Labels

Thursday, November 29, 2012

The girl that loved the moon - fairy taile





Αυτό το βίντεο είναι μια εκδοχή του ελληνικού μικρού παραμυθιού μου: "Το κορίτσι που αγαπούσε το φεγγάρι"

Έχει νέο σχεδιασμό, μουσική του Κυριάκου Καλαϊτζίδη από τα δύο του cd, την "Eξορία" την "Προσμονή" - εξαντλημένο- και είναι σε αγγλική μετάφραση της Τατιάνας Σταυρουλάκη. 




Wednesday, November 28, 2012

"O ξένος"






Ο ξένος

"Ήταν μια πόλη σαν όλες τις άλλες. Γκρίζα, πολύβουη, μουντή. Με ανθρώπους σκυφτούς, αγέλαστους, αγχωμένοιυς σαν όλους. Κι ήταν φθινόπωρο σαν όλα τα φθινόπωρα του κόσμου. Βροχερό, μελαγχολικό, με ηλιοβασιλέματα χρυσά σαν άπιαστα όνειρα.

Όλα θύμιζαν μια τεράστια ποντικότρυπα, όπου αναρίθμητοι ποντικοί πηγαινοέρχονται πάνω κάτω ασταμάτητα, χωρίς να θυμούνται από πού ήρθαν, χωρίς να αναρωτιούνται για πού τραβούν. Η καθημερινόητα ένα καλοκουρδισμένο ρολόι καρφωμένο στην ίδια πάντα ώρα. Αδιάφορο ποια ήταν αυτή.

Αγκάθια τύλιγαν τα βλέμματα των ανθρώπων, συρματοπλέγματα τα σώματά τους. Δούλευαν, έβγαζαν λεφτά, έχτιζαν σπίτια, αγόραζαν αυτοκίνητα. Δεν ήξεραν γιατί δουλεύουν, γιατί βγάζουν λεφτά, για ποιον χτίζουν, για ποιον αγοράζουν. Τους ήταν αρκετό να το κάνουν ακατάπαυστα. Τίποτε άλλο δεν τους ενδιέφερε, ή ενδεχομένως ξεχνούσαν να αναρωτηθούν.


Πόσο ενδιαφέρουσα θα ήταν άραγε αυτή η ιστορία αν τελείωνε εδώ; Για κάποιους, μάλλον καθόλου. Ίσως γιατί οι κάποιοι γνωρίζουν πως η ειρήνη υπάρχει εξαιτίας του πολέμου, η ομοιότητα χάριν της διαφοράς, η τάξη οφείλει στην αταξία τη χάρη της, η ακινησία το θάμβος της στην κίνηση, η σιωπή στον λόγο την βαρύτητά της, η μοναξιά χρωστά την αξία της στη συνύπαρξη και η θλίψη στην χαρά το νόημά της. Ας συνεχίσουμε, λοιπόν, την ιστορία.


Μέσα στο βουβό σκοτάδι ένας ήχος απαλός σαν ρυθμικό φτεροκόπημα πουλιού τούς έκανε όλους ν’ αλλάξουν πλευρό. Μια μελωδία έσκισε τα τσιμεντένια τους όνειρα σαν κοπίδι το χαρτί. Το ελαφρότατο βάδισμα του ξένου που εκείνη την ώρα γλιστρούσε κάτω απ’ τα τείχη της πόλης, τόσο παρηγόρησε το υπέδαφός της, που ο αναστεναγμός που βγήκε απ’ τα σπλάχνα της γης  έκανε την πόλη να σειστεί ολόκληρη, τους κοιμισμένους να πεταχτούν αλαφιασμένοι, τα ρολόγια να σπάσουν.

Ποιος είναι αυτός; Παράθυρα άνοιξαν, στριγκλιές φωνές ξέσπασαν, αναμαλλιασμένες γυναίκες πρόβαλαν στα παραθύρια. Από πού έρχεται; Κουβάδες άδειασαν νερό στα πεζοδρόμια, εξασκημένα δάχτυλα αγκιστρώθηκαν στη σκανδάλη, σφυρίχτρες σήμαναν συναγερμό. Τι θέλει από μας ο ξένος;

Μεγάλοι, μικροί βγήκαν στους δρόμους. Πουθενά ο ξένος. Εξιάλτης θα ήταν. Ένας εφιάλτης που έτυχε να τον δουν όλοι μαζί την ίδια ώρα και τους πλάκωσε σαν μαύρο σύννεφο τη μαύρη νύχτα. Άδειασαν οι δρόμοι της νεκρής πόλης. Ο τρόμος σκεπάστηκε κάτω από ασυνείδητα παπλώματα βαριά.

Όλα κύλισαν την επόμενη μέρα όπως τις προηγούμενες. Κανείς δεν μίλησε για τον νυχτερινό εφιάλτη. Λέξη δεν είπαν. Κι όταν όλοι έπεσαν για ύπνο, ξανά μέσα στο βουβό σκοτάδι ένας ήχος απαλός σαν ρυθμικό φτεροκόπημα πουλιού τούς έκανε πάλι ν’ αλλάξουν πλευρό. Κι όλα έγιναν ακριβώς όπως την περασμένη νύχτα. Κι ο ξένος άφαντος ξανά.

Μέρες και νύχτες επαναλαμβάνονταν όλα έτσι. Κι ο ξένος αόρατος. Σαν να τον κατάπινε η γη. Νύχτες ταραγμένες. Μέρες βουβές. Ρολόγια σπασμένα. Μα ο χρόνος τώρα κυλούσε αληθινά. Για την ακρίβεια, κάλπαζε τρυπώντας θωρακισμένες μνήμες, γκρεμίζοντας συνειδησιακά οχυρά, σπέρνοντας την αβεβαιότητα. Ποιος ήταν, επιτέλους, ο εισβολέας; Υπήρχε ή μήπως δεν υπήρξε ποτέ; Ο ξένος ποιος ήταν; Ποιο ήταν το πρόσωπό του; Το σώμα του; Το όνομά του; Κανείς δεν μπορούσε ν’ απαντήσει. Ώσπου κάποια στιγμή ένα νέο εφιαλτικό ερώτημα άρχισε να διαπερνά κάθε μυαλό. Μήπως ο ξένος είμαστε εμείς; Μήπως ένας ένας χωριστά; Μήπως η πολιτεία μας, όπως ίσως κι οι άλλες πολιτείες του κόσμου που της μοιάζουν, είναι μια πολιτεία ξένων; Ποιος να το πει; Κανείς δε μιλά σ’ αυτόν τον τόπο. Κανείς δε ρωτά. Δεν απαντά κανείς.

Μόνο τώρα τελευταία καθώς πέφτουμε για ύπνο, προσμένουμε σχεδόν με ανυπομονησία τη φλογέρα του ξένου να παίξει τον τρυφερό σκοπό της. Κι όταν ορμούμε στους δρόμους να τον βρούμε και να τον συλλάβουμε, βαθιά μέσα μας ελπίζουμε μυστικά πως θα ’χει ήδη πάλι προλάβει κάπου να κρυφτεί. Γιατί επιτέλους, πήραν νόημα τα όνειρα. Κι οι μέρες μας, -αν και βουβές-, έχουν κάτι στο χνώτο απ’ το ρυθμό του τραγουδιού του ξένου, που αν ο τίτλος του γλιστρά από τη θύμηση, τα σπασμένα του μισόλογα μας κερνούν κάτι απ’ το χρώμα του ουρανού που κοιτούσαμε παιδιά καθώς γλείφαμε τα μελωμένα γλυφιτζούρια, κι ακόμα κάτι απ’ το χρώμα του χώματος όταν πλάθαμε πύργους μεσ’ στη βροχή προτού ξεσπάσει πάνω μας η μπόρα της ενηλικίωσης."



Θεσσαλονίκη, Νοέμβριος 2012

Φωτογραφία του Minkkinen, interiors and exteriors,  Athens House of Photogrphy
https://www.facebook.com/media/set/?set=a.556383301053973.151735.178368458855461&type=1

Sunday, November 25, 2012

Η Αγία Ένδοξος Μεγαλομάρτυς Αικατερίνα





Ἡ Ἁγία Αἰκατερίνη γεννήθηκε στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ μαρτύρησε κατὰ τὴν ἐποχὴ τῶν ἀσεβῶν βασιλέων Μαξιμιανοῦ, Μαξεντίου καὶ Μαξιμίνου (305-313). Ἦταν κόρη τοῦ ἡγεμόνος τῆς Ἀλεξανδρείας Κώνστα (ἡ Κέστου) φημισμένη γιὰ τὸ κάλλος της καὶ τὴ σοφία, διότι εἶχε μορφωθῆ μὲ τὰ διδάγματα τῆς ἑλληνικῆς παιδείας καὶ γνώριζε Ὅμηρο, Βιργίλιο, Ἀριστοτέλη, Πλάτωνα καὶ ἄλλους ἀρχαίους συγγραφεῖς.
Πολλοὶ πλουσιώτατοι ἄρχοντες τῆς συγκλήτου τὴν ζήτησαν σὲ γάμο ἀπὸ τὴν μητέρα της, ποὺ ἦταν κρυφὴ χριστιανὴ ἐξ αἰτίας τοῦ διωγμοῦ, ποὺ κίνησε ὁ Μαξιμιανός. Οἱ συγγενεῖς καὶ ἡ μητέρα τῆς τὴν συμβούλευαν νὰ παντρευθῆ γιὰ νὰ μὴν περιέλθη ἡ βασιλεία τοῦ πατέρα της σὲ ξένο ἄνδρα, ἀλλὰ ἡ Αἰκατερίνη ἀγαποῦσε τὴν παρθενία καὶ ἀπέφευγε τὶς προτάσεις. Ἡ παράδοση ἀναφέρει τὸ ἑξῆς περιστατικό: Ὅταν ἄρχισαν νὰ τὴν ἐνοχλοῦν συστηματικά τους εἶπε:

Βρῆτε ἕνα νέο νὰ μοῦ μοιάζη στὰ τέσσερα χαρίσματα ποὺ ὁμολογεῖτε, ὅτι ξεπερνῶ τὶς ἄλλες νέες καὶ τότε νὰ τὸν κάνω σύζυγό μου, γιατί δὲν καταδέχομαι νὰ πάρω κατώτερό μου. Ἐρευνῆστε ἂν ὑπάρχη κάποιος ὅμοιός μου στὴν εὐγένεια, στὸν πλοῦτο, στὴ σοφία, καὶ στὴν ὡραιότητα. Ἂν τοῦ λείπη κάτι ἀπ’ αὐτὰ δὲν εἶναι ἄξιος γιὰ μένα.

Ἐγνώριζαν ὅλοι, ὅτι ἦταν ἀδύνατο νὰ βρεθῆ τέτοιος ἄνθρωπος καὶ τῆς ἔλεγαν, ὅτι ὁ γιὸς τοῦ βασιλιᾶ τῆς Ρώμης καὶ ἄλλοι εἶναι εὐγενεῖς καὶ πλουσιώτεροι ἀπὸ αὐτή, ἀλλὰ ὑστεροῦν στὴν σοφία καὶ στὴν ὀμορφιά. Ἀλλὰ ἡ κόρη δὲν δεχόταν νὰ πάρη «ἀγράμματο», ὅπως ἔλεγε.

Ἡ μητέρα τῆς εἶχε πνευματικὸ ἕνα ἅγιο ἄνθρωπο ἔξω ἀπὸ τὴν πόλι. Πῆρε, λοιπόν, τὴν Αἰκατερίνη καὶ πῆγαν νὰ τὸν συμβουλευθοῦν. Ὁ ἀσκητὴς ἄκουσε τὰ φρόνημα λόγια της καὶ σκέφθηκε νὰ τὴν ἑλκύση στὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ. Τῆς εἶπε λοιπόν: Γνωρίζω ἕναν θαυμάσιο ἄνθρωπο, ποὺ σὲ ὑπερβαίνει σ’ ὅλα τὰ χαρίσματα καὶ σ’ ἄλλα ἀναρίθμητα. Ἡ ὡραιότητά του νικᾶ στὴ λάμψη τὸν ἥλιο, ἡ σοφία τοῦ κυβερνᾶ ὅλα τὰ ὄντα , ὁ πλοῦτος τοῦ διαμοιράζεται σ’ ὅλο τὸν κόσμο καὶ δὲν λιγοστεύει ποτέ, ἡ εὐγένειά του εἶναι ἀσύλληπτη καὶ ἀκατανίκητη.
Ἡ κόρη νόμισε, ὅτι πρόκειται γιὰ ἐπίγειο ἄρχοντα καὶ ρωτοῦσε ἂν αὐτὰ τὰ χαρίσματα ἦταν ἀληθινά. Ρώτησε λοιπόν:
Τίνος εἶναι γιός;

Αὐτὸς δὲν ἔχει πατέρα στὴ γῆ, ἀλλὰ γεννήθηκε ὑπερφυσικὰ ἀπὸ μία Ὑπεραγία Παρθένο, ποὺ ἀξιώθηκε γιὰ τὴν ἁγιότητά της νὰ μείνη ἀθάνατη στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα.

