Labels

Monday, September 30, 2013

Καλή βδομάδα - Το κουβάρι της ζωής




Απαλός ο πρωινός ήλιος, καθαρός ο Θερμαϊκός, χαμηλή κίνηση στην παραλιακή. Περπατώ ν’ απλώσω τις μπερδεμένες σκέψεις μου στον ορίζοντα μήπως ξεμπερδευτούν μια στάλα, να τις ξεπλύνω στη θάλασσα, να τις φυσήξει και το φθινοπωρινό αεράκι να στεγνώσουν όσες αξίζει να μείνουν κι οι άλλες ας πάνε στο καλό.

Στο βάθος του λιμανιού, αραγμένα δύο μεγάλα πλοία. Βλέπω πολλούς  ποδηλάτες, άλλους με τις ποδηλατικές στολές κι άλλους με τα καθημερινά τους ρούχα να διασχίζουν τον πεζόδρομο, άλλοι μόνοι τους, κι άλλοι παρέα, δυο δυο, τρεις τρεις. Σκέφτομαι πως όλα είναι σε σχέση. Ο Όλυμπος με τη θάλασσα και τον ουρανό, το ένα πλοίο με το άλλο και τη θάλασσα, οι ποδηλάτες με τον πεζόδρομο και το ποδήλατό τους ή μεταξύ τους, εγώ με όλα αυτά και τις σκέψεις μου. Όλα είναι σε σχέση και τίποτα δεν υπάρχει μόνο του. Αόμα κι ένας άνθρωπος μόνος του βρίσκεται σε σχέση με το κεφάλι του κι ό,  τι αυτό κουβαλά, τα χέρια του, τα πόδια του, την καρδιά του.

Κι έτσι καθώς για μια ακόμη φορά αναρωτιέμαι γι’αυτό το μέγα, θαυμαστό και τραγικό συνάμα, μυστήριο της ζωής, θυμάμαι τον Γιώργο, που πριν χρόνια μου είχε διηγηθεί μια συζήτηση που είχε με τη μάνα του την ώρα που εκείνη καθισμένη ήσυχα στον καναπέ της έπλεκε το πλεχτό της. Τη ρώτησε, λοιπόν, σχεδόν θυμωμένος, που δεν μπορούσε να χωρέσει το νόημα της ζωής: “Τι είναι η ζωή ρε μάνα;” Κι εκείνη η ταπεινή, απάντησε: “Η ζωή είναι σαν αυτό το πλεχτό. Έρχεσαι στον κόσμο και σου δίνεται ένα κουβαράκι, κάτι να το κάνεις. Ξεκινάς και πλέκεις και το μόνο που έχεις στο νου σου, είναι να το πλέξεις όσο καλύτερα μπορείς. Να καταφέρεις το σχέδιο που έχεις στο νου σου, να μην αφήσεις κενά, οι κόμποι σου να είναι κρυμμένοι, περιποιημένοι. Ε, και καθώς περνούν τα χρόνια, το μόνο που αλλάζει καθώς πλέκεις το πλεχτό σου, είναι πως αρχίζεις και ρίχνεις κλεφτές ματιές στο κουβάρι που τελειώνει, και σε πιάνει μια αγωνία, μήπως δε σου φτάσει η κλωστή να το τελειώσεις. Αυτή είναι η ζωή, γιε μου…”

Γέλασα τότε, μη μπορώντας να καταλάβω το βάθος που έκρυβαν τα λόγια της γιαγιάς. Σαν ανέκδοτο μου φάνηκε. Μα χθες, στην παραλία, θαρρείς και είδα το πέλαγος γεμάτο κάθε λογής κουβαράκια που ξετυλίγονταν, κι ανάμεσά τους σαν να ξεχώρισα και το δικό μου. Κοίταξα το πλεχτό μου κι είδα ένα σωρό ατέλειες και απεριποίητους κόμπους. Λαχτάρησα, κι είπα να βάλω προκοπή και να το φροντίσω λίγο καλύτερα, πριν μου σωθεί η κλωστή και βρεθώ αμήχανη  μπροστά στο απρόοπτο... 




Sunday, September 29, 2013

"Από τις δυο πλευρές του Αιγαίου" - παρουσίαση




Αργά ή γρήγορα η αλήθεια έρχεται στο φως. Κάποτε έρχεται κι από τις δυο όψεις της, όπως στην περίπτωση του συγκεκριμένου ντοκυμαντέρ, μετά το άνοιγμα σφραγισμένων για χρόνια αρχείων.
Οι εικόνες ακόμη ρέουν στα μάτια μου και οι λέξεις ηχούν σαν σφυριά στ’ αφτιά μου.  Αυτό που οι εκατέρωθεν του Αιγαίου πολιτικοί, Βενιζέλος και Κεμάλ, λεπτεπίλεπτα ονόμασαν “Ανταλλαγή των πληθυσμών”, σαν να έδιναν όνομα στα κομμάτια μιας τούρτας, όπου απλώς ξεχώριζαν το παντεσπάνι από τη σαντιγύ της, τα ντοκουμέντα το αποκαλύπτουν ως απανθρωπία της πολιτικής που διχάζει λαούς, που για χρόνια ζούσαν αρμονικά. Οι ηχηρές τους λέξεις μεταφράστηκαν σε αμέτρητο πόνο, αναρίθμητο θάνατο, ανερμάτιστη νοσταλγία. Και τώρα, εμείς βλέπουμε τα απορημένα κι ανήμπορα πρόσωπα των προσφύγων, τους μπόγους, τα ξυπόλητα πόδια τους. Βλέουμε τα μιλιούνια των ανθρώπων στοιβαγμένα στην προκυμαία της Σμύρνης ν’ αναζητούν με αγωνία τρόπους διαφυγής. Την πορεία προς τα τάγματα εργασίας. Είναι όλα μπροστά μας με στοιχεία αδιάσειστα. Κι επιτέλους, κατανοούμε, συμμεριζόμαστε, συμπάσχουμε και διδασκόμαστε. Πονάμε.

Εξαιρετικοί επιστήμονες από Ευρώπη και Αμερική αναλύουν τα γεγονότα, αλλά πλάι τους και απόγονοι των προσφύγων αφηγούνται τις τραγικές προσωπικές ιστορίες των παππούδων τους. Τούρκοι που μιλούν ελληνικά, Έλληνες που μιλούν τουρκικά, κι όλοι νοσταλγοί της πατρίδας απ’ την οποία ξεριζώθηκαν. Πολύ πιο βίαια οι Έλληνες, αδίκως όμως και οι Τούρκοι. Το ντοκυμαντέρ δείχνει όλη την πορεία των προσφύγων, Ελλήνων και Τούρκων, από το διωγμό τους μέχρι την εγκατάστασή τους στη νέα τους “πατρίδα’. Τον τρόμο, την αγωνία, το πένθος, τον αγώνα για ζωή, την αφιλόξενη υποδοχή στην νέα “πατρίδα” που δεν έγινε ποτέ πατρίδα τους, κι ας πήγαν Έλληνες στην Ελλάδα και Τούρκοι στην Τουρκία. Τι μ’ αυτό; Και οι μεν και οι δε, νοσταλγούσαν τον τόπο τους. Έβλεπαν τον κόσμο μέσα από τον ίσκιο της ροδιάς του δικού τους κήπου, γεύονταν τις γεύσεις μέσα απ’ τα κηπευτικά που είχαν στο δικό τους μπαξέ, μύριζαν τον αέρα μέσα από το γιασεμί της αυλής τους. Κι όταν αυτά έμειναν πίσω, πίσω έμειναν κι οι καρδιές, κι η ζωή τους. Τι είναι ο άνθρωπος; Δεν είναι ό, τι ζυμώνεται κάθε στιγμή μαζί του από τότε που αυτός υπάρχει; Και τι είναι ο ξεριζωμένος, ο πρόσφυγας; Δεν είναι ό, τι χωρίζεται απ’ τη ζύμη του, απ’ αυτό που τον έφτιαξε άνθρωπο, -πλούσιο ή φτωχό, μικρή σημασία έχει. Βλέπουμε τη Σμύρνη να καίγεται, τους Συμμάχους να πετούν ζεμαστιστό νερό στους Έλληνες που ήθελαν ν’ ανέβουν στα πλοία τους, αλλά αυτοί είχαν εντολή να μην πάρουν κανέναν. Και πάίρνουμε μια γεύση αληθινή, πικρά αληθινή, για τα παιχνίδα που παίζουν οι πολιτικοί εις βάρος των λαών. Πλήθη ανθρώπων που αντιμετωπίστηκαν σαν κοπάδια ζώα, γιατί αποφασίστηκε η διαβόητη  “εθνοκάθαρση”. Φύλαγέ μας Θεέ, από την καθαρότητα…  
Συγκλονιστικό το ντοκυμαντέρ, και παράλληλα, σοβαρό, ψύχραιμο, τρυφερά  ανθρώπινο. Με μια ελπίδα για τις επόμενες γενιές που δε θέλουν άλλους πολέμους, όχι άλλη κάθαρση…


