την πενιχρή κατάσταση της Εκκλησίας της Αφρικής και ενισχύει από το δημόσιο ταμείο τα έργα διακονίας αυτής.
Το Φεβρουάριο του 313 μ.Χ., στα Μεδιόλανα, όπου γίνεται ο γάμος του Λικινίου με την Κωνσταντία, αδελφή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, επέρχεται μια ιστορική συμφωνία μεταξύ των δύο ανδρών που καθιερώνει την αρχή της ανεξιθρησκείας.
Τα προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει ο Μέγας Κωνσταντίνος ήσαν πολλά. Η αιρετική διδασκαλία του Αρείου, πρεσβυτέρου της Αλεξανδρινής Εκκλησίας, ήλθε να ταράξει την ενότητα της Εκκλησίας.
Η διδασκαλία αυτή, που ονομάσθηκε αρειανισμός, κατέλυε ουσιαστικά το δόγμα της Τριαδικότητας του Θεού.
Μόλις ο Μέγας Κωνσταντίνος πληροφορήθηκε τα όσα θλιβερά συνέβαιναν στην Αλεξάνδρεια, απέστειλε με τον πνευματικό του σύμβουλο Όσιο, Επίσκοπο Κορδούης της Ισπανίας, επιστολή στον Επίσκοπο Αλεξανδρείας Αλέξανδρο (313 – 328 μ.Χ.) και τον Άρειο. Η προσπάθεια επιλύσεως του θέματος δεν ευδοκίμησε. Έτσι αποφασίσθηκε η σύγκλιση της Α’ Οικουμενικής Συνόδου στη Νίκαια της Βιθυνίας το 325 μ.Χ.
Η περιγραφή της εναρκτήριας τελετής από τον ιστορικό Ευσέβιο είναι ομολογουμένως ενδιαφέρουσα. στο μεσαίο οίκο των ανακτόρων είχαν προσέλθει όλοι οι σύνεδροι. Επικρατούσε απόλυτη σιγή και όλοι περίμεναν την είσοδο του αυτοκράτορα, τον οποίο οι περισσότεροι θα έβλεπαν για πρώτη φορά.
Ο Κωνσταντίνος εισήλθε ταπεινά, με σεμνότητα και πραότητα. στην ομιλία του προς τη Σύνοδο χαρακτηρίζει τις ενδοεκκλησιαστικές συγκρούσεις ως το μεγαλύτερο δεινό και από τους πολέμους. Ο λόγος του υπήρξε ευθύς και σαφής.
Δεν ήθελε να ασχοληθεί παρά μονάχα με θέματα που αφορούσαν στην ορθοτόμηση της πίστεως. Η κρίσιμη φράση του, «περὶ τῆς πίστεως σπουδάσωμεν», διασώζεται σχεδόν από όλους τους ιστορικούς συγγραφείς.
Μετά το πέρας των εργασιών της Συνόδου ο αυτοκράτορας ανέλαβε πρωτοβουλίες για την εδραίωση των αποφάσεών της. Απέστειλε εγκύκλιο επιστολή προς την Εκκλησία της Αιγύπτου, Λιβύης, Πενταπόλεως, Αλεξανδρείας, στην οποία γνωστοποιεί τις αποφάσεις της Συνόδου.
Ο ίδιος γνωστοποιεί προς όλη την επικράτεια της αυτοκρατορίας την καταδίκη του Αρείου και απαγορεύει την απόκτηση και την απόκρυψη των συγγραμμάτων του. Η εντυπωσιακή του όμως ενέργεια είναι η επιστολή του προς τον Άρειο. Επιτιμά τον αιρεσιάρχη και τον καταδικάζει με αυστηρότητα για τις κακοδοξίες του.
Όμως περί τα τέλη του 327 μ.Χ. ο Μέγας Κωνσταντίνος καλεί τον Άρειο στα ανάκτορα. Ο αιρεσιάρχης φυσικά δεν χάνει την ευκαιρία και υποβάλλει μία ομολογία γεμάτη από έντεχνες θεολογικές ανακρίβειες, πείθοντας μάλιστα τον Μέγα Κωνσταντίνο ότι αυτή δεν διαφέρει ουσιαστικά από όσα είχε αποφασίσει η Α’ Οικουμενική Σύνοδος.