Εἶναι δυνατὸ νὰ δῶ αὐτὸ τὸ νέο, γιὰ τὸν ὁποῖο διηγεῖσαι τόσα θαυμαστά;

Ἂν κάμης ὅ,τι σου πῶ, θὰ ἀξιωθῆς νὰ δὴς τὸ πρόσωπό του.

Σὲ βλέπω ἄνθρωπο γνωστικὸ καὶ σεβάσμιο, πιστεύω ὅτι δὲν μοῦ λὲς ψέματα. Εἶμαι ἕτοιμη νὰ κάνω ὅ,τι μου πῆς.

Τότε ὁ ἀσκητὴς τῆς ἔδωσε μιὰ εἰκόνα τῆς Παναγίας, ποὺ κρατοῦσε τὸ θεῖο Βρέφος καὶ τῆς λέει: Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀειπάρθενος Μητέρα Ἐκείνου. Πάρε τὴν καὶ ἀφοῦ κλείσης τὴν πόρτα τοῦ δωματίου σὺ κάμε ὁλονύκτια προσευχὴ καὶ παρακάλεσε αὐτήν, ποὺ ὀνομάζεται Μαρία, νὰ σοὺ δείξη τὸν Υἱόν της. Ἐλπίζω, ὅτι ἂν παρακαλέσης μὲ πίστι, θὰ σὲ ἀκούση.

Πῆρε ἡ Αἰκατερίνη τὴν εἰκόνα καὶ ὅλη τὴ νύκτα κλεισμένη στὸ θάλαμό της προσευχόταν, ὅπως τῆς εἶπε ὁ γέροντας. Ἀπὸ τὸν κόπο κοιμήθηκε καὶ βλέπει σὲ ὅραμα τὴν Παναγία μὲ τὸ θεῖο Βρέφος. Ἀλλὰ εἶχε στραμμένο τὸ πρόσωπό του πρὸς τὴ Μητέρα του, ἔτσι ἡ κόρη ἔβλεπε τὰ νῶτα του, ἐπιθυμώντας νὰ δὴ ἀπὸ μπροστὰ πῆγε πρὸς τὸ ἄλλο μέρος, ἀλλὰ ὁ Χριστὸς ἔστρεφε πάλι τὸ πρόσωπό του. Τοῦτο ἔγινε τρεῖς φορές. Τότε ἄκουσε τὴν Παναγία νὰ λέη:

Κύτταξε, παιδί μου, τὴ δούλη σου Αἰκατερίνη, πόσο εἶναι ὡραία καὶ καλή.
Τὸ βρέφος ἀποκρίθηκε:

Εἶναι σκοτεινὴ καὶ ἄσχημη, τόσο ποὺ δὲν μπορῶ νὰ τὴν δῶ καθόλου.

Δὲν εἶναι πάνσοφη παραπάνω ἀπὸ ὅλους τους ρήτορες, πλούσια καὶ εὐγενῆ;

Μητέρα μου, εἶναι ἀμαθὴς καὶ πολὺ χαμηλὰ ὅσο βρίσκεται σὲ τέτοια κατάστασι, ὥστε δὲν πρέπει νὰ μὲ δὴ στὸ πρόσωπο.

Σὲ παρακαλῶ, παιδί μου, νὰ μὴν περιφρονήσεις τὸ πλάσμα σου, ἀλλὰ νὰ τὴν νουθετήσης κᾶ νὰ τὴν ὁδηγήσης γιὰ νὰ ἀπολαύση τὴ δόξα σου καὶ νὰ δὴ τὸ πρόσωπό σου, ποὺ ἐπιθυμοῦν καὶ οἱ Ἄγγελοι νὰ βλέπουν.
Ἂς πάη στὸ γέροντα, ποὺ τῆς ἔδωσε τὴν εἰκόνα καὶ ἂς κάνη ὅ,τι θὰ τὴν συμβουλεύση καὶ τότε θὰ μὲ δή.

Τὴν ἄλλη μέρα ξεκίνησε τὸ πρωὶ μὲ λίγες γυναῖκες κι ἔφθασε στὸ κελλὶ τοῦ γέροντα. Μὲ δάκρυα τοῦ διηγήθηκε τὸ ὅραμα καὶ τοῦ ζήτησε τὴ συμβουλή του. Ὁ ὅσιος διηγήθηκε ὅλα τὰ Μυστήρια τῆς ἀληθινῆς πίστεως, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὴ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου.

Μετὰ τὴν κατήχησι ἡ Ἁγία ἀποθέτοντας τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο καὶ φορώντας στολὴ θεοΰφαντη, γύρισε στὰ ἀνάκτορα. Ὅλη τὴ νύκτα πέρασε προσευχόμενη μέχρι τὴν ὥρα ποὺ κοιμήθηκε καὶ εἶδε σὲ ὀπτασία τὴν Παρθένο μὲ τὸ βρέφος, ποὺ κοίτταζε τὴν Αἰκατερίνη, μὲ πολὺ ἱλαρότητα. Στὴν ἐρώτηση τῆς Θεομήτορος ἂν ἦταν τώρα ἀρεστὴ ἡ κόρη, ὁ Δεσπότης ἀπάντησε:

Τώρα ἔγινε ἔνδοξη ἡ ἄσχημη καὶ σκοτεινή, ἡ πτωχὴ καὶ χωρὶς γνῶσι ἔγινε πλούσια καὶ πάνσοφη, ἡ καταφρονεμένη καὶ ἄσημη ἔγινε εὐγενὴς καὶ ἔνδοξη. Εἶναι στολισμένη μὲ τέτοια χαρίσματα, ὥστε ἐπιθυμῶ νὰ τὴ μνηστευθῶ γιὰ νύφη μου ἄφθορη.
Δὲν εἶμαι ἄξια, Ὑπερένδοξε Δέσποτα, νὰ βλέπω τὴ βασιλεία σου, ἀλλὰ ἀξίωσε μὲ νὰ συναριθμηθῶ μὲ τοὺς δούλους σου.

Ἡ Θεοτόκος τότε πῆρε τὸ δεξὶ χέρι τῆς κόρης καὶ τῆς εἶπε:

Δῶσε της, παιδί μου, δακτυλίδι σὰν ἀρραβώνα, γιὰ νὰ τὴν ἀξιώσης τῆς βασιλείας σου.
Τότε ὁ Κύριος της ἔδωσε ἕνα ὡραῖο δακτυλίδι λέγοντας:

Σήμερα σὲ παίρνω γιὰ νύφη μου αἰώνια καὶ ἄφθορη. Νὰ φυλάξης αὐτὴ τὴ συμφωνία. Νὰ μὴν πάρης ἄλλον νυμφίο στὴ γῆ.
Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ἐκείνη ἑλκύσθηκε ἡ Αἰκατερίνη ἀπὸ τὸν Οὐράνιο Νυμφίο καὶ αἰχμαλωτίσθηκε ἡ καρδιά της ἀπὸ τὸν θεῖο ἔρωτα τοῦ Χριστοῦ.
Ἐνώπιόν του βασιλέως Μαξεντίου
Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ὁ βασιλιὰς ἔβγαλε τὴν ἑξῆς διαταγή: «Ἐγὼ ὁ βασιλιάς, προστάζω ὅλους, ὅσοι εἶναι ὑπὸ τὴν ἐξουσία μου, νὰ μαζευθοῦν στ’ ἀνάκτορα γιὰ νὰ τιμήσωμε τοὺς μεγάλους θεούς, δείχνοντας τὴν εὐγνωμοσύνη μας μὲ θυσίες γιὰ ὅσες εὐεργεσίες μᾶς ἔκαναν. Ὅποιος περιφρονήσει αὐτὴ τὴν ἐντολὴ καὶ τολμήσει νὰ προσκυνήση ἄλλον θεὸ θὰ τιμωρηθῆ σκληρά».
Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ τὰ προστάγματα συγκεντρώθηκε πλῆθος κόσμου γιὰ νὰ προσφέρη θυσία, ὅ,τι ὁ καθένας μποροῦσε. Ὁ βασιλιὰς θυσίασε ἑκατὸν τριάντα ταύρους, ἐνῶ οἱ ἄλλοι ἄρχοντες καὶ ἡγεμόνες λιγώτερους.

Ἡ Αἰκατερίνη ἐστενοχωρεῖτο, ποὺ ἔβλεπε τὴν ἀσέβεια τῶν ἀνθρώπων, ποὺ προδιδαν τὴ ψυχή τους ἀπὸ φόβο. Ἀπὸ ζῆλο θεϊκὸ παρακινημένη πῆρε λίγους δούλους καὶ πῆγε στὸν εἰδωλολατρικὸ ναό, ὅπου θυσίαζαν. Στάθηκε στὴν πόρτα ἑλκύοντας τὰ βλέμματα ὅλων. Εἰδοποίησε ἐν συνέχεια τὸν βασιλιά, ὅτι ἔχει νὰ τοῦ πῆ κάτι σπουδαῖο γιὰ μία ὑπόθεσι. Ὁ βασιλιὰς πρόσταξε νὰ πλησιάση. Ἡ Αἰκατερίνη ὑποκλίθηκε καὶ μὲ παρρησία εἶπε:

Ἔπρεπε, βασιλιά, πρῶτα σὺ νὰ γνωρίσης τὴν πλάνη, ποὺ ἔχετε λατρεύοντας σὰν θεοὺς τὰ εἴδωλα. Εἶναι ντροπὴ καὶ μεγάλη ἀνοησία νὰ προσκυνᾶτε φθαρτὰ καὶ ἀναίσθητα δημιουργήματα. Δὲν πιστεύετε τουλάχιστον τὸν σοφὸ Διόδωρο, ποὺ λέγει, ὅτι οἱ θεοὶ αὐτοὶ ἦταν ἄνθρωποι μὲ πάθη καὶ ἐλαττώματα, ἀλλὰ ἐπειδὴ μερικὲς φορὲς ἔδειξαν ἀνδρεία, ὠνομάσθηκαν ἀθάνατοι. Ἀργότερα οἱ ἄνθρωποι νομίζοντας ὅτι εἶναι πράγματι θεοὶ τοὺς προσκυνοῦσαν καὶ τοὺς τιμοῦσαν. Ἀκόμη καὶ ὁ Πλούταρχος κατηγορεῖ καὶ περιφρονεῖ ὅσους σέβονται τέτοια ἀγάλματα. Πρέπει νὰ ὑπακούσης, βασιλιά, σ΄ αὐτοὺς τοὺς διδασκάλους καὶ νὰ μὴν γίνης αἰτία νὰ χαθοῦν τόσες ψυχές. Ἕνας εἶναι ὁ Θεός, Ἀΐδιος καὶ Ἀθάνατος, ποὺ γιὰ τὴν σωτηρία μᾶς ἔγινε ἄνθρωπος. Αὐτὸς ὁ Παντοδύναμος Θεὸς δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τέτοιες θυσίες, ἀλλὰ μόνο προστάζει νὰ τηροῦμε τὶς ἐντολές του.

Ὁ βασιλιὰς θύμωσε στὸ ἄκουσμα τῶν συνετῶν λόγων τῆς Αἰκατερίνης, ἀλλὰ μὴ μπορώντας νὰ ἀναντιωθῆ ἀποκρίθηκε:
Ἄφησε νὰ τελειώσουμε τὴ θυσία καὶ τότε θὰ ἀκούσουμε τὰ λόγια σου.