Όπως αναφέρεται στο πρόγραμμα της προβολής (http://www.filmfestival.gr/default.aspx?lang=el-gr&page=595&movieid=282)” “Η σκηνοθέτης Μαρία Ηλιού και ο ιστορικός Αλέξανδρος Κιτρέφ, μετά το έργο “Σμύρνη: η καταστροφή μιας κοσμοπολίτικης πόλης 1900-1922”, παρουσιάζουν το δεύτερο μέρος με τίτλο “Από τις δύο πλευρές του Αιγαίου” σε σχέση με το Διωγμό και την Ανταλλαγή των πληθυσμών της Τουρκίας και της Ελλάδα το 1922-1924, φέρνοντας στο κοινό “κλειστά” αρχεία από την Αμερική και την Ευρώπη, αλλά και μια ένα οπτική.
Τα παιδιά και τα εγγόνια των ελληνορθοδόξων και μουσουλμάνων προσφύγων μπορούν να διηγηθούν από κοινού τις ιστορίες τους. αυτή είναι η πρόταση του έργου. Την ισοτορία και από τις δύο πλευρές, όχι τη μισή.

Ιστορικοί από την Αμερική, την Ευρώπη, την Ελλάδα και την Τουρκία μιλούν, όπως και πρόσφυγες πρώτης δεύτερης και τρίτης γενιάς και από τις δύο πλευρές του Αιγαίου τις προσωπικές τους ιστορίες. Μικρά Ασία, Πόντος, Καππαδοκία, Β.Ελλάδα και Κρήτη. Η Καλλιόπη, κόρη ελληνορθόδοξων προσφύγων από την Καπαδοκία, διηγείται τηςν ιστορία της στα Τουρκικά, και ο Husnu, γιος μουσουλμάνων προσφύγων από την Κρήτη, τη δική του στα Κρητικά.

Το ντοκυμαντέρ σταχυολογείται από σπάνιο φωτογραφικό και κινηματογραφικό υλικό από αρχεία της Αμερικής και της Ευρώπης. Άγνωστες εικόνες του διωγμού και της Ανταλλαγής από αρχεία της Library of Congress του Πανεπιστημίου του Princeton, του Ερυθρού Σταυρού της Γενεύης, του Αμερικάνικου Ερυθρού Σταυρού, του Save the children Fund, Albere Kahn Fondation, του πανεπιστημίου της Minnesota, αλλά και άλλων ιδρυμάτων της Ελλάδας και του εξωτερικού. Επίσης, για πρώτη φορά θα δούμε μερικές από τις χαμένες φωτογραφίες του μεγάλου Αμερικανού φωτογράφου
Lewis Hine, εικόνες από το κλειστό για χρόνια αρχείο του Near East Reilef καθώς και φιλμικό υλικό από την χαμένη ταινία της YMCA που κινηματογραφήθηκε το 1922 στη Μικρά Ασία και την Ελλάδα και η οποία προέρχεται από το αρχείο Robert Davidian. Το άγνωστο οπτικό αρχειακό υλικό διασώθηκε από τον μη κερδοσκοπικό οργανισμό ΠΡΩΤΕΑΣ & PROTEUS NYINC και τους χορηγούς του.



Δημοσιεύτηκε στο : http://www.toportal.gr/?i=toportal.el.politismos&id=121 








Saturday, September 28, 2013

Ο Κύπριος ταξιτζής




Προσγειώνομαι στο αεροδρόμιο της Λάρνακας, κι έχω μπροστά μου τρεις ώρες αναμονή για Βηρυτό. Βγαίνω έξω να καπνίσω κανένα τσιγάρο και πέφτω πάνω στην πιάτσα των ταξί. Η εικόνα δε διαφέρει από την αντίστοιχη στην Ελλάδα. Ουρά τα ταξί να περιμένουν τον πελάτη, κι ενώ τα αεροπλάνα έρχονται, οι πελάτες όχι. Ταξιδιώτες από Ελλάδα, Μόσχα, Κύπρο τους περιμένει κάποιο ιδιωτικό αυτοκίνητο φίλου, ή παίρνουν το λεωφορείο. Πιάνουμε την κουβέντα. Είναι καμιά δεκαριά άντρες από τριάντα κάτι μέχρι πενήντα κάτι.

“Έλα να σε πάω μέχρι τη θάλασσα, να περάσεις ευχάριστα τις ώρες σου”, μου λέει ένα μεσήλικας ταξιτζής. “Μην τον ακούς, θέλει να σου πάρει το τριαντάρι”, μου λέει ένας τριαντάρης φιλοτιμότερος του πρώτου. “Αν θέλεις, πάμε να σε κεράσω έναν καφέ εδώ δίπλα.” Αιφνιδιάζομαι από την πρόταση, αλλά από ένστικτο τον ακολουθώ. Εξάλλου, τρεις ώρες είναι αυτές, πώς θα περάσουν; Πράγματι με κερνάει, αν και επιμένω να πληρώσω, λέγοντας: “Εγώ όταν έρχομαι στη Θεσσαλονίκη, δε μ’ αφήνει κανείς να πληρώσω, θα πληρώσεις τώρα εσύ;”. Αδιάσειστο το επιχείρημα, δεν έχω αντίλογο. Καθόμαστε, και κουβέντα στην κουβέντα μού περιγράφει ανάγλυφα “το πριν και το μετά” της ζωής τους στην Κύπρο. Τα σημείωσα και τα γράφω, όπως ακριβώς μου τα είπε.

“Δεν καταλάβαμε τι έγινε, πώς έγινε όλο αυτό μέσα σε λίγες ώρες. Για τρεις βδομάδες δεν είχαμε να φάμε. Δεν μπορούσαμε να βγάλουμε τα λεφτά μας απ’ τις τράπεζες, ο ένας παραστεκόταν στον άλλον με ό, τι είχε και δεν είχε. Αυτό που περάσαμε δεν περιγράφεται. Εμείς για πολλά χρόνια ήμασταν όλοι πλούσιοι. Όλοι. Ζήσαμε χρυσές εποχές. Και ρευστό είχαμε, και οικονομίες είχαμε, και δουλειές, κι απ’ όλα. Όποτε θέλαμε δε δουλεύαμε, σταματούσαμε, είχαμε μεγάλη άνεση. Κάποιες φορές τα μπουχτίζαμε τα λεφτά. Δεν ξέραμε τι να τα κάνουμε. Ταξιδεύαμε όπου θέλαμε. Όταν έχεις λεφτά δεν τα λογαριάζεις. Μπουζούκια, τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα, δίναμε για πλάκα εξακόσιες λίρες, για το κέφι. Μετά, τριακόσια, πεντακόσια ευρώ, μόνο για λουλούδια. Τα τελευταία δυο χρόνια τα λουλούδια τα αντικατέστησαν τα χαρτομάντηηλα, αφού τα γαρύφαλλα ήταν πιο ακριβά. Πολλοί έκαναν ένα σωρό δουλειές, όχι μία και δύο. Οι οικοδομές άφηναν πολλά λεφτά, τα ξενοδοχεία, τα εμπορικά..." 