Τελικά ο αυτοκράτορας συγκαλεί νέα Σύνοδο, το Νοέμβριο του 327 μ.Χ., η οποία ανακαλεί τον Άρειο από την εξορία και αποκαθιστά τους εξόριστους Επισκόπους Νικομηδείας Ευσέβιο και Νικαίας Θεόγνιο. Η ανάκληση του Αρείου και η αποκατάσταση των περί αυτών πυροδότησε νέες έριδες πιο κόλπους της Εκκλησίας.
Ο Επίσκοπος Αλεξανδρείας Αλέξανδρος και στην συνέχεια ο διάδοχός του Μέγας Αθανάσιος αρνούνται να δεχθούν τον Άρειο στην Αλεξάνδρεια. Ο Μέγας Κωνσταντίνος απειλεί με καθαίρεση τον Μέγα Αθανάσιο, ενώ σε Σύνοδο που συνήλθε στην Αντιόχεια το 330 μ.Χ. καθαιρείται και εξορίζεται από τους αιρετικούς ο Άγιος Ευστάθιος, Επίσκοπος Αντιοχείας (τιμάται 21 Φεβρουαρίου).
Η Σύνοδος της Τύρου της Συρίας, που συνήλθε το 335 μ.Χ., καταδικάζει ερήμην με την ποινή της καθαιρέσεως τον Μέγα Αθανάσιο, ο οποίος φεύγει, για να συναντήσει τον Μέγα Κωνσταντίνο.
Είναι γεγονός πως ο Μέγας Κωνσταντίνος δεν έδειξε να αποδέχεται το αίτημα του Μεγάλου Αθανασίου για ακρόαση. Πείσθηκε όμως να τον ακούσει, όταν ο Μέγας Αθανάσιος του απηύθυνε την ρήση: «Δικάσει Κύριος ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ σοῦ».
Ο Μέγας Κωνσταντίνος κατενόησε την κατάφωρη αδικία και τις άθλιες μεθοδεύσεις σε βάρος του Μεγάλου Αθανασίου και έκανε δεκτό το αίτημά του νά προσκληθούν όλοι οι συνοδικοί της Τύρου και η διαδικασία να λάβει χώρα ενώπιόν του.
Ο Ευσέβιος Νικομηδείας αγνόησε την αυτοκρατορική εντολή. Πήρε μόνο ελάχιστους από τους συνοδικούς και εμφανίσθηκε στον αυτοκράτορα. Ξέχασε όλες τις υπόλοιπες κατηγορίες και για πρώτη φορά έθεσε το θέμα της δήθεν παρακωλύσεως της αποστολής σιταριού προς την Βασιλεύουσα.
Ο αυτοκράτορας εξοργίζεται και εξορίζει τον Μέγα Αθανάσιο στα Τρέβιρα της Γαλλίας. Παρά ταύτα δεν επικυρώνει την απόφαση της Συνόδου της Τύρου για καθαίρεση και ούτε διατάσσει την αναπλήρωση του επισκοπικού θρόνου της Αλεξάνδρειας.
Η τελευταία περίοδος της ζωής του Μεγάλου Κωνσταντίνου είναι αυτή που τον καταξιώνει στην εκκλησιαστική συνείδηση και τον οδηγεί στο απόγειο της πνευματικής του πορείας. Ο Άγιος, κατά τον Απρίλιο του 337 μ.Χ., αισθάνεται τα πρώτα σοβαρά συμπτώματα κάποιας ασθένειας. Οι πηγές μάς πληροφορούν πως ο Μέγας Κωνσταντίνος κατέφυγε σε ιαματικά λουτρά.