Ὅταν τελείωσε τὴν ἀνόητη πανήγυρι καὶ τελετή, πρόσταξε νὰ φέρουν τὴν Ἁγία στ’ ἀνάκτορα καὶ τῆς εἶπε:

Πὲς μᾶς ποιὰ εἶσαι καὶ τί σημαίνουν τὰ λόγια, ποῦ προηγουμένως ἔλεγες;

Εἶμαι κόρη τοῦ ἡγεμόνα Κώνστα. Ὀνομάζομαι Αἰκατερίνη καὶ ἔχω σπουδάσει Ρητορική, Φιλοσοφία, Γεωμετρία καὶ τὶς ἄλλες ἐπιστῆμες. Ἀλλὰ ὅλα αὐτὰ τὰ περιφρόνησα καὶ ἦλθα νὰ γίνω νύφη τοῦ Δεσπότη Χριστοῦ, ποὺ λέγει μὲ τὸ στόμα τοῦ προφήτου: «Ἀπολῶ τὴν σοφία τῶν σοφῶν καὶ τὴν σύνεσιν τῶν συνετῶν ἀθετήσω».

Ὁ βασιλιὰς θαύμασε τὴν σοφία, τὴν εὐστροφία καὶ τὴν ὡραιότητα τῆς παρθένου κι’ ἐνόμισε ὅτι δὲν ἦτο γεννημένη στὴ γῆ ἀπὸ θνητούς, ἀλλὰ ὅτι ἦταν θεότης ἀπ’ ἐκεῖνες, ποὺ σεβόταν ὁ ἴδιος καὶ λάτρευε. Ἐπειδὴ ὁ βασιλιὰς φανέρωσε αὐτὴ τὴ γνώμη του, ἡ Αἰκατερίνη τοῦ εἶπε:
Βέβαια, ἀληθινὰ εἶπες αὐτά, βασιλιά, διότι ὀνομάζεις θεοὺς τοὺς δαίμονες, ποὺ σᾶς δείχνουν διάφορα φαντάσματα καὶ σᾶς παρακινοῦν σὲ ἀσέλγειες καὶ σ’ ἄλλες ἄτοπες ἐπιθυμίες. Ἐγὼ εἶμαι ἀπ’ τὴ γῆ καὶ μ’ ἔπλασε ὁ Θεὸς μὲ τέτοια μορφὴ καὶ μὲ τίμησε μὲ τὸ κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσι» καὶ γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ θαυμάζεται ἡ σοφία τοῦ Πλάστη, ἐπειδὴ ἀπὸ εὐτελῆ ὕλη κατώρθωσε νὰ δώση τόση ὀμορφιά.

Μὴ λέγης κακὸ γιὰ τοὺς θεούς, ποὺ ἔχουν δόξα ἀθάνατη, εἶπε πειραγμένος ὁ βασιλιάς.

Ἂν θελήσης νὰ ἀποτινάξης τὸ σκοτάδι τῆς ἀπάτης θὰ γνωρίσης τὴν εὐτέλια τῶν θεῶν σου καὶ θὰ καταλάβης τὸν ἀληθινὸ Θεό. Καὶ μόνο τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ ἡ καὶ ὁ Σταυρὸς τοῦ τυπούμενος στὸν ἀέρα ἀφανίζει τοὺς θεούς σου, κι’ ἂν θέλης μπορῶ νὰ στὸ ἀποδείξω.

Ὁ βασιλιὰς φοβήθηκε μήπως τὸν νικήση μὲ ἀποδείξεις καὶ ντροπιασθῆ καὶ τῆς εἶπε:

Εἶναι ἄπρεπο νὰ συζητᾶ ὁ βασιλιὰς μὲ γυναῖκες. Θὰ μαζέψω τοὺς σοφοὺς ρήτορές μου καὶ τότε θὰ καταλάβης τὴν ἀδυναμία τῶν λόγων σου καὶ θὰ πιστέψης αὐτὰ ποὺ λέω ἐγώ.
Συνομιλία μὲ τοὺς ρήτορες.
Μαρτύριον τῶν ρητόρων
Μετὰ ἀπ’ αὐτὴ τὴ συνομιλία ὁ βασιλιὰς μὲ ἐπιστολὲς κάλεσε ὅλους τους σοφοὺς καὶ ρήτορες. Τὸ περιεχόμενο τῶν ἐπιστολῶν ἦταν περίπου ἔτσι:

«Ἐγὼ ὁ βασιλιὰς χαιρετῶ ὅλους τους σοφοὺς καὶ τοὺς ρήτορες τῶν Ἑλλήνων καὶ σᾶς παρακαλῶ νὰ ἔλθετε ἐδῶ γρήγορα, γιὰ νὰ ἀποστομώσετε μία γυναίκα σοφή, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ σοφώτατου θεοῦ Ἑρμῆ. Αὐτὴ ἡ γυναίκα χλευάζει τοὺς θεούς μας, ὀνομάζει τὶς πράξεις τοὺς μύθους καὶ φλυαρίες. Ἂν τὴν νικήσετε, θὰ ἀξιωθῆτε πολλῶν τιμῶν».
Συγκεντρώθηκαν, λοιπόν, ἑκατὸν πενήντα σοφοί, ὀξεῖς στὸ νοῦ καὶ ἰκανώτατοι στὴν ὁμιλία. Τοὺς εἶπε λοιπὸν ὁ βασιλιάς.

Ἑτοιμασθῆτε μὲ ἐπιμέλεια ν’ ἀγωνισθῆτε καλὰ καὶ μὴν ἀμελήσετε, νομίζοντας ὅτι εἶναι εὔκολο τὸ ἔργο σας, ἐπειδὴ ἔχετε νὰ ἀντιμετωπίσετε μία γυναίκα. Ἀλλὰ ἑτοιμασθῆτε σὰν νὰ ἔχετε ἀνταγωνιστὴ σοφώτατον ρήτορα. Δεῖξτε τὴν σοφίαν σας, ποὺ νομίζω ὅτι ὑπερβαίνει τὴ σοφία καὶ αὐτοῦ του Πλάτωνος.

Σ’ αὐτὰ τὰ λόγια ἀπάντησε κάποιος ἀπ’ τοὺς ρήτορες ποὺ ξεχώριζε:

Ἔστω κι’ ἂν εἶναι ἡ φρονιμώτερη γυναίκα καὶ ἡ σοφώτερη δὲν θὰ μπορέση νὰ συζητήση μαζί μας. Πρόσταξε τὴν, λοιπόν, νὰ ἔλθη.

Γεμάτος χαρὰ ὁ βασιλιάς, ἐλπίζοντας ὅτι θὰ νικήση τὴν πλήρη χάριτος φιλοσοφία διατάζει νὰ φέρουν τὴν κόρη στὸ θέατρο, ὅπου εἶχε συγκεντρωθῆ πλῆθος κόσμου. Πρὶν φθάσουν οἱ ἀπεσταλμένοι στὴν Ἁγία ἦλθε ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριὴλ καὶ τῆς λέγει:

Μὴ ταράζεσαι, κόρη. Ὁ Κύριος θὰ προσθέση σοφία στὴν σοφία σου, γιὰ νὰ νικήσης τοὺς ρήτορες καὶ ὄχι μόνο αὐτοί, ἀλλὰ καὶ πολλοὶ ἄλλοι θὰ πιστέψουν καὶ θὰ ἀξιωθῆτε ὅλοι νὰ λάβετε τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.

Ὅταν παρουσιάσθηκε ἐμπρὸς στοὺς σοφοὺς ἡ παρθένος, ὁ ὑπερήφανος ρήτορας, ποὺ εἶχε διαβεβαιώσει τὸν βασιλιὰ γιὰ τὴν νίκη, τῆς εἶπε:

Σὺ εἶσαι ἐκείνη, ποῦ βλασφημεῖ τοὺς θεοὺς μᾶς τόσο ἀναίσχυντα;

Ἐγὼ εἶμαι. Δὲν βλασφημῶ ὅμως ἀναίσχυντα, ὅπως εἶπες, ἀλλὰ ἤπια καὶ μὲ φιλαλήθεια μιλῶ γιὰ τοὺς ψεύτικους θεούς σας.

Ἐνῶ οἱ μεγάλοι ποιητὲς τοὺς ὀνομάζουν ὑψηλούς, σύ, ποῦ γνώρισες τὴν σοφία τους, τολμᾶς νὰ μιλᾶς μὲ τόση θρασύτητα;

Τὴν φοβία μου τὴν ἔχω δῶρο ἀπὸ τὸν Θεό, ποὺ εἶναι ἡ Σοφία καὶ ἡ Ζωή. Ἐκεῖνος, ποὺ σέβεται καὶ τηρεῖ τὶς θεῖες ἐντολὲς εἶναι πράγματι φιλόσοφος. Τὰ ἔργα τῶν θεῶν σας καὶ οἱ διηγήσεις γι’ αὐτοὺς εἶναι γεμάτες ἀπάτη. Πές μου ποιὸς ἀπὸ τοὺς μεγάλους ποιητὲς τοὺς ὀνόμασε θεούς!…
Πρῶτος ὁ Ὅμηρος καὶ ὁ Ὀρφέας καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι. Μὴν ἀπατᾶσαι, λοιπόν, σὺ ἡ σοφὴ νὰ προσκυνᾶς τὸν Ἐσταυρωμένο, ποὺ κανένας ποιητὴς δὲν τὸν ὠνόμασε Θεό.

Μὰ ὁ ἴδιος ὁ Ὅμηρος λέγει γιὰ τὸν Δία, ὅτι εἶναι ἀπατεώνας, πανοῦργος καὶ ψεύτης καὶ ὅτι ἤθελαν νὰ τὸν δέσουν ἡ Ἥρα, ὁ Ποσειδῶν κι’ ἡ Ἀθηνᾶ, ἂν δὲν προφθαινε νὰ κρυφθῆ. Καὶ οἱ ἄλλοι ἀναφέρουν τέτοια ὑβριστικὰ γιὰ τοὺς Θεούς. Εἶπες, ὅτι τὸν Ἐσταυρωμένο δὲν τὸν ἀναφέρει κανένας παλαιὸς σοφός, καὶ γι’ αὐτὸ νὰ μὴν ἀσχολούμεθα μ’ αὐτόν, ποὺ εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός, Δημιουργὸς πάσης κτίσεως καὶ ὅλου του ἀνθρώπινου γένους. Θυμίσου τί λέγει γιὰ τὴ σάρκωσί του καὶ τὴ σωτήρια Σταύρωσί Του ἡ Σίβυλλα καὶ ὁ Ἀπόλλων. Αὐτὸς ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος, περπάτησε στὴ γῆ, δίδαξε, ἐθαυματούργησε. Ἔπειτα καταδέχτηκε καὶ τὸν θάνατον γιὰ νὰ λύση τὴν πρώτη καταδίκη καὶ νὰ ἀνοίξη τὶς πύλες τοῦ Παραδείσου. Μετὰ τὸ μαρτύριό του πέθανε καὶ ἀναστήθηκε. Ὅταν ἀνέβηκε στοὺς Οὐρανοὺς ‘ἔστειλε στὸν κόσμο τοὺς Μαθητὲς φωτισμένους ἀπ’ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, γιὰ νὰ λυτρώσουν τὶς ψυχὲς ἀπὸ τὴν πλάνη τῆς ἀπιστίας. Αὐτὰ πρέπει καὶ σὺ νὰ τὰ πιστέψης καὶ νὰ γνωρίσης τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ νὰ γίνης δοῦλος του, ἂν θέλης τὸ συμφέρον σου. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς λέγει καλώντας ὅλους: «Δεῦτε πρὸς μὲ πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, καγῶ ἀναπαύσω ὑμᾶς»…

Μὲ τέτοια λόγια γεμάτα σοφία κατέπληξε ἡ πάνσοφη τὸν φιλόσοφο, ποὺ ἔμεινε ἄφωνος. Ὁ βασιλιὰς βλέποντας τὴν ἥττα τοῦ σοφοῦ διέταξε τοὺς ἄλλους νὰ συζητήσουν μὲ τὴν χριστιανή. Ἐκεῖνοι ὅμως δήλωσαν:

Δὲν μποροῦμε ν’ ἀντισταθοῦμε στὴν ἀλήθεια, τώρα μάλιστα, ποὺ βλέπομε ὅτι ὁ καλύτερος ρήτορας νικήθηκε.