H συνέχεια εδώ:http://www.toportal.gr/?i=toportal.el.koinwnia&id=143

Βασιλική Νευροκοπλή για το www.toportal.gr







Friday, September 27, 2013

Ο άγιος μάρτυς Καλλίστρατος και οι συν αυτώ 49 συστρατιώτες του



Ἀπολυτίκιον  
Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Τῷ θείῳ Πνεύματι, περιφραξάμενος, Μάρτυς Καλλίστρατε, λαμπρῶς ἠρίστευσας, καταβολῶν τὸν δυσμενῆ, σοφία τῶν σῶν ἀγώνων ὅθεν καὶ προσήγαγες, τῷ Χριστῷ ὡς θυμίαμα, δῆμον παναοίδιμον, Ἀθλητῶν πιστευσάντων σοί, μεθ' ὧν ὑπὲρ ἠμῶν ἐκδυσώπει, τῶν εὐφημούντων σὲ ἐν ὕμνοις.

"... γιορτάζει ο άγιος μάρτυς Καλλίστρατος και οι συν αυτώ 49 συστρατιώτες του. Έζησε στα χρόνια του Διοκλητιανού και υπηρετούσε στον στρατό τον Ρωμαϊκό. Διέμενε στη Ρώμη, καταγόμενος από την Καρχηδόνα της Βορείου Αφρικής. Ήταν χριστιανός εκ προγόνων. Μεγάλη ευλογία. Και έδειχνε την πίστη του με τα έργα και με την αγάπη και το φως της ψυχής του. Τον κατέδωσαν στον στρατηγό πως είναι χριστιανός και πως ομολογεί τον Ιησού Χριστό. Εκείνος τον εκάλεσε, τον εξέτασε, και αυτός είπε: 
"Σίγουρα είμαι χριστιανός. Και θέλω να είμαι πάντοτε. Και δεν αλλάζω ό, τι κι αν κάνετε. Γι' αυτό, αν θέλετε, μην αργοπορείτε. Κάντε αυτό που νομίζετε, κι ο Χριστός μου εμένα θα με βοηθήσει να νικήσω".
Και όντως τον υπέβαλαν τον άγιο Καλλίστρατο σε φριχτά μαρτύρια και βασανιστήρια. Τόσο πολύ, που υπέφερε τα μέγιστα. Τον ενδυνάμωνε, όμως η Θεία Χάρη, και βγήκε πέρα. Τον ξύσαν με νύχια, τον εράβδισαν με βούνευρα, ωμά νεύρα βοδιών, ξεραμένα, και τον κύλησαν επάνω σε θραύσματα γυαλιών. Και, καταλαβαίνετε, ο άνθρωπος δυσκολεύτηκε τα μέγιστα. Αλλά άντεχε. Κι εμείς οι καημένοι, πολλές φορές μαρτυράμε, με μέσα κι έξω βάσανα, ψυχικά και σωματικά. Κι εκεί που πάει να βγει η ψυχή μας, κρατιέται. Κάποιος μας κρατάει. Είναι το χέρι του Χριστού το φιλάνθρωπο. Η στοργή της Παναγίας. Και η ανάσα των αγίων Ύστερα, τον έβαλαν σ' ένα σάκκο δερμάτινο, σ' ένα ασκί, και τον πέταξαν στη θάλασσα, να ησυχάσουνε. Αμ, δε; Άμα δε θέλει ο Θεός, δε γίνεται τίποτα. Ό, τι κι αν κάνουν οι άνθρωποι. Αυτό να το ξέρουμε. Παραδόξως, ο ασκός εσκίσθη και ο άγιος βγήκε από τη θάλασσα.

Και τότε, 49 από τους συστρατιώτες του που είδαν το θαύμα και την υπομονή του αγίου στα μαρτύρια και την λαμπερή όψη του προσώπου του, του μαρτυρικού του προσώπου, πίστεψαν στον Χριστώ. Και είπαν: "Μέγας ο Θεός του Καλλίστρατου. Αληθινός είναι ο Χριστός του. Κι εμείς χριστιανοί είμαστε, από τούτη την ώρα." Και τους έβαλαν στη φυλακή, μαζί με τον Καλλίστρατο, δεμένους. Κι εκεί, ο στρατιώτης Καλλίστρατος, καλή στράτα, καλός στρατός, ωραίες λέξεις, ελληνικότατες, τους κατήχησε. Τους μίλησε για τον Χριστό. Για την Κρίση, για την Ανάσταση των νεκρών και περί ψυχής. Και τι; Πίστεψαν κι εκείνοι περισσότερο. Είχαν πιστέψει με τα θαύματα, αλλά τώρα που κατηχήθηκαν, ήλθαν σε επίγνωση μεγαλύτερη. Αυτό θέλω να πω.

Τους έβγαλε, λοιπόν, όλους απ' τη φυλακή ο στρατηγός, και ο άγιος Καλλίστρατος τότε, προσευχήθηκε κι όλα τα είδωλα, που 'σαν εκεί σ' ένα ναό κοντά, πέσαν κι έγιναν σκόνη. Και τότε αποφάσισε ο αυτοκράτορας και αποκεφάλισε τον Καλλίστρατο και τους 49. Αλλά, καθώς έγινε αυτό το θαύμα της συντριβής των ειδώλων, άλλοι 185 στρατιώται πίστεψαν κι αυτοι στον Χριστό. Αλλά, μη θέλοντας, όμως, ο αυτοκράτορας να εξαφανίσει το στράτευμα όλο, τους λέει: "Σας χαρίζω τη ζωή, κι ας είστε χριστιανοί." Κι οι καημένοι τι κάνανε; Συγκινήθηκαν από το μαρτύριο των άλλων, στεναχωρέθηκαν που δεν μαρτύρησαν οι ίδιοι, κι όταν έφυγαν όλοι, πήραν κι έθαψαν τα λείψανα του αγίου Καλλίστρατου και των 49 συστρατιωτών του. Οι ψυχές τους απήλθαν στον ουρανό, κι όπως λέει ωραιότατα το Συναξάρι, έλαβαν του μαρτυρίου, τον αμάραντον στέφανον."



Φθινοπωρινό Συναξάρι, Αρχιμανδρίτης Ανανίας Κουστένης, εκδ. Ακτή, Λευκωσία 2008 


Βοήθειά μας ο άγιος Καλλίστρατος, που τον θεωρώ συνπροστάτη μου άγιο, -μαζί με τον άγιο Βασίλειο-, μετά τη σειρά των παραμυθιών που ξεκινήσαμε με την Ελλήνική Βιβλική Εταιρεία και φέρει στον τίτλο το όνομά του, ως ο παραμυθάς, που κατά κάποιον τρόπο, κατηχεί κι αυτός τα μικρά παιδιά με τα παραμύθια του, που είναι βασισμένα στις παραβολές του Ευαγγελίου. Το πρώτο ήταν "Ο Καλλίστρατος και το χωράφι της καρδιάς", βασισμένο στην παραβολή του Καλού Σπορέα, και το δεύτερο με το καλό που θα βγει τον εχόμενο Δεκέμβριο, "Ο Καλλίστρατος και οι περιπέτειες των χαρισμάτων" βασισμένο στην παραβολή των Ταλάντων. Με την ευχή του.