Βλέποντας όμως την υγεία του να επιδεινώνεται θεώρησε σκόπιμο να μεταβεί στην πόλη Ελενόπολη της Βιθυνίας, που είχε ονομασθεί έτσι λόγω της Αγίας μητέρας του. Εκεί παρέμεινε στο ναό των Μαρτύρων, όπου ανέπεμπε ικετήριες ευχές και λιτανείες προς τον Θεό.
Ο Μέγας Κωνσταντίνος αντιλαμβάνεται πως η επίγεια ζωή του πλησιάζει στο τέλος της. Η μνήμη του θανάτου καλλιεργείται στην καρδιά του και τον οδηγεί στο μυστήριο της μετάνοιας και του βαπτίσματος.
Μετά από αυτά καταφεύγει σε κάποιο προάστιο της Νικομήδειας, συγκαλεί τους Επισκόπους και τους απευθύνει τον εξής λόγο: «Αυτός ήταν ο καιρός που προσδοκούσα από παλιά και διψούσα και ευχόμουν να καταξιωθώ της εν Θεώ σωτηρίας.
Ήλθε η ώρα να απολαύσουμε και εμείς την αθανατοποιό σφραγίδα, ήλθε η ώρα να συμμετάσχουμε στο σωτήριο σφράγισμα, πράγμα που κάποτε επιθυμούσα να κάνω στα ρείθρα του Ιορδάνου, στα οποία, όπως παραδίδεται, ο Σωτήρας μας έλαβε το βάπτισμα εις ημέτερον τύπον.
Ο Θεός όμως, που γνωρίζει το συμφέρον, μας αξιώνει να λάβουμε το βάπτισμα εδώ. Ας μην υπάρχει λοιπόν καμία αμφιβολία. Γιατί και εάν ακόμη είναι θέλημα του Κυρίου της ζωής και του θανάτου να συνεχισθεί η επίγεια ζωή μας και να συνυπάρχω με το λαό του Θεού, θα πλαισιώσω τη ζωή μου με όλους εκείνους τους κανόνες που αρμόζουν στον Θεό».
Μετά το βάπτισμα ο Άγιος Κωνσταντίνος δεν ξαναφόρεσε τον αυτοκρατορικό χιτώνα, αλλά παρέμεινε ενδεδυμένος με το λευκό ένδυμα του βαπτίσματος, μέχρι την ημέρα της κοιμήσεώς του το 337 μ.Χ. Ήταν η ημέρα εορτασμού της Πεντηκοστής, γράφει ο ιστορικός Ευσέβιος.
Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος με τον οποίο περιγράφει ο Ευσέβιος τα γεγονότα, τα οποία ακολούθησαν την κοίμηση του Αγίου. Όλοι οι σωματοφύλακες του αυτοκράτορα, αφού έσχισαν τα ρούχα τους και έπεσαν στο έδαφος, έκλαιγαν και φώναζαν δυνατά, σαν να μην έχαναν το βασιλέα τους, αλλά τον πατέρα τους.
Οι ταξίαρχοι και οι λοχαγοί έκλαιγαν τον ευεργέτη τους. Οι δήμοι ήσαν λυπημένοι και κάθε κάτοικος της Κωνσταντινουπόλεως πενθούσε, σαν να έχανε το κοινό αγαθό.
Αφού οι στρατιωτικοί τοποθέτησαν το σκήνωμα του Αγίου σε χρυσή λάρνακα, το μετέφεραν στην Κωνσταντινούπολη και το εναπέθεσαν σε βάθρο στον βασιλικό οίκο. Το ιερό λείψανό του ενταφιάσθηκε στο ναό των Αγίων Αποστόλων.
Δίκαια η ιστορία τον ονόμασε Μέγα και η Εκκλησία Ισαπόστολο.
Σημείωση: Σύμφωνα με άλλες πηγές, ο Άγιος Κωνσταντίνος κατηχήθηκε και βαπτίστηκε από τον Άγιο Σιλβέστρο, Πάπα Ρώμης (βλέπε 2 Ιανουαρίου). Διαβάστε εδώ την πολύ ωραία ανάλυση του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτη σχετικά με το θέμα αυτό.