Τότε ὁ βασιλιὰς θύμωσε καὶ πρόσταξε νὰ τοὺς κάψουν στὸ μέσον της πόλεως. Ἐκεῖνοι ἔπεσαν στὰ πόδια τῆς Ἁγίας παρακαλώντας νὰ τοὺς συγχωρήση ὁ Θεὸς γιὰ ὅσα ἀπὸ ἄγνοια ἔκαμαν, γιατί τώρα πιστεύουν στὴν ἀληθινὴ πίστι καὶ ἐπιθυμοῦν νὰ βαπτιστοῦν καὶ νὰ πάρουν τὴν δωρεὰν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ Ἁγία λοιπὸν τοὺς εἶπε:

Εἶσθε τώρα εὐτυχεῖς καὶ καλότυχοι, γιατί ἀφήσατε τὸ σκοτάδι καὶ ἀκολουθήσατε τὸ φῶς τῆς ἀλήθειας. Ἡ φωτιά, ποὺ σᾶς ἀπειλεῖ ὁ ἀσεβὴς βασιλιάς, θὰ γίνη γιὰ σᾶς Βάπτισμα, ποὺ θὰ σᾶς καθαρίση ἀπὸ κάθε ἀκαθαρσία τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος.

Ἔτσι τοὺς παρακίνησε ὅλους καὶ τοὺς σφράγισε μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ στέλνοντάς τους στὸ μαρτύριο.

Τοὺς ἔρριξαν οἱ στρατιῶτες στὴ φωτιὰ στὶς 17 Νοεμβρίου. Τὸ βράδυ τῆς ἴδιας ἡμέρας πῆγαν μερικοὶ εὐσεβεῖς νὰ συνάξουν τὰ λείψανα καὶ τὰ βρῆκαν ὅλα σῶα καὶ ἀκέραια χωρὶς νὰ τὰ ἔχη βλάψει ἡ φωτιά,
Βασανιστήρια καὶ φυλάκισις τῆς Ἁγίας
Ὁ βασιλιὰς ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ εἶχε συγκεντρώσει ὅλη του τὴν φροντίδα στὴν Ἁγία. Ἐπειδὴ δὲν μποροῦσε νὰ τὴν νικήση μὲ συλλογισμοὺς φιλοσοφίας, προσπαθοῦσε νὰ ἐπιτύχη τὸ σκοπό του μὲ κολακεῖες καὶ πανουργίες λέγοντας:

Ὑπάκουσε σὲ μένα, ποὺ σὲ συμβουλεύω σὰν φιλόστοργος πατέρας νὰ προσκυνήσης τοὺς μεγάλους θεοὺς καὶ ἰδιαίτερα τὸν Ἑρμῆ, ποὺ σὲ στόλισε μὲ τῆς φιλοσοφίας τὰ χαρίσματα καὶ θὰ σοὺ δώσω τὸ μισό της ἐξουσίας μου καὶ θὰ κατοικῆς μαζί μου στ’ ἀνάκτορα.

Βγάλε τὸ προσωπεῖο, βασιλιά, καὶ μὴν ὑποκρίνεσαι, ἀπάντησε ἡ Ἁγία. Ἐγὼ εἶμαι χριστιανὴ καὶ θὰ γίνω νύφη Χριστοῦ, ποὺ τὸν ἔχω μοναδικὸ Νυμφίο καὶ σύμβουλο, στολισμὸ τῆς παρθενίας μου καὶ ποθῶ τὸ μαρτύριο περισσότερο ἀπὸ κάθε βασιλικὸ ἔνδυμα καὶ στεφάνι.

Μὴ μ’ ἀναγκάσης νὰ βρίσω τὴν ἀξία σου χωρὶς νὰ τὸ θέλω, εἶπε πάλι ὁ βασιλιάς.

Κᾶνε ὅ,τι θέλεις, γιατί μὲ τὴν πρόσκαιρη αὐτὴ ἀτιμία θὰ γίνης ἀφορμὴ νὰ δοξασθῶ μὲ δόξα ἀθάνατη καὶ νὰ πιστέψη πλῆθος κόσμου στὸν Χριστό μου ἀκόμη καὶ μέσα ἀπὸ τὸ παλάτι σου.

Ὠργίσθηκε ὁ βασιλιὰς ὕστερα ἀπ’ αὐτὴν τὴν ἀπάντησι καὶ διέταξε νὰ τὴν κτυπήσουν μὲ νεῦρα βοδιῶν. Κτυποῦσαν, λοιπόν, τὴν Μάρτυρα ἐπὶ δύο ὧρες δυνατὰ στὴν κοιλιὰ καὶ στὴν ράχη, μέχρις ὅτου ξεσκισαν τὸ παρθενικό της σῶμα. Ἡ Ἁγία στεκόταν μὲ τόση ἀνδρεία καὶ γενναιότητα, ὥστε ἐθαύμαζαν ὅσοι τὴν ἔβλεπαν. Τὸ βράδυ δόθηκε διαταγὴ νὰ τὴν φυλακίσουν καὶ νὰ μὴν τῆς δώσουν φαγητὸ καὶ νερὸ γιὰ δώδεκα μέρες, μέχρι νὰ βγῆ ἡ ἀπόφασι μὲ ποιὸ τρόπο θὰ θανατωθῆ.
Ἐπιστροφὴ εἰς τὴν πίστιν τῆς βασιλίσσης καὶ τοῦ Πορφυρίωνος
Ἡ Φαυστίνα, σύζυγος τοῦ βασιλιᾶ, εἶχε πόθο νὰ γνωρίση τὴν Ἁγία, ποὺ τὴν εἶχε ἀγαπήσει ἀκούγοντας τὶς ἀρετὲς καὶ τὰ ἀνδραγαθήματά της. Βρῆκε, λοιπόν, τὴν εὐκαιρία, ὅταν ἔλειπε ὁ σύζυγός της ἀπὸ τὴν πόλι. Κάλεσε τὴν στρατοπεδάρχη Πορφυρίωνα, ἄνθρωπο ἄξιο καὶ ἔμπιστο, καὶ τοῦ εἶπε:

Τὴν περασμένη νύκτα εἶδα σ’ ὅραμα τὴν Αἰκατερίνη καθισμένη μεταξὺ πολλῶν παρθένων. Ὅταν μὲ εἶδε μὲ κάθισε κοντά της καὶ μοῦ ἔβαλε στὸ κεφάλι χρυσὸ στεφάνι λέγοντας: «Ὁ Δεσπότης Χριστός σου στέλλει αὐτὸ τὸ στεφάνι». Σὲ παρακαλῶ, λοιπόν, Πορφυρίωνα, νὰ βρὴς ἕνα τρόπο νὰ συναντήσω ἀπόψε τὴν κόρη αὐτή.

Θὰ ἐκπληρώσω τὴν ἐπιθυμία σου, δέσποινα, ἀπάντησε ὁ Πορφυρίων.

Ὅταν νύκτωσε λοιπὸν πῆρε διακόσιους στρατιῶτες καὶ πῆγαν στὴ φυλακὴ μὲ τὴ βασίλισσα. Ἔδωσαν χρήματα στὸν δεσμοφύλακα κι’ ἐκεῖνος τοὺς ἄνοιξε τὴν πόρτα τῆς φυλακῆς. Ἡ Αὐγούστα ἔπεσε μὲ δάκρυα στὰ πόδια τῆς Μάρτυρος λέγοντας:

Τώρα εἶμαι καλότυχη καὶ εὐτυχισμένη, εἶπε ἡ βασίλισσα, γιατί σὲ γνώρισα. Ποθοῦσα νὰ δῶ τὸ βασιλικό σου πρόσωπο καὶ διψοῦσα ν’ ἀκούσω τὰ μελίρρυτα λόγια σου. Τώρα κι’ ἂν στερηθῶ τὴ ζωὴ καὶ τὴν βασιλεία μου δὲν θὰ λυπηθῶ καθόλου. Εἶσαι ζηλευτὴ σύ, ποὺ προσκολλήθηκες σὲ τέτοιο Δεσπότη, πού σου χαρίζει τόσες δωρεὲς καὶ χαρίσματα.

Κι’ ἐσὺ εἶσαι εὐτυχισμένη, βασίλισσά μου, γιατί βλέπω, τὸ στεφάνι πού σου βάζουν στὸ κεφάλι οἱ Ἅγιοι Ἄγγελοι. Μετὰ τρεῖς μέρες θὰ τὸ πάρης, ἀφοῦ ὑπομείνης μαρτύριο. Τότε θὰ πᾶς κοντὰ στὸν Ἀληθινὸ Βασιλέα, γιὰ νὰ βασιλεύσης αἰώνια.

Φοβᾶμαι τὰ βασανιστήρια καὶ τὸν σύζυγό μου, γιατί εἶναι πολὺ σκληρὸς κι’ ἀπάνθρωπος.

Ἔχε θάρρος. Στὴν καρδιά σου θὰ βρίσκεται ὁ Χριστός, ποὺ θὰ σὲ δυναμώνη στὴ δύσκολη ὥρα τοῦ μαρτυρίου. Πολὺ λίγο θὰ πονέση τὸ σῶμα σου ἐδῶ, γιὰ νὰ ἀναπαύεται ἐκεῖ αἰώνια.

Ἐνῶ οἱ δυὸ γυναῖκες ἔλεγαν αὐτά, ρώτησε ὁ Πορφυρίων τὴν Ἁγία:

Τί χαρίζει ὁ Χριστὸς σ’ ὅσους πιστεύουν; Θέλω κι΄ ἐγὼ νὰ τὸν γνωρίσω καὶ νὰ γίνω ὀπαδός του.
Δὲν διάβασες ποτὲ καμμιὰ γραφὴ τῶν χριστιανῶν; Οὔτε ἔχεις ἀκούσει τίποτε γι’ αὐτά;

Ἀπὸ παιδὶ βρίσκομαι στοὺς πολέμους καὶ μόνο μ’ αὐτοὺς ἀσχολοῦμαι. Δὲν ἔχω φροντίσει γι’ ἄλλα πράγματα.

Δὲν μπορεῖ ἡ γλώσσα νὰ διηγηθῆ τὰ ἀγαθά, ποὺ ὁ Θεὸς ἑτοιμάζει γιὰ ὅσους Τὸν ἀγαποῦν καὶ τηροῦν τὶς ἐντολές του.

Τότε ἡ χάρις γέμισε τὴ καρδιὰ τοῦ Πορφυρίωνα. Πίστεψε μ’ ὅλη του τὴν καρδιὰ στὸν Χριστὸ μαζὶ μὲ τοὺς διακόσιους στρατιῶτες του καὶ ἀφοῦ πῆραν ὅλοι δύναμι ἀπὸ τὴν Μάρτυρα ἔφυγαν.
Τροφὴ ἀπὸ τὸν Θεόν. Νέα βασανιστήρια
Ὁ φιλάνθρωπος Χριστὸς δὲν ἄφησε μόνη τὴν Ἁγία. Σὰν φιλόστοργος πατέρας ἔστελνε τροφὴ μ’ ἕνα περιστέρι καὶ τὴν δυνάμωνε λέγοντάς της: «Μὴ δειλιάσης, κόρη, γιατί ἐγὼ εἶμαι μαζί σου. Θὰ μείνης ἀνέγγιχτη ἀπὸ τὰ μαρτύρια καὶ μὲ τὴν ὑπομονή σου θὰ ἐπιστρέψης πολλοὺς στὴν ὀρθὴ πίστι καὶ θὰ ἀξιωθῆς πολλῶν ἀφθάρτων τιμῶν».

Τὴν ἄλλη μέρα ὁ βασιλιὰς πρόσταξε νὰ φέρουν τὴν Μάρτυρα μπροστά του. Μόλις τὴν εἶδε ἀπόρησε, γιατί ἐνῶ περίμενε νὰ τὴν δὴ ἀδυνατισμένη κὰ καταβεβλημένη, τὴν εἶδε νὰ λάμπη ἀπὸ ὀμορφιὰ καὶ χάρι. Σκέφθηκε, ὅτι ἴσως κάποιος φύλακας νὰ τὴν ἔτρεφε κρυφὰ καὶ σχεδίαζε νὰ τιμωρήση τοὺς φύλακες. Ἡ Ἁγία ὅμως γιὰ νὰ μὴν τιμωρηθοῦν ἀνεύθυνοι ἄνθρωποι, ὠμολόγησε τὴν ἀλήθεια:

Κανένας ἄνθρωπος, βασιλιά, δὲν μοῦ ἔδωσε τροφή, ἀλλὰ μὲ ἔτρεφε ὁ Δεσπότης Χριστός, ποὺ φροντίζει γιὰ τοὺς δούλους του.