Monday, September 23, 2013

"Εντός ή εκτός εαυτού;" στο νέο site toportal.gr








Τι είναι αυτό που οδηγεί κάποιους να δημιουργούν ή να εντάσσονται σε ομάδες “υπεράσπισης” συνανθρώπων τους, κακοποιώντας, ή και φονεύοντας κάποιους άλλους, με οποιοδήποτε πρόσχημα;
Στέκονται ικανοί λόγοι, όπως, η δυσλειτουργία του δικαστικού συστήματος, η γενική ατιμωρησία των παραβατών του νόμου, η ηθική κατάρρευση του πολιτικού συστήματος, και η αντίστοιχη οικονομική της χώρας μας; Αν οι λόγοι αυτοί ήταν ικανοί, τότε θα παίρναμε όλοι από ένα όπλο εναντίον οποιουδήποτε θεωρούμε πως αποτελεί δημόσιο ή προσωπικό μας κίνδυνο. Δεν το κάνουμε όμως.
Μπορεί να θυμώνουμε όταν αδικούμαστε, να πληγωνόμαστε, να υποφέρουμε, ακόμα και να απελπιζόμαστε, αλλά δεν καταφεύγουμε στη βία και τα όπλα της. Και δεν το κάνουμε, όχι επειδή είμαστε δειλοί, σε σχέση μ’ αυτούς που παρουσιάζονται ως “παλικάρια”. Εμείς δεν τους θεωρούμε ούτε παλικάρια, ούτε άξιους να μας αντιπροσωπεύσουν, διότι δεν μας εκφράζει ο τρόπος τους, αλλά και διότι κανείς δεν τους ανέθεσε με θεσμικό τρόπο, να μας αντιπροσωπεύουν. Η σύσταση των ομάδων τους είναι παράνομη και οι πρακτικές τους παραβατικές, όσο κι αν φορούν μάσκες “προστασίας”, “καλοσύνης”, “προσφοράς”, “εθνικοπατριωτισμού” και “χριστιανικού” τάχατες χαρακτήρα.

Εμείς γνωρίζουμε την ιστορία μας. Απ’ τα αρχαία χρόνια διδαχθήκαμε τη φιλοξενία, “ο τιμων, εαυτόν τιμά, και ο υβρίζων, εαυτόν υβρίζει”, κι απ’ τα χριστιανικά, όχι απλά την αποδοχή της διαφορετικότητας, αλλά το ενιαίο σώμα όλου του ανθρωπίνου γένους, “ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην, ουκ ένι δούλος ουδέ ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν και θήλυ΄ πάντες γαρ υμείς εις εστέ εν Χριστώ Ιησού…”.

Σε αντίθεση μ’ αυτούς, εμείς  διαθέτουμε εαυτό. Μπορεί τραυματισμένο, πεινασμένο, κουρασμένο, αλλά εαυτό μέσα στον οποίο αγωνιζόμαστε να κατοικήσουμε ειρηνικά. Εαυτό, που όταν υποφέρει, ξέρουμε να τον θεραπεύουμε, ελπίζοντας, πιστεύοντας και αγαπώντας.

Είμαστε ένας βαθιά ποιητικός λαός, κι ας τον χλευάζουν πολλοί σήμερα. Ποιητικός και φιλότιμος λαός είμαστε, με όλες τις αδυναμίες και τα κουσούρια μας. Ούτε φιλοπόλεμοι είμαστε, ούτε φονιάδες. Ο εαυτός μας έχει θραφεί με αρχαίες και βυζαντινές αξίες, ακόμα κι αν συχνά μας αρέσει να τις αμφισβητούμε. Εφόσον τις γνωρίζουμε και τις κατέχουμε, μπορούμε και να τις αμφισβητούμε. Και γι’ αυτό είναι ανάγκη να παραμείνουν και τα αρχαία και τα θρησκευτικά στα σχολειά μας. Αυτά σμίλεψαν και σμιλεύουν το ποιητικό μας είναι και μας κρατούν εντός του εαυτού μας. Μέσα απ’ αυτόν τον σμιλεμένο εαυτό μπορούμε να αντιμετωπίζουμε ειρηνικά και δημοκρατικά όλες τις αντιξοότητες.
Διότι πριν αρπάξεις το μαχαίρι να σκοτώσεις, έχεις ήδη προβεί σε μία ύβρη. Αντικατέσησες τον θεό με τον εαυτό σου, κι επειδή η ύβρις ως γνωστόν τιμωρείται, η τιμωρία είναι να απωλέσεις τον εαυτό σου.
Στο αρχαίο ρητό θα προσθέταμε σήμερα: “… και ο φονεύων, εαυτόν φονεύει…” Εις εαυτόν, λοιπόν, εις εαυτόν μορφωμένο, καλλιεργημένο, ποιητικό, με γνώση του είναι του που βαστά από γενιά αιώνια.


Βασιλική Νευροκοπλή
για το portal.gr



http://www.toportal.gr/

Sunday, September 22, 2013

Μια Κυριακάτικη Κυριακή


Ξύπνησα γύρω στις 7, όπως ξυπνώ τις Κυριακές, εδώ και λόγο καιρό. Να ντυθώ γρήγορα, να προλάβω τον Όρθρο. Να μη χάσω συλλαβή, ούτε νότα. Εγώ, που κάποτε άμα έφτανα στην εκκλησία στις 9.30 το θεωρούσα νωρίς. Έτσι είναι όμως το καλό, σε ελκύει, σαν μαγνήτης σε τραβά και σε ξεσηκώνει. Δεν μπορείς ν' αντισταθείς. Κι εγώ τώρα που ευχαριστιέμαι πολύ και με ξεκουράζουν οι καλλίφωνοι ψάλτες και ιερείς της Μ. Βλατάδων, πάω απ' την αρχή και όταν τελειώνει μου φαίνεται και λίγο. Άλλο τόσο να 'ταν, καθόλου δε θα με πείραζε. Χαρά Θεού, πανηγύρι, λατρεία, προσευχή, Μετάληψη, Αντίδωρο, πρόσωπα όμορφα, χαριτωμένα, ταξίδι στον ουρανό. Εμείς ανεβαίνουμε κι εκείνος κατεβαίνει. Λίγο εμείς, πολυ περισσότερο εκείνος, συναντιώμαστε. Αξίζει άραγε τίποτα περισσότερο απ' τη συνάντηση των προσώπων; Των εδώ με τους εκεί, των εδώ μεταξύ μας, των εκεί μεταξύ τους. Κάποια στιγμή χαμογέλασα. Πρώτη φορά σκέφτηκα τι χαρά κάνει ο άγγελός μου , όταν πηγαίνουμε παρέα στην εκκλησία. Συναντά τους φίλους του, σκέφτηκα, που είναι όλοι εκεί και τρέμουν και φρίττουν φτερουγίζοντας πάνω απ' τα Τίμια Δώρα, και πανηγυρίζουν. Μεγάλη χαρά θα παίρνουν οι άγγελοί μας, όταν "τους πηγαίνουμε" στην εκκλησία. Λογικό δεν είναι;


Κι ύστερα γύρισα σπίτι, δεν πήγα για καφέ. Όταν έχω χαρά μεγάλη δε θέλω να τη σκορπώ, λίγο θέλω να την κρατώ μέχρι να καταλαγιάσει. Είχα και μαγείρεμα, περίμενα τ' αγαπημένα παιδιά μου. Λαχανοσαρμάδες θα έφτιαχνα. "Λαχανοσαρμάδες;" με ρώτησε η μαμά στο τηλέφωνο. "Μα γι' αυτό το φαγητό πρέπει να περιμένεις πρώτα καμιά παγωνιά. Τέλος πάντων δεν πειράζει. Έτσι κι έτσι να κάνεις το αυγολέμονο." Θυμήθηκα τον Γ.Ιωάννου. Μιλάει σ' ένα χειμωνιάτικο κείμενό του για την πάχνη και προσθέτει πως την επόμενη μέρα θα είναι πιο λαμπερά τα μαλλιά αλλά και τα λάχανα θα είναι πιο νόστιμα. Πως πρέπει να κάνουνε σαρμαδες. Ήξεραν οι παλιοί, αλλά κι εμείς μαθαίνουμε. Ακόμα κι η παγωνιά που κανείς μας δε σκέφτεται πως κάνει κάτι καλό, να που κι αυτή σε κάτι ωφελεί. Λίγο είναι να κάνει νοστιμότερα τα λάχανα και τα μαλλιά μας λαμπερά;