Η Αγία Ελένη γεννήθηκε στο Δρέπανο της Βιθυνίας της Μικράς Ασίας περί το 247 μ.Χ. Φαίνεται ότι ήταν ταπεινής καταγωγής. στην ιστοριογραφία υπάρχει σχετική διχογνωμία ως προς το αν η μητέρα του Αγίου Κωνσταντίνου υπήρξε σύζυγος ή νόμιμη παλλακίδα του Κωνσταντίου του Χλωρού.
Μεταξύ των ετών 272 – 288 μ.Χ. γέννησε στη Ναϊσό της Μοισίας τον Κωνσταντίνο. Όταν, πέντε έτη αργότερα, ο Κωνσταντίνος Χλωρός έγινε Καίσαρας από τον Διοκλητιανό, αναγκάσθηκε να την απομακρύνει, για να συζευχθεί τη Θεοδώρα, θετή κόρη του αυτοκράτορα Μαξιμιανού, και να έχει έτσι το συγγενικό εκείνο δεσμό, ο οποίος θα εξασφάλιζε τη στερεότητα του Διοκλητιανού τετραρχικού συστήματος.
Παρά το γεγονός αυτό ο Μέγας Κωνσταντίνος τιμούσε ιδιαίτερα τη μητέρα του. Της απένειμε τον τίτλο της αυγούστης, έθεσε τη μορφή της επί νομισμάτων και έδωσε το όνομά της σε μία πόλη της Βιθυνίας.
Η Αγία έδειξε την ευσέβειά της με πολλές ευεργεσίες και την ανοικοδόμηση νέων Εκκλησιών στη Ρώμη (Τιμίου Σταυρού), στην Κωνσταντινούπολη (Αγίων Αποστόλων), στη Βηθλεέμ (βασιλική της Γεννήσεως) και επί του Όρους των Ελαιών (βασιλική της Γεθσημανή).
Η Αγία Ελένη πήγε το 326 μ.Χ. στην Ιερουσαλήμ, όπου «μὲ μέγαν κόπον καὶ πολλὴν ἔξοδον καὶ φοβερίσματα ηὗρεν τὸν τίμιον σταυρὸν καὶ τοὺς ἄλλους δύο σταυροὺς τῶν ληστῶν», όπως γράφει ο Κύπριος Χρονογράφος Λεόντιος Μαχαιράς.
Επιστρέφοντας στην Κωνσταντινούπολη, ένα χρόνο μετά την εύρεση του Τιμίου Σταυρού του Κυρίου, η Αγία Ελένη πέρασε και από την Κύπρο.
Η Αγία Ελένη κοιμήθηκε με ειρήνη μάλλον το 327 μ.Χ. σε ηλικία ογδόντα ετών. Ο ιστορικός Ευσέβιος γράφει ότι η Αγία προαισθάνθηκε το θάνατό της και με διαθήκη άφησε την περιουσία της στον υιό της και τους εγγονούς της.
Όπως ήταν φυσικό ο υιός της μετέφερε το τίμιο λείψανό της στην Κωνσταντινούπολη και την ενταφίασε στο ναό των Αγίων Αποστόλων.
Η Σύναξη αυτών ετελείτο στη Μεγάλη Εκκλησία, στο ναό των Αγίων Αποστόλων και στον ιερό ναό αυτών στην κινστέρνα του Βώνου.
Οι Βυζαντινοί τιμούσαν ιδιαίτερα τον Μέγα Κωνσταντίνο και την Αγία Ελένη.
Απόδειξη τούτου αποτελεί το γεγονός ότι κατά το Μεσαίωνα ήταν πολύ δημοφιλής στους Βυζαντινούς η απεικόνιση του πρώτου Χριστιανού βασιλέως με τη μητέρα του, που κρατούσαν στο μέσον Σταυρό.
Η παράδοση αυτή διατηρείται μέχρι και σήμερα με τα κωνσταντινάτα.


http://aerapatera.wordpress.com/2014/05/21/των-αγίων-ενδόξων-βασιλέων-και-ισαποσ/