Ὁ βασιλιὰς προσπάθησε γιὰ τελευταία φορὰ νὰ τὴν μεταπείση μὲ κολακεῖες:

Σὲ σένα, ἡλιομορφὴ κόρη, ἀξίζει τὸ βασίλειο, Σὲ σένα, ποὺ ὑπερβαίνεις κι’ αὐτὴ τὴν Ἀφροδίτη στὴν ὀμορφιά. Ἔλα, λοιπόν, νὰ θυσιάσης στοὺς θεοὺς καὶ νὰ γίνης βασίλισσά μου. Μὴ θελήσης, σὲ παρακαλῶ, νὰ χαθῆ τέτοια ὀμορφιὰ μὲ βασανιστήρια.

Ἐγὼ εἶμαι γῆ καὶ πηλὸς καὶ κάθε ὀμορφιὰ μαραίνεται σὰν ἄνθος καὶ σὰν ὄνειρο χάνεται ἡ ἀπὸ ἀρρώστια ἡ ἀπὸ τὰ γηρατειὰ ἡ ἀπὸ τὸν θάνατο. Λοιπόν, μὴ νοιάζεσαι γιὰ τὴν ὀμορφιά μου.

Ἐνῶ συνομιλοῦσε ἡ Ἁγία μὲ τὸν βασιλιά, κάποιος ἔπαρχος, Χουρσασαδὲν ὀνομαζόμενος, θέλοντας νὰ δείξη στὸ βασιλιὰ ἀγάπη κι’ εὔνοια, εἶπε:

Ἐγώ, βασιλιά, ξέρω μία μηχανή, ποὺ μ’ αὐτὴν θὰ νικήσης τὴν κόρη ἡ θὰ θανατωθῆ μὲ πόνους. Διάταξε νὰ κάμουν τέσσερους ξύλινους τροχούς. Γύρω σ’ αὐτοὺς νὰ καρφώσουν ξυράφια κι’ ἄλλα σίδερα κοφτερά. Οἱ δυὸ νὰ γυρίζουν ἀριστερὰ κι’ οἱ ἄλλοι δυὸ δεξιά. Στὴ μέση τους θὰ βάλουν δεμένη αὐτὴν καὶ ἔτσι γυρίζοντας οἱ τροχοὶ θὰ κατασχίσουν τὶς σάρκες της.

Τὸ σχέδιο ἄρεσε στὸ βασιλιὰ κι’ ἔδωσε διαταγὴ νὰ κατασκευασθῆ τὸ μηχάνημα. Σὲ τρεῖς μέρες κατασκευάσθηκε ὁ τροχὸς καὶ γιὰ νὰ φοβίσουν τὴν Ἁγία ἔκαναν ἐπίδειξι γυρίζοντας γρήγορα τοὺς τροχούς. Ὁ βασιλιὰς ἀπευθύνθηκε στὴν Αἰκατερίνη λέγοντας:

Βλέπεις; Σ’ αὐτὸ τὸ μηχάνημα θὰ δοκιμάσης τὸν θάνατο, ἂν δὲν προσκυνήσης τοὺς θεούς.

Σοὺ εἶπα πολλὲς φορὲς τὴν ἀπόφασί μου. Μὴ χάνης καιρό. Κάμε ὅ,τι θέλεις, τοῦ εἶπε μὲ θάρρος ἡ Αἰκατερίνη.

Ὕστερα ἀπὸ τὴ σταθερὴ ἀπόφασί της τὴν ἔρριξαν στοὺς τροχοὺς δεμένη, ἀλλὰ ἡ θεία χάρις βοήθησε τὴν Ἁγία, ποὺ βρέθηκε λυμένη καὶ ἀβλαβής, μὲ τὴ βοήθεια ἑνὸς Ἀγγέλου. Ὅταν οἱ παριστάμενοι εἶδαν τὸ παράδοξο θέαμα φώναξαν: «Μέγας ὁ Θεὸς τῶν Χριστιανῶν».
Μαρτύριον τῆς βασιλίσσης.
Ὁ βασιλιὰς σκοτισμένος ἀπὸ τὸ θυμὸ τοῦ ἔκανε σὰν τρελλὸς καὶ ἀπειλοῦσε ὅτι θὰ τῆς ἐπιβάλη νεώτερη τιμωρία. Ὅταν πληροφορήθηκε τὰ γεγονότα ἡ βασίλισσα βγῆκε ἀπὸ τὰ ἰδιαίτερα διαμερίσματά της καὶ ἐλέγχοντας τὸν σύζυγό της εἶπε μὲ παρρησία:

Στ’ ἀλήθεια εἶσαι μωρὸς κι’ ἀνόητος νὰ πολεμᾶς τὸν ζωντανὸ Θεὸ καὶ νὰ βασανίζης ἄδικα τὴν δούλη του.

Στὸ ἄσκουσμα αὐτῶν τῶν λόγων ὁ βασιλιὰς ἔγινε ἀγριώτερος καὶ ἀπὸ τὰ θηρία. Ἄφησε λοιπὸν τὴν Αἰκατερίνη καὶ στράφηκε κατὰ τῆς συζύγου του. Διέταξε νὰ τῆς κόψουν τοὺς μαστούς. Ἡ Φαυστίνα ἀντιμετωπίζει μὲ χαρὰ τὰ βασανιστήρια. Προσεύχεται νὰ τῆς δώση ὁ Θεὸς δύναμι καὶ βοήθεια. Ἡ θηριωδία τοῦ συζύγου τῆς φθάνει στὸ ἀποκορύφωμα. Διατάζει νὰ τῆς κόψουν τὸ κεφάλι. Ἡ βασίλισσα δέχθηκε μὲ ἀγαλλίασι τὴν ἀπόφασι λέγοντας στὴν Ἁγία:

Δούλη τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, κᾶνε προσευχὴ γιὰ μένα.

Πήγαινε νὰ βασιλεύσης μὲ τὸν Χριστὸν αἰώνια, τῆς ἀποκρίθηκε ἡ Ἁγία.

Ἡ μακάρια Φαυστίνα μαρτύρησε στὶς 23 Νοεμβρίου. Τὴ νύκτα ὁ Πορφυρίων μὲ τοὺς συντρόφους τοῦ κρυφὰ ἔθαψε τὸ λείψανό της.
Μαρτύριον τοῦ Πορφυρίωνος καὶ τῶν πιστευσάντων στρατιωτῶν
Τὸ ἄλλο πρωὶ ἐπειδὴ ἤθελε νὰ τιμωρήση ὁ βασιλιὰς μερικοὺς σὰν ὑπεύθυνους, παρουσιάσθηκε ὁ Πορφυρίων μὲ τοὺς λοιποὺς στὸ κριτήριο καὶ εἶπε:

Καὶ ἐμεῖς εἴμαστε Χριστιανοί, στρατιῶτες τοῦ Μεγάλου Θεοῦ.

Ὁ βασιλιὰς ἀναστέναξε ἀπὸ λύπη καὶ φώναξε.

Χάθηκα, γιατί ἔχασα τὸν θαυμαστὸ Πορφυρίωνα. Καὶ σεῖς στρατιῶτες μου, τί πάθατε καὶ περιφρονήσατε τοὺς θεοὺς τῶν πατέρων μας; Τί σᾶς ἔκαναν;

Ὁ Πορφυρίων λοιπὸν εἶπε στὸν τύραννο:

Γιατί ἀφήνεις τὸ κεφάλι καὶ ρωτᾶς τὰ πόδια; Μὲ μένα νὰ μιλήσης.

Σὺ εἶσαι ἡ αἰτία τῆς καταστροφῆς τους. Διατάζει λοιπὸν νὰ τοὺς ἀποκεφαλίσουν. Ἦταν 24 Νοεμβρίου.
Μαρτυρικὸν τέλος τῆς Ἁγίας
Τὴν ἑπομένη ἔφεραν τὴν Αἰκατερίνη στὸ κριτήριο. Τῆς λέει ὁ βασιλιάς:

Πολλὴ θλίψι καὶ ζημιά μου ἔδωσες, σὺ πλάνησες τὴν γυναίκα μου καὶ τὸν ἀνδρεῖο μου στρατηλάτη, ποὺ ἦταν ἡ δύναμη τοῦ στρατοῦ μου. Πρέπει νὰ σὲ θανατώσω ἀλύπητα. Ἀλλὰ σὲ συγχωρῶ, γιατί λυπᾶμαι νὰ χαθῆ μία κόρη σοφὴ καὶ ὄμορφη, ὅπως σύ. Θυσίασε στοὺς θεοὺς καὶ θὰ σὲ κάνω μόνιμη βασίλισσα.

Ἄδικα ὅμως προσπάθησε νὰ τῆς ἀλλάξη τὴ γνώμη. Ἀπελπίσθηκε λοιπὸν κι’ ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τὴν ἀποκεφαλίσουν. Οἱ στρατιῶτες πῆραν τὴν Ἁγία καὶ πῆγαν στὸν τόπο τῆς καταδίκης. Ἀκολουθοῦσε πολὺς λαὸς πίσω, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, ποὺ ἔκλαιγαν πικρὰ γιὰ τὴν κόρη, τὴν ὡραία, τὴν πάνσοφη, τὴν Ἁγία, ποὺ ἐπρόκειτο νὰ χαθῆ.

Ἐκείνη ὅμως τοὺς παρηγοροῦσε λέγοντάς τους:

Ἀφῆστε τὸν ἀνώφελο θρῆνο καὶ χαρῆτε, γιατί ἐγὼ βλέπω τὸν Νυμφίον μου Ἰησοῦ Χριστόν, τὸν πλάστη καὶ Σωτήρα μου, ποὺ μὲ προσκαλεῖ στὰ ἄρρητα κάλλη τοῦ Παραδείσου, νὰ βασιλεύσω μαζί του αἰώνια.

Ὅταν ἔφθασαν στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου τῆς ἔκαμε τὴν προσευχὴ τῆς λέγοντας:

«Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, σ’ εὐχαριστῶ, γιατί μου ἔδωσες ὑπομονὴ καὶ ὠδήγησες τὰ βήματά μου. Συγχώρησε , Κύριε, τὰ σφάλματά μου καὶ κράτησε ἀθέατο τὸ σῶμα μοΠΡΟΛΟΓΟΣ

Ὁ ὑμνωδὸς τὴν ὀνομάζει «πανεύφημον νύμφην Χριστοῦ» τὴν Ἁγίαν Αἰκατερίναν καὶ πολὺ δικαίως γιατί ἡ Ἁγία ὡς μόνον νυμφίον τῆς ψυχῆς τῆς εἶχε κάνει τὸν Χριστόν. Ἡ ζωὴ τῆς πραγματικὰ πολυάθλος κατέπληξε τοὺς πάντας. Ἡ σοφία καὶ ἡ γνῶσις, ὅλη ἡ ἐπιστήμη τοῦ καιροῦ τῆς εἶχε γίνει κτῆμα της. Ὅλα ὅμως τὰ περιφρόνησε γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ μοναδικοῦ Νυμφίου, τοῦ Χριστοῦ.

Καὶ ὅμως ἡ σοφία τοῦ κόσμου αὐτοῦ δὲν τὴν παραπλάνησε, οὔτε ἡ γήινη φιλοσοφία. Τὴν ἔθεσε στὴν ὑπηρεσία τῆς ἀληθινῆς φιλοσοφίας, γιὰ νὰ ἑλκύση στὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ τοὺς φιλοσόφους του καιροῦ ἐκείνου καὶ τοὺς ρήτορας.

Ὑπέμεινε πολλὰ βασανιστήρια καὶ φυλακίσεις καὶ ἀπ’ ὅλα αὐτὰ τὴν ἐγλύτωσε θαυματουργικὰ ὁ Κύριος. Τέλος παρέδωσε τὴν ἁγία ψυχή της μὲ μαρτυρικὸν διὰ ξίφους θάνατον, διὰ νὰ πρεσβεύη ἀπὸ τότε γιὰ ὅλους, ὅσοι ἐπικαλοῦνται τὴν προστασία της. Ἰδιαιτέρως τιμᾶται εἰς τὸ ὅρος Σινὰ ἀπὸ τοὺς μοναχούς της Μονῆς Σινᾶ, γιατί θαυματουργικῶς μετεφέρθη τὸ σῶμα τῆς ἐπὶ τοῦ ὅρους αὐτοῦ.

ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ
Ἦχος πλ. α’ Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τὴν πανεύφημον νύμφην Χριστοῦ ὑμνήσωμεν, Αἰκατερίναν τὴν θείαν,
καὶ πολιοῦχον Σινά, τὴν βοήθειαν ἠμῶν καὶ ἀντίληψιν,
ὅτι ἐφίμωσε λαμπρῶς τοὺς κομψοὺς τῶν ἀσεβῶν, τοῦ Πνεύματος τὴ δυνάμει,
καὶ νῦν ὡς Μάρτυς στεφθεῖσα, αἰτεῖται πάσι τὸ μέγα ἔλεος.
ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τὴν σοφίαν ἄνωθεν, κομισαμένη τοῦ λόγου, τῶν ρητόρων ἤλεγξας,
τὰς φληναφίας εὐτόνως, κάλλεσι, τῆς παρθενίας ὡραϊσμένη,
αἵμασι, τῆς μαρτυρίας πεποικιλμένη, διὰ τοῦτο σὲ ὡς νύμφην,
Αἰκατερίνα Χριστὸς προσήκατο.
http://aerapatera.wordpress.com/

Saturday, November 24, 2012

Τι απάντησε ο κομαντάτε Μάρκος των Ζαπατίστας όταν τον αποκάλεσαν "αδελφή"




Όταν πριν κάποια χρόνια οι εχθροί του σε μια πολύ χοντροκομμένη προσπάθεια να πλήξουν την εικόνα του Κομαντάντε Μάρκος είχαν βγάλει τη φήμη ότι είναι «αδελφή», η απάντηση του ηγέτη των Ζαπατίστας δεν ήταν  ότι “ο Subcomantante έχει πηδήξει το μισό Μεξικό. Αντίθετα επέλεξε μια πολύ πιο πολιτική δήλωση, η οποία ενίσχυσε σε σημαντικό βαθμό τη δημοτικότητα του κινήματος:

«Ο Μάρκος είναι γκέι στο Σαν Φρανσίσκο, μαύρος στη Νότια Αφρική, ασιάτης στην Ευρώπη, αναρχικός στην Ισπανία, Παλαιστίνιος στο Ισραήλ, γύφτος στην Πολωνία, ειρηνιστής στη Βοσνία, Εβραίος στη Γερμανία, μια γυναίκα μόνη στο Μετρό τα ξημερώματα, με άλλα λόγια ο Κομαντάτε Μάρκος είμαστε εμείς, το πρόσωπο του κάθε καταπιεσμένου ανθρώπου πάνω στον πλανήτη»


http://www.theinsider.gr/index.php?option=com_content&amp%3Bview=article&amp%3Bid=22711&amp%3Bcatid=52&amp%3BItemid=79

Wednesday, November 21, 2012

"Ο Καλλίστρατος και το χωράφι της καρδιάς" - Παραμύθι της Βασιλικής Νευροκοπλή, εικονογράφηση Αθηνά Ρομπιέ - Ελληνική Βιβλική Εταιρεία




Προδημοσίευση του νέου παραμυθιού:
“Ο Καλλίστρατος και το χωράφι της καρδιάς”

Η συγγραφέας, με το έβδομο στη σειρά παραμύθι της, επιχειρεί κάτι εντελώς ασυνήθιστο και πρωτοποριακό. Εγκαινιάζοντας τη νέα σειρά παιδικών βιβλίων της Ελληνικής Βιβλικής Εταιρείας, προσφέρει στους μικρούς, αλλά και στους ενήλικους, αναγνώστες, ένα παραμυθένιο ψηλάφισμα στις παραβολές του Ευαγγελίου.

Ο Καλλίστρατος είναι ο παραμυθάς που αφού αφηγείται στα παιδιά μια ιστορία του Θεού με τον δικό του τρόπο, ύστερα πλάθει γι’ αυτήν ένα παραμύθι. Στην προκειμένη περίπτωση, “Το χωράφι της καρδιάς” είναι το παραμύθι του για την παραβολή του Καλού Σπορέα. Ποια καρδιά γίνεται δρόμος, ποια γεμίζει αγκάθια και ποια πέτρες; Ποια είναι η καλή και εύφορη γη; Τα ερωτήματα βρίσκουν απαντήσεις μέσα από την ευφάνταστη περιπέτεια ενός ψαρά που παρατά τη βάρκα και τα δίχτυα του για να βρει τον Θεό.

“Ο Καλλίστραρτος και το χωράφι της καρδιάς” είναι ένα βιβλίο – μπάμπουσκα, μιας και στο σώμα του χωνεύονται τρία διαφορετικά παραμύθια, ένα μικρό, ένα μεγαλύτερο κι ένα μεγάλο. Παραθέτουμε αποσπάσματα της αρχής καθενός απ’ αυτά.


1ο. “Μεγάλος ο κόσμος, οι άνθρωποι πολλοί. Ανάμεσά τους, μια χούφτα παραμυθάδες γυρνούν από τόπο σε τόπο και ιστορούν τα παραμύθια τους. Μέσα απ’ αυτά άλλοι θυμούνται τα ξεχασμένα, άλλοι διαβάζουν τα μελλούμενα κι άλλοι πλάθουν όνειρα που τους χαρίζουν ελπίδα.

Κάθε παραμυθάς έχει και τα παραμύθια του, κάποιος όμως με παράξενο όνομα λέει παραμύθια αλλιώτικα από τ’ άλλα. Όταν του είπε η  γιαγιά του πως είναι καιρός να διαλέξει το δρόμο του και πως οι δρόμοι είναι μονάχα δύο, του Καλού και του Κακού, δε δίστασε στιγμή ν’ αποφασίσει. Διάλεξε το δρόμο του Καλού, κι έτσι η γιαγιά του τον ονόμασε Καλλίστρατο, και τον ανάθρεψε με τα λόγια τού Θεού…”


2ο. “… ένας γεωργός που όμοιός του δε γεννήθηκε στη γη. Τόση αγάπη είχε για τους ανθρώπους που όταν ήρθε ο καιρός της σποράς, διάλεξε τους καλύτερους σπόρους και πήγε να τους σπείρει  σε όλα τα χωράφια, για να μη μείνει κανείς πεινασμένος. Όταν θα βλάσταινε το σιτάρι, θα το θέριζαν, θα το άλεθαν στους μύλους να το κάνουν αλεύρι κι ύστερα ψωμί, να φάνε, να χορτάσουν και να είναι ευχαριστημένοι.

Έσπερνε κι έσπερνε όλη μέρα ο καλός γεωργός ανοιγοκλείνοντας σαν φτερούγα πουλιού το χέρι του κι άλλοι σπόροι έπεφταν στο δρόμο, άλλοι στις πέτρες, άλλοι στ’ αγκάθια κι άλλοι σε χώμα καλό…”

3ο. «… Ζούσε που λέτε, καποτε ένας ψαράς. Φτωχός άνθρωπος ήταν, οικογένεια δεν είχε, κάθε χάραμα πήγαινε για ψάρεμα κι ύστερα πουλούσε τα ψάρια του στην αγορά για να ζήσει. Ποτέ του δεν παραπονέθηκε για τίποτα, κακό λόγο για άνθρωπο δεν είπε. Η ζωή του κυλούσε ήσυχη σαν το νερό στ’ αυλάκι.

 Ήρθε όμως μια μέρα που δεν έπιασε κανένα ψάρι. Όχι να πουλήσει δεν είχε, μα ούτε να φάει. Γύρισε στο σπίτι του κι έπεσε νηστικός να κοιμηθεί. Την άλλη μέρα, πάλι έριξε τα δίχτυα του μα πάλι δεν έπιασε τίποτα. Δεύτερο βράδυ νηστικός. «Υπομονή», είπε με το νου του, «δε γίνεται να τέλειωσαν όλα τα ψάρια της θάλασσας, κάτι θα πιάσω αύριο». Κι όμως, ούτε την τρίτη μέρα η τύχη του άλλαξε. Η νύχτα τον βρήκε να περιμένει μάταια μέσα στη βάρκα, ώσπου τον πήρε το παράπονο κι άρχισε να κλαίει…
Άξαφνα, μέσα απ’ το νερό πετάγεται ένα χρυσόψαρο που μ’ ανθρώπινη φωνή του λέει:
-      Μη χύνεις άδικα δάκρυα ψαρά. Αν δεν πιάνεις ψάρια δεν είναι που στέρεψε η θάλασσα, αλλά που ο Θεός θέλει να τον βρεις και να τον ακολουθήσεις… ”


“Ο Καλλίστρατος και το χωράφι της καρδιάς” της Βασιλικής Νευροκοπλή σε εικονογράφηση της Αθηνάς Ρομπιέ κυκλοφορεί από την Ελληνική Βιβλική Εταιρεία σε όλα τα βιβλιοπωλεία την Δευτέρα 26 Νοεμβρίου.

Η ζωή μου και η τέχνη μου - μια μινιατούρα του 14ου αι. γ΄ μέρος- Β. Νευροκοπλή στον Φιλόλογο





"... Κι έρχεται μια μέρα, χωρίς να ξέρω ακριβώς το πώς και το γιατί, που συμβαίνει το τρίτο μου μεγάλο ξύπνημα. Υπακούω σε μια εσωτερική μου φωνή που μου υποδεικνύει πως αφού δεν μπορώ ν’ αλλάξω τον κόσμο και να τον κάνω να διαβάζει ποίηση, άρα και να την εκδίδει, πρέπει ν’ αλλάξω εγώ. Να βρω μια γλώσσα που οι άνθρωποι καταλαβαίνουν και αγαπούν, να γράψω κάτι που οι εκδότες θα θέλουν να εκδώσουν, και χωρίς να κάνω εκπτώσεις στην ουσία μου, θα μπορώ να πω αυτό που θέλω αλλά μ’ έναν νέο τρόπο. Έτσι γίνεται η στροφή μου στο παραμύθι, ενώ παράλληλα γράφω διηγήματα και μικρά πεζά, μια εργασία που κρατάει δέκα χρόνια, περίπου, και θα αποτελέσει το βιβλίο μου Σε τέμπο κόκκινο και θα εκδοθεί το 2008 από τις εκδόσεις Λιβάνη.

Από τη μια μεριά η αγάπη μου προς το είδος του παραμυθιού και την παρηγορητική του διάσταση και από την άλλη η εμμονή που με χαρακτηρίζει στην διόρθωση των κειμένων, δεν μου επέτρεψαν μέχρι σήμερα να εκδώσω άλλο μεγάλο βιβλίο και αμφιβάλλω πολύ αν θα μου το επιτρέψουν από δω και πέρα. Κάθε μου παραμύθι το διορθώνω περίπου έναν χρόνο, κάποια και δύο. Η διόρθωση είναι για μένα η επώδυνη χαρά της αφαίρεσης στην τέχνη και στη ζωή μου. Η λείανση του εσωτερικού μου κόσμου που αποτελείται από λέξεις, ώστε αυτό που θα προκύψει στο τέλος να είναι όσο πιο απλό γίνεται, σαφές και περιεκτικό. Να μην σκοντάφτει πουθενά. Να κυλά ανεμπόδιστα σαν γάργαρο νερό. Δίχως να το καταλαβαίνω, περισσότερο κι απ’ το νόημα όσων γράφω με ενδιαφέρει εν τέλει, η μουσική της γλώσσας.

Το είδος του παραμυθιού με το οποίο καταγίνομαι θα μπορούσε να ονομαστεί “ποιητικό παραμύθι”. Έτσι άνοιξε το 2007 η στενωπός του εκδοτικού κόσμου με το πρώτο μου παραμύθι, το Αν τ’ αγαπάς ξανάρχονται και μετά ακολούθησαν τα υπόλοιπα.

Πριν από δύο χρόνια χαιρέτησα την δημόσια εκπαίδευση. Διατηρώ πλέον μαζί της το καλύτερο και πολυτιμότερο κομμάτι της, αυτό της σχέσης μου με τα παιδιά μέσω των προσκλήσεων που δέχομαι για παρουσιάσεις των παραμυθιών μου στα σχολεία.

Όπως, όταν παρακολούθησα εκείνη την “μοιραία” πρόβα που μ’ έκανε να στραφώ στο θέατρο είπα πως, αν υπήρχε ένα επάγγελμα που να λέγεται “θεατής προβών”, αυτό θα επέλεγα, έτσι αργότερα είπα, πως με όλη μου την καρδιά θα ασκούσα ένα επάγγελμα που να λέγεται “αφήγηση παραμυθιών”. Ανέφικτά και τα δύο, τουλάχιστον ως επαγγέλματα. Ωστόσο, το δεύτερο, μ’ έναν τρόπο το εξασκώ κι ας μην θεωρείται επάγγελμα, είναι όμως αυτό που μου δίνει ξεχωριστή χαρά, και αισθάνομαι πως παρέχω έτσι τον εαυτό μου στις υπηρεσίες των παιδιών, διδασκόμενη απ’ αυτά την αθωότητα και την καθαρότητα της καρδιάς τους, που είναι και το μόνο πράγμα για το οποίο εκτιμώ τον χώρο της εκπαίδευσης, που κατά τα άλλα είναι για μένα ένα ακόμη σύστημα συλλογικότητας που συνθλίβει τους ανθρώπους. Σήμερα αν ήταν να επιλέξω μια δουλειά δεν θα ήταν καμιά απ’ όσες προανέφερα. Νομίζω πως, όσο κι αν ακούγεται παράδοξο ή ενδεχομένως και αστείο, περισσότερο απ’ όλα θα μου άρεσε να είμαι νεωκόρος σε μια βυζαντινή εκκλησία.