Κι αφού όλα έγιναν νόστιμα, μετά τη μεσημεριανή σιέστα, -Θεσσαλονίκη είναι εδώ-, λαχτάρησα να δω το φως ν' αποχωρεί αχνοπατώντας στη θάλασσα. Κατέβηκα ψηλά απ' τα κάστρα και τον Άγιο Παύλο, με τα πόδια ως την παραλία. Περπατούσα μόνη, μ' όλον τον κόσμο συντροφιά, τον εδώ, τον εκεί, τις αρχέγονες πέτρες, τον αιώνιο ουρανό. Μα το φως δεν με περίμενε, και σιγά να μην περίμενε εμένα. Μια φορά περίμενε το φως και τότε άξιζε τον κόπο, όταν το ζήτησε ο Ιησούς του Ναυί για να νικήσει στον πόλεμο. Στάθηκα λίγο μπροστά στα κοιμητήρια της Ευαγγελίστριας. Τα πλέον αξιοζήλευτα από άποψη θέσης. Προνομιούχοι οι κεκοιμημένοι τους. Τόσο ήσυχοι, τόσο αθώοι, τόσο ακίνδυνοι, τόσο φιλικοί. Ναι, τους θαύμασα, και συνέχισα.



Κι ενώ όλα ήταν ήσυχα όσο κατηφόριζα, -ωραίο πράγμα ο κατήφορος, δε λέω-, πλησιάζοντας στο Λευκό Πύργο το σκηνικό άλλαξε άρδην. Ο κόσμος πλημμύριζε την παραλία. Ούτε διαδήλωση να γινόταν. Μικρές και μεγάλες παρέες, περπατούσαν, κάθονταν, μιλούσαν, γελούσαν, φώναζαν. Νεαρά παιδιά ξαπλωμένα στο πλακόστρωτο και στα χορτάρια με ανοιγμένα τα κασετοφωνάκια τους, -πού βρέθηκε αυτό το εξαντλημένο είδος;- και τα ποδήλατά τους αφημένα στην άκρη το ένα πάνω στο άλλο, -να 'ναι κι αυτά συντροφιά. Πήρα μια φίλη τηλέφωνο και μου λέει: Παγκόσμια μέρα χωρίς αυτοκίνητο, "Η Θεσσαλονίκη αλλιώς" τη λέμε εμείς, πολλές εκδηλώσεις, μεγάλη διοργάνωση, τώρα γυρίσαμε κι εμείς σπίτι. http://www.parallaximag.gr/parallax-view/22-septemvrioy-mia-alliotiki-kyriaki-programma



Λίγο παρακάτω, τάγκο. Αγόρια και κορίτσια να χορεύουν ντυμένα απλά, καθημερινά, άλλα όπως να 'ναι, μα να χορεύουν και να χαίρονται κι ο κόσμος να τα βλέπει, να τα χαζεύει και να χαίρεται κι αυτός κι ας μην ξέρει να ρίξει ένα βήμα στο χορό. Δεν είναι κι εύκολο το τάγκο. Πρέπει ο καβαλιέρος να ξέρει καλά τα βήματα κι η ντάμα να ξέρει να τον ακολουθεί. Να μπορεί να του παραδίνεται. Ο άντρας ορίζει αυτό το χορό. Αυτός τον οδηγεί. Είναι ένας χορός που επιστρέφει στα φύλα την πρώτη τους φύση, αυτή που αρνηθήκαμε και μετά ακολούθησε μπλέξιμο μέγα. 




Το γράφω αυτό γιατί μου έκανε μεγάλη εντύπωση όταν άκουσα νέα κορίτσια να μου λένε πως τους αρέσει το τάγκο, επειδή επιτέλους ο άντρας οδηγεί, και είναι αυτό κάτι που σπανίζει, λείπει, και τους αρέσει πολύ. Μάλιστα, νέα παιδιά μου το είπαν, και έχει σημασία. Το κράτησα.



Και μικρά παιδιά με τα ποδήλατα, ν' αγωνίζονται να τα φτιάξουν, να τα επισκευάσουν μέσα στο σκοτάδι, πλάι στο Θερμαϊκού, απέναντι απ' τον επιβλητικό Όλυμπο. Το χάρηκα κι αυτό. Να μην τα βρίσκουμε όλα έτοιμα. Να παιδευόμαστε και λίγο. Ούτε να τα πετάμε μόλις χαλάσουν. Όλα θέλουν φροντίδα κι αν δε μάθουμε να φτιάχνουμε τα χαλασμένα πράγματα, πώς θα φτιάξουμε και τα μέσα μας, τα σάπια και άρρωστα; Ωραία!




Κι οι μικροπωλητές εδώ, κι οι γύφτοι, και όλοι. Με το μαλλί της γριάς, τα σπόρια, τα φτηνοπαιχνίδια, τις φωσφορούχες μπάλες, τις λαϊκές μουσικές και τις γεννήτριες που χαλούν τον κόσμο με τη φασαρία τους. Κι ο κόσμος μιλιούνια. Ο κόσμος. Άνθρωποι ξεχωριστοί, ψυχούλες που διψούν να ανταμώσουν ο ένας τον άλλον, να περπατήσουν, να χαζέψουν, ν' ανασάνουν. Και με την παραμικρή αφορμή ξεχύνονται στους δρόμους, αφήνουν τα σαλόνια και τους καναπέδες τους, τις βλαμμένες τηλεοράσεις και τους αυτιστικούς υπολογιστές, και τρέχουν στο φως, του ήλιου, του φεγγαριού, του νερού.



Τώρα τα καραβάκια που τα παίρνεις να κάνεις μια βόλτα μισής ώρας στο Θερμαϊκό είναι δωρεάν. Σωφρονίστηκαν κι αυτά. Πληρώνεις μόνο το ποτό που θα πιεις στο μπαρ τους, και ξανοίγεσαι μαζί τους για λίγο στο πέλαγος. 
Περπάτησα την παλιά παραλία μέχρι την Αριστοτέλους. Αυτή τη φορά πέρασα απ' τη μεριά των καφέ και των μπαρ, κάτι που πάντα αποφεύγω. Κατάμεστα όλα από κόσμο. Μουσικές δυνατές. Μα δεν είδα ούτε μια παρέα να είναι αφοσιωμένοι όλοι στα κινητά τους και να μη μιλάνε μεταξύ τους. Όλοι μιλούσαν, όλοι επικοινωνούσαν, κι ας έπρεπε να φωνάζουν για ν' ακούσει ο ένας τον άλλον. Αυτό δεν ήταν έτσι παλιότερα. Αλλάζουμε. Και αλλάζουμε προς το καλύτερο. Αυτό συμπέρανα.
Κι ύστερα ανηφόρισα την ωραία πλατεία μας μέχρι επάνω, εκεί που τελειώνει, στην αγίου Δημητρίου. Χαιρέτησα τον προστάτη μας άγιο, και πήγα στη στάση να πάρω το λεωφορείο για το σπίτι. Δύο άντρες γύρω στα πενήντα, αδύνατοι, φτωχικά ντυμένοι, κάθονταν εκεί και κουβέντιαζαν. Άναψα ένα τσιγάρο. Έρχεται ο ένας και μου λέει: "Εμείς είμαστε της παλιάς εποχής, τα κορίτσια τα πειράζουμε. Όλα είναι ταιριαστά πάνω σου και το κούρεμα που έχεις σου πάει. Ακόμα και ο τρόπος που καπνίζεις που είναι λίγο αγορίστικος, σου πάει." Χαμογέλασα και του είπα ένα απλό "ευχαριστώ πολύ". Τι να πω; Ευγενικός ήταν, δεν είπε και τίποτα κακό. Προχώρησα δυο βήματα κι ακούμπησα στο στύλο της στάσης. Ήρθε το λεωφορείο και μπήκα μέσα. "Όλοι γυρίζουμε κατά κάποιον τρόπο στην παλιά εποχή" σκέφτηκα, κι όταν αυτή η επιστροφή έχει ανθρωπιά και ευγένεια, αξίζει τον κόπο. Ας προχωράμε κι ας γυρίζουμε όσο μας χρειάζεται, καλό είναι θαρρώ...