Φαίνεται πως η προσπάθειά μου να γεφυρώσω τους αιώνες δεν πέτυχε. Και ίσως γι’ αυτό επέστρεψα και πάλι, δίχως να το συνειδητοποιήσω, στον 14ο αιώνα, όχι όμως αυτή τη φορά στον ναό των 12 Αποστόλων, αλλά στους ναούς του αγίου Νικολάου Ορφανού και της μονής Βλατάδων που είναι της ίδιας περιόδου και αποτελούν εδώ και 15 χρόνια το δεύτερο κέντρο της ζωής μου. Θα μπορούσα να πω, κάπως χαριτολογώντας, πως αν ο πρώτος ναός αποτέλεσε το πατρικό μου σπίτι, ο άγιος Νικόλαος με τη μονή Βλατάδων αποτελούν τις εξοχικές μου κατοικίες. Σήμερα δεν θα εξέδιδα το βιβλίο με “τα εκδοτικά μου όχι”, ούτε τα ποιήματα που αφορούσαν σε μια μάλλον θλιμμένη περίοδο της ζωής μου. Δεν μ’ ενδιαφέρει ούτε να εκθέσω αλλά ούτε και να λυπήσω κανέναν. Αντιθέτως, με ενδιαφέρει πάρα πολύ και αποκλειστικά η παρηγοριά και η ελπίδα, που κυρίως το παραμύθι ως είδος προσφέρει, πρώτα σ’ εμένα και μετά στους άλλους.

Η ζωή μου και η τέχνη μου διέονται από την αυτάρκεια των μικρών πραγμάτων. Η ζωή μου εστιάζεται στην οικογένεια, και στους λιγοστούς στενούς και ακριβούς μου φίλους, και η τέχνη μου στα μικρά κείμενα των παραμυθιών. Όλα αυτά έχουν επίκεντρο την Κυριακή και την θεία λειτουργία της στους εξοχικούς ναούς μου. Γι’ αυτό και έδωσα σ’ αυτό το κείμενο τον τίτλο: η ζωή μου και η τέχνη μου, μια μινιατούρα του 14ου αι.

Και εδώ θα σταματήσω να μιλώ για μένα. Βρίσκομαι για μια ακόμη φορά σε μια στροφή της ζωής μου που δεν ξέρω τι θα μου αποκαλύψει, οπότε δεν μπορώ να μιλήσω γι’ αυτό. Δεν έχω άλλα να πω. Νομίζω πως είναι προτιμότερο να σας διαβάσω κάποια αποσπάσματα των βιβλίων μου, ή αν έχετε διάθεση και να σας αφηγηθώ ένα παραμύθι.

Σας ευχαριστώ θερμά."


Γ΄ και τελευταίο μέρος της ομιλίας μου στο "Σπίτι του Φιλολόγου", Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2012, 8.15μμ. 

Monday, November 19, 2012

Η ζωή μου και η τέχνη μου - μια μινιατούρα του 14ου αι. β΄μέρος - Β. Νευροκοπλή στον Φιλόλογο



"... Όλα αυτά τα χρόνια, αλλά και τα δύσκολα χρόνια της ενηλικίωσης που ακολούθησαν ήταν σαν να βρισκόμουν μέσα σε ένα όνειρο. Ένα όνειρο που ίσως με περιτύλιγε και ως δίχτυ ασφαλείας, αν σκεφτεί κανείς πως ήμουν ένα πάρα πολύ αυθόρμητο, παρορμητικό και άφοβο παιδί. Θυμάμαι τον εαυτό μου πάντα απορημένο και συχνά σε έκσταση. Είχα μια παράξενη σχέση με την γύρω μου πραγματικότητα. Για να γίνω πιο ακριβής, νομίζω πως δεν είχα κάποια σχέση με τον ρεαλισμό. Σαν να μη με άγγιζε, σαν να μην μετείχα σ’ αυτόν, να μην τον καταλάβαινα. Ακόμη και τα πρώτα μου ερωτικά σκιρτήματα μέσα σ’ αυτό το όνειρο έλαβαν χώρο.

Μετά τα δεκαοχτώ αρχίζουν τα πρώτα μου ξυπνήματα. Μέσα ή έξω απ’ το όνειρο, δεν ξέρω. Αισθάνομαι τις αφυπνίσεις, αλλά δεν είμαι καθόλου βέβαιη για τον τόπο στον οποίο συντελούνται. Ακόμα δεν είμαι βέβαιη αν δεν είναι όλη η ζωή ένα όνειρο ή πολλά όνειρα μέσα στα οποία μπαινοβγαίνουμε όπως σε δωμάτια που μπορεί να διαφέρουν μεταξύ τους, αλλά παραμένουν εσωτερικοί χώροι του ίδιου σπιτιού.

Η εισαγωγή μου στο Παιδαγωγικό, δεν αποτελεί κάποια συνειδητή επιλογή μου. Δεν είχα καμία εγνωσμένη συνείδηση τότε για να έχω και συνειδητή επιλογή. Η ζωή ήταν πολύ πιο απλή και τα πράγματα όλα απλά στα μάτια μου. Αφού ήταν εκπαιδευτικός ο πατέρας μου -εκτός από ιερέας-, η εκπαίδευση ήταν η κυρίαρχη ροπή όλης της οικογένειας, ροπή μάλλον ισχυρή αφού την ακολουθήσαμε και τα πέντε παιδιά.

Το πρώτο μου ξύπνημα έρχεται με τον πρώτο μου αληθινό δάσκαλό, τον Χρίστο Τσολάκη. Ακούγοντάς τον, πρώτη φορά ανοίγεται ένας κόσμος μπροστά μου στον οποίο θέλω οπωσδήποτε να μπω. Ο κόσμος της γνώσης που περπατά χέρι χέρι με την αρετή. Ο αγαπημένος μου δάσκαλος έχει κάτι που δεν το έχω συναντήσει μέχρι τότε. Δεν μιλά εξωτερικεύοντας στους φοιτητές του τις γνώσεις του, όπως κάνουν όλοι οι ακαδημαϊκοί, αλλά μιλά μάλλον περισσότερο σαν ένας ερημίτης. Κάθε του λέξη αναδύεται από την καρδιά του. Το βλέμμα του είναι στραμμένο εντός του. Λέξη που δεν κατοικεί εκεί και δεν βαπτίζεται εκεί, δεν ειπώνεται. Γι’ αυτό και επικοινωνεί καρδιακά με τους φοιτητές του. Μαζί του και εξαιτίας του, ξυπνά η έως τότε ναρκωμένη μου φιλομάθεια.

Ο διορισμός μου σ’ ένα ιδιωτικό σχολείο αμέσως μόλις τελειώνω τις σπουδές μου στο Παιδαγωγικό, θα αποτελέσει μια από τις πικρότερες εμπειρίες μου, και παράλληλα την αιτία για το επόμενο βήμα μου ή αν θέλετε δεύτερο ξύπνημα, στον χώρο του θεάτρου. Μέσα στο ανάλγητο σύστημα της ιδιωτικής εκπαίδευσης θα αναζητήσω νέους τρόπους επικοινωνίας με τα παιδιά κι έτσι θα στραφώ στο θεατρικό παιχνίδι. Μία συγκυρία θα με οδηγήσει στην παρακολούθηση μιας θεατρικής πρόβας του σκηνοθέτη Θεόδωρου Εσπίριτου στα Χανιά. Αυτό που ζω εκεί συγγενεύει με το κλίμα των μυστηρίων της εκκλησίας και ως εκ τούτου με αφορά απόλυτα. Το ίδιο βράδυ αποφασίζω να σπουδάσω θέατρο, μη έχοντας παρακολουθήσει ποτέ μέχρι τότε μία θεατρική παράσταση και μη έχοντας διαβάσει ούτε ένα θεατρικό έργο. Το επόμενο πρωί μού συμβαίνει απανωτά ένα δεύτερο απροσδόκητο σοκ. Γράφω το πρώτο μου ποίημα. Ήμουν γύρω στα 25. Για τα επόμενα 15 χρόνια θα γράφω σχεδόν κάθε μέρα.

Μετά από τις καταταρκτήριες εξετάσεις που δίνω στο Τμήμα Θεάτρου τρεις μήνες μετά την πρόβα που άνοιξε μέσα μου τον σφραγισμένο, μέχρι τότε, χώρο της έκφρασης, σπουδάζω θέατρο πελαγοδρομώντας από μάθημα σε μάθημα με σπουδαίους καλλιτέχνες που ωστόσο δεν μπορούσαν να μεταδώσουν την γνώση μέσα στο ακαδημαϊκό πλαίσιο που τοποθετήθηκαν. Στην πορεία, από την υποκριτική, την οποία επιλέγω στην αρχή, στρέφομαι στην σκηνογραφία. Συναισθανόμενη μάλλον την ευάλωτη, ίσως και ονειρική μου φύση, γυρεύω ένα πιο στέρεο έδαφος κι έτσι από την άυλη υποκριτική περνώ στην υλική, χειροπιαστή τέχνη του σκηνογράφου. Με τους θεωρητικούς του θεάτρου έχω διαρκώς αντιρρήσεις, δεν καταλαβαίνω τις θεωρίες τους, και μάλλον γι’ αυτό τελειώνοντας τη σχολή γράφω το πρώτο μου βιβλίο, το Εγώ ο Άλλος, δινοντας έτσι, την προσωπική μου απάντηση στο τι είναι θέατρο.

Στο δίλημμα, αν θα εργαστώ ως ηθοποιός ή ως δασκάλα, επιλέγω το δεύτερο ισως για λόγους βιοποριστικούς, ίσως επειδή οι θεατρικές σκηνές της Θεσσαλονίκης δεν με ικανοποιούν, ίσως όμως και από φόβο μπροστά στο ρευστό της φύσεως του ηθοποιού, και το 1996 ξεκινώ να εργάζομαι στη δημόσια εκπαίδευση.

Έχουν προηγηθεί κάποιες ενδιαφέρουσες διώξεις. Ξαναγυρνώ πίσω το ρολόι του χρόνου. Στα έντεκα με διώχνουν από την “Οσία Ξένη”, μία παρεκκλησιαστική οργάνωση, στα δεκαέξι μου από μία δεύτερη τον “Σωτήρα”, στα εικοσιτέσσερα από το ιδιωτικό σχολείο. Οι συλλογικότητες με συνθλίβουν, αλλά αποδεικνύεται πως όσο δεν τις αντέχω εγώ, άλλο τόσο δεν με υποφέρουν κι εκείνες. Ανοίγει ο δρόμος προς τη μοναχικότητα, και μοιάζει πως αυτός είναι και ο δρόμος που μου ταιριάζει.

Γράφω κυρίως ποίηση και στέλνω στους εκδότες τις ποιητικές συλλογές μου. Λαμβάνω κατά καιρούς τυπικές, αρνητικές και ανούσιες επιστολές. Απογοητεύομαι, οι απογοητεύσεις διαρκούν καιρό και περνούν τα χρόνια.