Μέρος του κειμένου δημοσιεύτηκε στο:http://www.toportal.gr/?i=toportal.el.koinwnia&id=80

Friday, September 20, 2013

ΕΙΣ ΜΟΝΑΧΗΝ - ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ




Προς την κυρά Άννα Μαρία Γουράτο Γεωργομίλα όταν εντύθηκε το αγγελικό σχήμα εις το μοναστήρι των Αγίων Θεοδώρου και Γεωργίου εις Κέρκυρα την 18 Απριλίου 1829.

1.

Από το θρόνο τ' Άπλαστου
οι Αγγέλοι εκατεβήκαν,
και μες στου μοσχολίβανου
το σύγνεφον εμπήκαν,
να ιδούν που το κοράσιο
κινάει στην εκκλησία.

2.

"Χριστός ανέστη" εψάλλανε
με τα χρυσά τους χείλη,
"Χριστός ανέστη" εκάνανε
κι αστράφτανε σαν ήλιοι
και λόγια ετραγουδούσανε
εγκάρδια και θερμά.

3.

Ένας Άγγελος 
Χαίρε αδερφή! Μ' αρέσουνε 
της όψης σου οι χλωμάδες
εις τα περίσσια ανάμεσα
κεριά και στες λαμπάδες
κάλλιο από ρόδα πιάνουνε
της Νύμφης του Χριστού.

4.

Άλλος
Αφού τον θάνατο έκλαψες
της δόλιας σου μητέρας
και του πατρός, σου απόμεινε
μόνον Αυτός πατέρας.
Άλλος
Πάντα περνάει τα σπλάχνα σου
το δάκρυ του ορφανού.

5.

Άλλος
Γλυκό είναι της Παράδεισος
να μελετάς τα κάλλη.
Άλλος
Πικρή είν' η φοβερότατη
του κόσμου ανεμοζάλη
μον' εδώ φθάνει ο αντίλαλος,
δε φθάνει η τρικυμιά.

6.

Άλλος
Εδώ ο Χριστός στα ονείρατα
σ' εσένα κατεβαίνει.
Άλλος
Εκεί ταράζουν άρματα
και θρόνοι αιματωμένοι.
Άλλος
Εδώ ευτυχία και θρίαμβος.
Άλλος
Εκεί 'ναι συμφορά.

7.

Άλλος
Ο κόσμος ερωτεύτηκε
στα μάτια, στη φωνή σου
τα μελετάει συχνότατα,
κι η αγγελική ψυχή σου
φωνή και μάτια εγύρισε 
κατά τον Ουρανό.

8.

Άλλος
Ο Πλάστης κατ' εικόνα του
τον άνθρωπο εποιούσε.
Άλλος
Μες στην κρυφία της γνώσης του
τη Χτίση εμελετούσε, 
για να 'ναι του λιγόζωου
ανθρώπου η κατοικιά.

9.

Άλλος
Απάνου απάνου εχύθηκε
στην Άβυσσο που εσειότουν
και με τρομάρα εμούγκριζε,
κι αυτή δεν εσωζότουν
ο Πλάστης ολομόναχος
εγρίκαε με χαρά.

10.

Άλλος
Έρως και Χάρος πάντοτε
δουλεύουν εδώ κάτου,
ώσπου ο Καιρός ο γέροντας
να χάσει τα φτερά του.
Άλλος
Φριχτή είν' η ώρα που άνθρωπος
βαριά ψυχομαχά

11.

Άλλος
Μη φοβηθείς να 'σ' έρημη
τότε από κάθε μάτι
ιδού ο Χριστός που γέρνοντας
στου πόνοιυ το κρεβάτι
σου σιάζει το προσκέφαλο
και σε παρηγορά.

12.

Άλλος
Ευτυχισμένο λείψανο,
θέλει σου δώσει πάλι
τον αρραβώνα ο ίδιος
όπου σου πήρε αγάλι
την ώρα που απομείνανε
τα στήθια σου νεκρά.

13.

Άλλος
Τα κόκκαλα εβαρέθηκαν
στο μνήμα καρτερώντας
και τρίζουν ακατάπαυστα
την Κρίση αναζητώντας.
Άλλος
Ξύπνα αδελφή! Τη Σάλπιγγα,
την ύστερη αγρικώ.

14.

Άλλος
Τα μάτια της αστράψανε
του τάφου από την κλίνη
κοίτα, πετιέται ολόχαρη
και μες στο λάκκο αφήνει
τους μόσχους του Μαϊάπριλου
που δεν υπάρχει πλιο!

15.

Όλοι οι Άγγελοι
Τα μάτια της αστράψανε
του τάφου από την κλίνη

κοίτα, πετιέται ολόχαρη
και μες στο λάκκο αφήνει
τους μόσχους του Μαϊάπριλου
που δεν υπάρχει πλιο!





Διονυσίου Σολωμού, Ποιήματα και πεζά, Νεκρικές Ωδές, σελ. 191, επιμέλεια Στυλιανός Αλεξίου, εκδ. Στιγμή, 1994








Thursday, September 19, 2013

Της Παναγιάς το πέπλο το αμάραντο




Ειδήσεις έρχονται χαστούκια
μαχαίρια, πριόνια, καρφιά
Ξοπίσω τους γαλάζιο πέπλο
τρέχει ασθμαίνοντας
χάδι απαλότητας ανέσπερης
σκεπάζει τις πληγές μου
κι όπως το αίμα γάλα γίνεται
μες στο ζεστό του χνώτο
ανασταίνω κι ανασταίνομαι



Τροφίμου, Σαββατίου, Δορυμέδοντος των αγίων

Tuesday, September 17, 2013

"O Kαλλίστρατος και το χωράφι της καρδιάς" στη Χαλκίδα



Τα παραμυθάκια... Τα καλά παραμυθάκια που είναι τα φτερά της αλήθειας, -που λέει κι ο π.Ανανίας-, με παίρνουν κι εμένα κι όλο με ταξιδεύουν, κι όλο με πάνε. Κι άλλοτε λέω πως ο κόσμος χάλασε και πια δεν καταλαβαίνει από τις αλήθειες τους, κι άλλοτε πάλι λέω πως ο κόσμος είναι χρυσός κι η καρδιά του ουρανός για τα φτερά τους... Βλέπετε, το πρώτο το είπα δέκα μέρες πριν, που έκανα την πιο δύσκολη παρουσίαση της ζωής μου, τόσο δύσκολη που προσπάθησα να την ξεχάσω μόλις τελείωσε. Ένας πανζουρλισμός γινότανε, μα ήτανε και μερικά παιδάκια που κρέμονταν απ' το στόμα μου, κι έλεγα μέσα μου, "κουράγιο, κουράγιο γι' αυτές τις ψυχούλες..." Το δεύτερο, όμως το είπα και το ματαείπα δεκάδες φορές στη Χαλκίδα, και πώς να μην το πω; Τόση χάρη, τόση αγάπη, τόσες αγκαλιές, τόσοι καλλιεργημένοι αγροί ψυχών..., αλλά και τόσο όμορφος κι ευλογημένος τόπος...





Με κάλεσαν, λοιπόν, από το ΚΕΣΟ, Κέντρο Στήριξης Οικογενειών, της Μητροπόλεως Χαλκίδας, κι εγώ αποδέχτηκα με μεγάλη χαρά την πρόσκληση, όπως πάντα. Δεν είχα ξαναπάει ποτέ στη Χαλκίδα, που τη βρηκα σαν μινιατούρα της Κωνσταντινούπολης από άποψη ομορφιάς και τοποθεσίας. Με συνεπήρε το κάλλος της, μα αγάπησα και τους ανθρώπους της, και η αλήθεια είναι πως γνώρισα πάρα πολλούς, αφού είναι πάρα πολλοί αυτοί που εργάζονται για τη Μητρόπολη και το σπουδαίο έργο που επιτελεί.



Τι κατασκηνώσεις, τι κοινωνικό φαρμακείο, τι η ομάδα "Μέλι Γάλα" που φροντίζει τις γυναίκες που θηλάζουν, που μαζεύει γάλατα για όσους δεν έχουν... Άνθρωποι μορφωμένοι, επιστήμονες, οικογενειάρχες, άνθρωποι δοτικοί, ανοιχτοί, πανέξυπνοι, φιλόξενοι, γελαστοί. Στις τέσσερις μέρες που έμεινα εκεί, κοιμήθηκα σε τρία σπίτια κι έφαγα σε τέσσερα, αλλά και έξω, στα περίφημα ουζερί με τους ασύλληπτους μεζέδες θαλασσινών. Τέτοια φιλοξενία δε μου ξανάτυχε, το λέω.



Η παρουσίαση του Καλλίστρατου έγινε το απόγευμα του Σαββάτου, στην αυλή του ΚΕΣΟ, αφού πρώτα για δυο περίπου ώρες τα παιδιά έπαιξαν κατά ομάδες, σε παιχνίδια που είχε σχεδιάσει η ομάδα "Μέλι Γάλα", με την ψυχή τους. 




Το παραμύθι ήρθε να τους ξεκουράσει, να τους ησυχάσει, να καταλαγιάσει γλυκά τη χαρά που είχαν μικροί μεγάλοι. Δεν περιγράφεται με λόγια η συγκίνηση και η ατμόσφαιρα. Δεν περιγράφεται ούτε το πόσες προσφορές δέχτηκαν οι άνθρωποι της διοργάνωσης για όλο αυτό το όμορφο πανηγύρι. Άλλος κουβάλησε, άλλος χάρισε τους χυμούς, άλλος τα μικρά φυτά που πήραν στο τέλος τα παιδιά να τα φυτέψουν στο δικό τους χωραφάκι, άλλος τα γλυκά, άλλος τα ψωμάκια, άλλος με την κιθάρα του, άλλος στην καθαριότητα, άλλοι στα παιχνίδια, άλλοι στα βιβλία, στον ήχο, στην οργάνωση, τι να πρωτοπώ; Και οι καλοί εκδότες μου εκεί, συντροφιά και στήριγμά μου.







Θα πω πως πολλοί από τους νέους φιλότιμους εργάτες όλης της προσπάθειας που κάνει η Μητρόπολη Χαλκίδας, ήταν πνευματικά παιδιά του νυν Σιατίστης Παύλου, όταν ακόμα υπηρετούσε εκεί ιερέας στον Άγιο Ιωάννη και ηγούμενος στον Άη Γιώργη τον Αρμά, -στον οποίο πήγαμε αγρυπνία του Σταυρού. Φεύγοντας για τη Σιάτιστα ο καλός ποιμένας, άφηνε πίσω του πολλές καρδιές φλεγόμενες από αγάπη για τον Χριστό και την Εκκλησία. Και ο νέος Μητροπολίτης, ο Χρυσόστομος, άνοιξε την αγκαλιά του σε όλους αυτούς και σε ακόμα περισσότερους, τους δέχτηκε και τους πόνεσε όλους, τους αγάπησε και τον αγάπησαν, κι αυτό είναι σήμερα το πιο σπουδαίο. Τόσα καλά λόγια που άκουσα, είχα μεγάλη λαχτάρα να τον γνωρίσω. Δεν ήξερα πότε να φύγω. Έφευγε κι ένας από τους πολλούς φίλους που έκανα εκεί, την επομένη το πρωί της Κυριακής για Καβάλα και σκεπτόμουν να αποδεχθώ την πρόσκλησή του να μ' αφήσει Θεσσαλονίκη με το αυτοκίνητο. Δεν ξέραμε αν θα προλάβαινε ο Μητροπολίτης να έρθει στην εκδήλωση, γιατί βρισκόταν στη Β.Εύβοια. Αφού ταλαντεύτηκα λίγο, είπα πως αν έρθει στην εκδήλωσή μας θα φύγω με το αυτοκίνητο του φίλου, αλλιώς θα φύγω με το τρένο το απόγευμα, αφού πρώτα πάω στον Άγιο Νικόλαο το πρωί που θα λειτουργούσε για να τον γνωρίσω. 



Δεν μπόρεσε να έρθει τελικά στην εκδήλωση, έμεινα λοιπόν. Ήταν μια ξεχωριστή Θ.Λειτουργία που ευτυχώς την αξιώθηκα. Γελώντας μετά, έλεγα στον Κυριάκο πως αυτό ήταν φεστιβάλ καλλιφωνίας. Ο ένας ήταν καλλιφωνότερος από τον άλλο. Από τον Επίσκοπο, μέχρι τους διάκους, τους ιερείς, τους ψαλτάδες. Μεγάλο πράγμα να ευχαριστιέται τόσο το αφτί. Βοηθάει τον άνθρωπο να προσεύχεται. Μαλακώνει η καρδιά του. Γλυκαίνεται. Όταν τέλειωσαν όλα, -γιόρταζε κι ο π.Φιλόθεος και είχε ευχές και κεράσματα κι απ' όλα τα καλά-, με φώναξε ο Μητροπολίτης και πήγα να πάρω την ευχούλα του. Με ευχαρίστησε, κι εγώ δεν ήξερα τι να πω, πώς να τον ευχαριστήσω για όλα τα δώρα της φιλοξενίας που μου έκαναν τα παιδιά του, που εγώ τίποτα δεν έκανα, τίποτα, μόνο ένα παραμύθι τους είπα. Ήταν τόσο λαμπερός και γελαστός, τόσο καλόκαρδος, που μου έδωσε μεγάλη χαρά. Έφυγα πετώντας, κι ας μιλήσαμε μόνο ένα λεπτό. Μήπως τάχα χρειάζεται περισσότερο η αγάπη; 




Ευχαριστώ, ευχαριστώ, ευχαριστώ τον Χριστό που ευλογεί τους ανθρώπους που τον αγαπούν, που έδωσε στις Σποράδες, στην Εύβοια και στη Χαλκίδα, -στην οποία έζησε κι ο Γέροντας Πορφύριος κι απ' την οποια καταγόταν κιόλας, (και μου έκαναν και δώρο απροσδόκητα και το βιβλίο του που όλο έλεγα να το πάρω και δεν το έπαιρνα)-, τέτοιον καλό Μητροπολίτη και τόσους καλούς ιερείς και ποίμνιο άξιο και φιλότιμο. Όλους τους ευχαριστώ για τη μεγάλη δωρεά που μου έκαναν να ζήσω μαζί τους τέσσερις αξέχαστες μέρες. 