Θέλω να μιλήσω και να μ’ ακούσουν. Θέλω να μοιραστώ αυτά που γράφω και οι πόρτες είναι κλειστές. Αυτό με πνίγει και καλλιεργεί την πιθανότατα έμφυτη ανασφάλειά μου. Γνωρίζω όμως καλά πως δεν γράφω για μένα. Δεν μου αρκεί να συσσωρεύονται τα χειρόγραφα στο στυρτάρι μου ή να τα διαβάζω στους φίλους μου. Κάποια στιγμή οι αρνητικές επιστολές δεν με πικραίνουν πλέον. Γελώ και λέω στους φίλους μου πως μια μέρα θα βγάλω ένα βιβλίο που θα λεγεται “Τα εκδοτικά μου Όχι”. Στρέφομαι όμως και στη μουσική. Αυτό συμβαίνει εξαιτίας μιας ασθένειας που ο ερχομός της ανατρέπει τη ζωή μου. Σπουδάζω, ανεπιτυχώς μουσική, προκειμένου να κερδίσω ένα έδαφος που αισθάνομαι πως χάνω. Προσπαθώ να μάθω ούτι για δύο χρόνια, κανονάκι για έναν χρόνο, κρουστά για άλλα δύο και για δύο χρόνια κάνω μαθήματα τραγουδιού με μια σπουδαία δασκάλα, την Αναστασία Κουμπάκη, που φεύγει απροσδόκητα από τη ζωή μετά από οξεία λευχαιμία. Η μουσική περίοδος της ζωής μου κλείνει οριστικά με τον αφνίδιο θάνατό της..."



Β΄ μέρος της ομιλίας στο "Σπίτι του Φιλολόγου", Πέμπτη 15 Νοεμβρίου, 8.15μμ. Θα ακολουθήσουν άλλα δύο μέρη που θα δημοσιευθούν στις 19/11 και 21/11. Το Γ΄μέρος θα δημοσιευθεί την Τετάρτη 21 Νοεμβριου.


Sunday, November 18, 2012

Σχόλιο στην παραβολή του άφρονος πλουσίου


Kυριακή Θ’ Λουκά

Νοεμβρίου 18, 2012

(Λουκ. 12,16-21)

Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην
· 16. ἀνθρώπου τινὸς πλουσίου εὐφόρησεν ἡ χώρα·
17. καὶ διελογίζετο ἐν ἑαυτῷ λέγων· τί ποιήσω, ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τοὺς καρπούς μου;
18. καὶ εἶπε· τοῦτο ποιήσω· καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας καὶ μείζονας οἰκοδομήσω, καὶ συνάξω ἐκεῖ πάντα τὰ γενήματά μου καὶ τὰ ἀγαθά μου,
19. καὶ ἐρῶ τῇ ψυχῇ μου· ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου.
20. εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Θεός· ἄφρων, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ· ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;
21. οὕτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ, καὶ μὴ εἰς Θεὸν πλουτῶν· ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω





Σχόλιο στην παραβολή του άφρονος πλουσίου


Ο ένας ήταν της χώρας του καμάρι
Ο άλλος η ντροπή της

Τι να κάνω για να συγκεντρώσω τα πλούτη μου, αναρωτήθηκε εκείνος

Πού περισσεύει τόπος να σταθώ, σκέφτηκε αυτός

Θα γκρεμίσω τις αποθήκες μου να χτίσω μεγαλύτερες για τη σοδειά μου, ο ένας

Τις προσδοκίες στο ένα μου παπούτσι θα στριμώξω, ο άλλος

Κι ύστερα θα πω στην ψυχή μου πως φτάνουν τα αγαθά της για να ζήσει χρόνια, 
ξεκουράσου, θα της πω, τρώγε, θα πω,
πίνε και απόλαυσέ τα μόνος, ο πρώτος

Ο δεύτερος τίποτα δεν είπε, δε σκέφτηκε τίποτα
Το στόμα του είχε γίνει κρύσταλλο,
η σκέψη του διάφανο πετράδι

Και ήρθε η ώρα του Θεού
Την απλησία του πλούσιου να διασκεδάσει παίρνοντας ψυχή του,
την πείνα του φτωχού να παρηγορήσει στο τραπέζι Του.

……

- Και πού τον είδες τον δεύτερο
μες στην παραβολή του άφρονα;

- Φώλιαζε άστεγο πουλί
μέσα στις αποθήκες που γκρεμίστηκαν,
μου εκμηστηρεύτηκε η μπουλντόζα.





Θεσσαλονίκη 16/11/12 







  

Saturday, November 17, 2012

Η ζωή μου και η τέχνη μου, μια μινιατούρα του 14ου αι. α΄ μέρος - Β. Νευροκοπλή στον Φιλόλογο



"Αν τον Μάιο, όπου είχε οριστεί αρχικά αυτή η εκδήλωση, μου ήταν μια φορά δύσκολο να ανταποκριθώ στην μεγάλη τιμή που μου έκανε ο “Φιλόλογος” να με προσκαλέσει προκειμένου να μιλήσω για τη ζωή και το έργο μου, σήμερα μου είναι αφάνταστα δυσκολότερο. Βλέπετε, όταν αποδέχτηκα την πρόσκληση, έχοντας επίγνωση πως δεν αξίζω τέτοια τιμή, το έκανα αποκλειστικά και μόνο από αγάπη στον Χρίστο Τσολάκη που δε στάθηκε μόνον ο αγαπημένος μου δάσκαλος, αλλά και πατέρας και φίλος. Τώρα, ανάμεσά μας, δε φωτίζει πια το απαστράπτον πρόσωπό του, έχω όμως τη βεβαιότητα πως είναι παρών και χαίρεται μαζί μας. Επιτρέψτε μου να αφιερώσω αυτή την εκδήλωση, την παρουσία μου και τις λέξεις που θα ακολουθήσουν, στη μνήμη του.

Θα σας πω λίγα πράγματα για την ζωή μου, όχι γιατί δεν θα ήθελα να μιλήσω αναλυτικότερα, αλλά γιατί ακόμα δεν την γνωρίζω αρκετά. Αν και οι περισσότεροι θεωρούν ως άγνωστο το μέλλον, για μένα είναι άγνωστο, εν πολλοίς, και το παρελθόν. Μεγαλώνοντας το γνωρίζω και μέρα με τη μέρα γίνεται μέσα μου πιο ευανάγνωστο. Ίσως γιατί αυτό που ευθύνεται για την ανατροφή μου, κυρίως, είναι το μυστήριο. Ίσως πάλι γιατί τα ουσιαστικότερα πράγματα της ζωής μας, για κάποιον λόγο, προτιμούν να παραμένουν μυστικά.

Συχνά με ρωτούν τα παιδιά, όταν πηγαίνω για παρουσιάσεις των βιβλίων μου στα σχολεία, πώς έφτιαξα μια τέτοια “καριέρα”. Πάντοτε γελάω με τέτοιου είδους ερωτήσεις. Γελάω καταρχάς γιατί στα παιδιά αρέσει να χρησιμοποιούν εντυπωσιακές λέξεις που δεν τις πολυκαταλαβαίνουν, γελώ γιατί μια καλή απάντηση θα ήταν πως εδώ και 25 χρόνια ζω χωρίς τηλεόραση, και άρα έχω να γεμίζω άπλετο χρόνο, -που ποτέ δεν μου έφτανε για όλα αυτά που ήθελα-, αλλά κυρίως διότι στην πραγματικότητα ποτέ δε μ’ ενδιέφερε να φτιάξω καμιά "καριέρα", -η λέξη αυτή μέχρι σήμερα είναι απολύτως έξω από το υπαρξιακό μου σύμπαν, δεν την κατανοώ καν-. Δεν έκανα ποτέ κάτι βάση συγκεκριμένου πλάνου, σχεδίου, σκοπού και στόχου. Ούτε τα πτυχία μ’ ενδιέφεραν ποτέ, ούτε αυτό στο οποίο μεταφράζονταν. Απλώς, ήμουν και παραμένω, μάλλον, ένας άνθρωπος φιλομαθής. Αυτό είναι όλο. Ενδεχομένως και ανήσυχος. Σε κάθε φάση της ζωής μου, που κρατά συνήθως μια πενταετία, αν διακρίνω καθαρά –δεν έχω και καλή σχέση με τον χρόνο, με την έννοια της αριθμητικής καταμέτρησής του-, όλο και κάτι μ’ ενδιέφερε, όλο και κάτι με γοήτευε τόσο πολύ, που χωρίς δεύτερη σκέψη άλλαζα κατεύθυνση και προσανατολισμό και προσπαθούσα να το μάθω, να το καταλάβω, να το οικειωθώ, να εκφραστώ μέσα απ’ αυτό.


Ας τα πάρουμε όμως από την αρχή οροθετώντας με μεγάλη αυθαιρεσία αυτή την αρχή για την οποία δεν ειμαι καθόλου βέβαιη. Είπα πως αυτό που κυρίως με ανάθρεψε ήταν το μυστήριο. Ποιο μυστήριο; Αποτελώ το τρίτο παιδί μιας πολύτεκνης ιερατικής οικογένειας. Είμαστε πέντε αδέρφια. Αν όμως θελήσω να θυμηθώ το σπίτι των παιδικών μου χρόνων, ο νους μου αθέλητα δε θα τρέξει πρώτα στο παιδικό μου δωμάτιο, στο σαλόνι ή στην κουζίνα, αλλά στον ναό των 12 Αποστόλων στο Βαρδαρι. Εκεί υπηρέτησε ο πατέρας μου ως ιερέας με το που ήρθε η οικογένειά μου από τις Σέρρες τη χρονιά που γεννήθηκα, το 1968, κι εκεί παρέμεινε για 12 χρόνια. Εκεί, λοιπόν, πέρασα κι εγώ τα πρώτα 12 χρόνια της ζωής μου, σε Κυριακές, γιορτές και αγρυπνίες όπου κοιμόματαν με τ’ αδερφια μου στις καρέκλες ή στα χαλιά του ναού ο ένας πάνω στον άλλο.

Μέσα σε μια πολύτεκνη οικογένεια είναι δύσκολο ένα παιδί να νιώσει ξεχωριστό, -κάτι που νομίζω συντελεί καίρια στην ανάπτυξή του. Δεν μπορεί να έχει την αποκλειστικότητα της αγάπης των γονιών του. Είναι φύση αδύνατον αυτό. Μέσα στον ναό των 12 Αποστόλων όμως, εγώ ένιωθα αυτό ακριβώς. Την αποκλειστικότητα της αγάπης των αγίων. Παράλληλα, αισθανόμουν μια ακέραιη ασφάλεια και προστασία που τίποτα δεν μπορούσε να την διασαλεύσει. Μία αγάπη αδιάπτωτη και ολόκληρη. Μια ζεστασιά και μια θαλπωρή που νομίζω πως με καθόρισαν απόλυτα. Σήμερα συνειδητοποιώ, πως αν και ήμασταν μάλλον μια φτωχή οικογένεια, εξαιτίας αυτού του μεγαλόπρεπου ναού εγώ μεγάλωσα με το αίσθημα μιας μικρής πριγκίπισσας, που ζει σ’ ένα παλάτι δικό της, με τεράστια αυλή και κήπο. Ο ναός αυτός ήταν στ’ αλήθεια δικός μου, γιατί έτσι τον ένιωθα. Ήμουν παιδί του. Άπλετος χώρος που με χωρούσε δίχως να με περιορίζει σε τίποτα. Τα παιχνίδια μου ήταν τα κεριά, ο κήπος με τις τριανταφυλλιές και τις δάφνες που πότιζα, το τρέξιμο στον μεγάλο του περίβολο, το κρυφτό μου πίσω απ’ τις τεράστιες κολόνες, η μουσική μου οι γλυκιές  ψαλμωδίες,  το νανούρισμά μου σ’ αυτήν την τότε ακατανόητη γλώσσα που αντί να με κάνει να βαριέμαι, μάλλον με εξοικείωνε ανεπαίσθητα με το Ακαταληπτο που λειτουργεί στην ψυχή παρηγορητικά και θαυμαστά, όντας πέρα από το αντιληπτό και κατανοητό που συχνά μας τραυματίζει ως φορέας δεσμών, παθών και αδυναμιών.

Αυτός ο ναός ήταν το κέντρο της παιδικής μου ηλικίας. Όλα τα υπόλοιπα, το σχολείο, η ζωή στην οικογένεια και στη γειτονιά, το πέρασμά μου από τις “χριστιανικές” οργανώσεις, ήταν παρενθέσεις. Ολόκληρη, υπήρχα, ανέπνεα και χαιρόμουν μέσα σ’ αυτόν τον μοναδικό ναό της χρυσής Παλαιολόγειας εποχής. Σκέφτομαι σήμερα πως ίσως και γι’ αυτό εκ των υστέρων ένιωθα πάντα εκτός εποχής… Μεγάλη η απόσταση από τον 14ο αι έως τον εικοστό πρώτο…"





Α΄ μέρος της ομιλίας στο "Σπίτι του Φιλολόγου", Πέμπτη 15 Νοεμβρίου, 8.15μμ. Θα ακολουθήσουν άλλα δύο μέρη που θα δημοσιευθούν στις 19/11 και 21/11.