17 Σεπτεμβρίου, Αγίας Σοφίας, μητέρας των αγίων θυγατέρων της, της δωδεκάχρονης Πίστης, της δεκάχρονης Ελπίδας και της εννιάχρονης Αγάπης, Αγίας Αγαθόκλειας και Αγίας Θεοδότης. http://aerapatera.wordpress.com/2013/09/17/η-αγία-σοφία-μετά-των-θυγατέρων-αυτής-π/










Sunday, September 8, 2013

Καλή βδομάδα! Γιάννης Ζήκας (1945 - 2008)


έργο Γιάννη Ζήκα

"Σέρνομαι και κυλιέμαι, και είμαι ένας που μαστιγώνεται απ' τα έργα τέχνης, που θανάσιμα έχει πληγωθεί, που ακούει τον πυροβολισμό, που βλέπει τα περίστροφα (τα κρυμμένα), όπως τη ματιά του καλύτερου φίλου να τον θανατώνει. Η ομορφά με σφάζει και με πετάει κουρέλι να με μασήσει ο βούρκος όπου συνεχώς βυθίζομαι. Χαστούκια μου δίνουν οι εποχές της ιστορίας, οι εποχές του χρόνου, και είμαι ένας πλάνητας, ένας αλήτης, δίχως γνώσεις, με μόνη μια συγκίνηση που λαχταρώ να μιλήσω. Τη (δική μου) ομορφιά να πω που τη βλέπω να (παρ-ουσιάζεται) γιατί δε μοιάζει κανενός. Είμαι μια απερίγρατπη, ελάχιστη λεπτομέρεια, η σπίθα της συγκίνησης.
Ο ιδρώτας είμαι στη ράχη των αλόγων της στέπας, το χαραγμένο στο φίλντισι αστεράκι που λάμπει στη λαβή του πιο άγριου Αγαρηνού. Η ελιά στο μάγουλο του Τζέγκινς Χαν, το τριανταφυλλένιο δαχτυλιδάκι στο μακάριο πόδι του Δία. Η κουκίδα είμαι, η τρυπούλα των ήλων του Χριστού, η δύναμη της ευθείας των αρχαίων ναών, η καμπύλη των τρούλων, το απαλό σβήσιμο του χαμόγελο, ο μίσχος στο στεφάνι του εφήβου, το "νενηκήκαμεν" Θεέ μου,  του Φειδιππίδη, κι ας με βρει ο θάνατος. Η κορδέλα στα μαλλιά της Αφροδίτης, τα φτερά του Ερμή, το δοντάκι που δαγκάνει το κλωνάρι της Άνοιξης, το αεράκι σ' όλες, τις εικόνες της Αναγέννησης, το λαγήνι, το καλάμι, το άστρο των ερημιτών, η υγρασία του χώματος στο κελί των χριστιανών, του γυμνοσάλιαγκα το ασημένιο δρομάκι, η τσιρίδα των ποντικών στο βάθος της νύχτας, το πένθιμο μπουκέτο, το λούστρο στις νεκρόκασες, η ευχή στη μοβ κορδέλα του θανάτου. Η χρυσόσκονη των γραμμάτων, το χαρτί των μνημοσύνων στις κολόνες, η πιπερίτσα π' ανθίζει πάνω σε τάφο, το μεταλλικό πλαίσιο της φωτογραφίας, του τσεβρέ το τετραγωνάκι που διά οφθαλμού ουκ οράται, 
το σ' αγαπώ στο κατακόκκινο παγκάκι, το τόπι, το μαγιάτικο στεφάνι πάνω στα νερά, το μικρό λαμπάκι στο κουδούνι που φωτίζει τ' όνομα τ' άδειο, ο ρυθμός στα κέρατα των κρι κρι που υμνεί το κύμα και τη σελήνη, η ακίδα στο στόχαστρο, η σκανδάλη του σκανδάλου, η βρυσούλα στο πάρκο, 
τ' ανεξίτηλο στίγμα στα σώματα των αγαλμάτων που δηλώνει την παρουσία. Λέγομαι Ι.Ζ. ΟΛΑ.

Τα δυνατά τραγούδια
τρέμουν τα θεία στο μέτωπο
της παρθενίας λουλούδια
Σολωμός"


Γιάννης Ζήκας, Θαλάσσιες μεταφορές ο Πήγασος, εκδ. Αρμός, 2008




Σάββατο πρωί πηγαίνουμε στα μνήματα της Αναστάσεως του Κυρίου. Μας οδηγεί ο Αλέξανδρος που γνωρίζει καλά πού είναι το μνήμα του Γιάννη. Πολλές φορές το φρόντισε, έβαλε και σταυρό, έβαλε και διακόσια κιλά λευκά σαν το χιόνι πετραδάκια. Το βρίσκουμε γεμάτο χώματα. Ούτε ο μαρμάρινος σταυρός φαίνεται, ούτε τα πετραδάκια. Όλα έχουν καλυφθεί από χώματα, καθώς ανοίχτηκαν εκατέρωθεν δύο καινούριοι τάφοι και οι αφιλότιμοι εργάτες άδειαζαν τις φτυαριές τους στον φίλο μας. Εκείνος, βέβαια, δεν παρεξηγείται, ούτε παρεξηγεί. Είναι ένα χάρισμα των κεκοιμημένων αυτό. Για μας είναι τα μνήματα, ένας τρόπος να εκδηλώνουμε την αγάπη μας προς τους κεκοιμημένους, να παρηγοριόμαστε. Αν το ήξερα από πριν, θα είχα φέρει ένα φτυάρι μαζί μου, αλλά δεν το ήξερα. Με τα δάχτυλα κι ένα μεγάλο πετραδάκι σκάβω, ν' αποκαλυφτεί τουλάχιστον ο κρυμμένος σταυρός που τον έθαψε το χώμα. Είναι και του Σταυρού σε λίγες μέρες...




Φύτρωσαν πάνω στα χώματα γαλάζια αγριολούλουδα. 
Ο Αλέξανδρος λέει πως τα λένε "γερμανούς". Προσθέτει πως ο Πεντζίκης ισχυριζόταν πως δεν υπήρχαν ποτέ στην ελληνική φύση και πως τα έφεραν οι Γερμανοί μαζί με την Κατοχή. Τον βλέπω που στεναχωριέται που έγινε έτσι ο τάφος. Γελάω. Του λέω -και το πιστεύω- πως στον Γιάννη θ' αρέσουν σίγουρα περισσότερο από άλλα λουλούδια, αυτά. Εξάλλου, πάντα ζωγράφιζε κάτι τέτοια, απλά και ταπεινά. Ω, είμαι βέβαιη πως θα χαίρεται. 
Ο Κυριάκος ήρθε οργανωμένος. Είναι χρόνια εξασκημένος στο άθλημα φροντίδας των μνημάτων. Ανάβει τα καρβουνάκια και βάζει το θυμίαμα. Ψάλλει μερικά από τα τροπάρια του Τρισαγίου, μιας και δεν μπόρεσε να έρθει ο ιερέας φίλος που προσκαλέσαμε. 
Είναι όμορφα, είναι ήσυχα, είναι όλα τόσο γλυκά. Τόσος κόσμος εκεί πάνω. Εκεί κάτω. Σεμνός, ταπεινός, άηχος. Πολύς κόσμος. Η γιαγιά του Αλέξανδρου είχε αγοράσει οικογενειακό τάφο στην Ευαγγελίστρια. Μια περιουσία στοίχισε τότε, αλλά οι άνθρωποι τα χαλάλιζαν τα χρήματα. Το είχαν προτεραιότητα της ζωής τους. Ήταν νοικοκυραίοι. Έκλεισαν εκείνα τα μνήματα. Κανείς δε θάβεται εκεί εδώ και χρόνια. Θα όφειλαν να παραχωρήσουν στην οικογένειά του, έναν άλλο τάφο σε άλλα μνήματα. Τι να πεις; Εδώ δεν υπάρχει μέριμνα για τους ζωντανούς, θα υπάρχει για τους πεθαμένους; 
Μα οι νεκροί δεν παραπονούνται. Όπου κι αν είναι το μνήμα τους. Τι τους νοιάζει; Αυτοί είναι στον ουρανό. Με τα χώματα θα ασχολούνται τώρα; 
Αναπαυμένος να είσαι αδερφέ μας. Κι αν ζωγρφαφίζεις κι εκεί ψηλά, ελπίζω μια μέρα να μου δείξεις τις ζωγραφιές σου, όπως έκανες κάποτε στο εργαστήρι σου με τόση υπομονή, χαρά και αγάπη... Αιωνία η μνήμη σου...