Labels

Wednesday, October 31, 2012

Καλό μήνα με Τάσο Λειβαδίτη!



... Το βράδυ έχω βρει έναν ωραίο τρόπο να κοιμάμαι.
Τους συγχωρώ έναν έναν όλους.
Άλλοτε πάλι θέλω να σώσω την ανθρωπότητα,
αλλά εκείνη αρνείται.
Όμως απόψε, βιάζομαι απόψε,
να παραμερίσω όλη τη λησμονιά
και στη θέση της ν' ακουμπήσω,
μια μικρή ανεμώνη.
Κύριε αμάρτησα ενώπιόν σου, 
ονειρεύτηκα πολύ μια μικρή ανεμώνη.
Έτσι ξέχασα να ζήσω.
Μόνο καμιά φορά
μ' ένα μυστικό που το 'χα μάθει από παιδί,
ξαναγύριζα στον αληθινό κόσμο,
αλλά εκεί κανείς δε με γνώριζε.
Σαν τους θαυματοποιούς που όλη τη μέρα
χάρισαν τα όνειρα στα παιδιά
και το βράδυ γυρίζουν στις σοφίτες τους
πιο φτωχοί κι απ' τους αγγέλους.
Ζήσαμε πάντοτε αλλού.
Και μόνο όταν κάποιος μας αγαπήσει
ερχόμαστε για λίγο
κι όταν δεν πεθαίνει ο ένας για τον άλλον
είμαστε κιόλας νεκροί....






Sunday, October 28, 2012

Μοιρολόι Ηπειρώτικο (28η Οκτωβρίου 1940 - Τιμής Ένεκεν)




Πηγή:
http://aerapatera.wordpress.com/2012/10/28/μοιρολόι-ηπειρώτικο-28η-οκτωβρίου-1940-τιμ/

Wednesday, October 24, 2012

Το κορίτσι που αγαπούσε το φεγγάρι - Β. Νευροκοπλή

Ταξιδεύοντας στο χρώμα και στο φως - Έκθεση ζωγραφικής



ταξιδέψτε μαζί μας
στο χρώμα και στο φως

μέσα από τις υδατογραφίες της Βάσως Γώγου

εγκαίνια έκθεσης
Δευτέρα 22 Οκτωβρίου, 19.00 – 22.00
στην αίθουσα τέχνης Πόρτα
του εστιατορίου Kuzina, οδ. Αδριανού 9, Θησείο

στις 20.30 το Κουαρτέτο Εγχόρδων Αθηνών
θα ερμηνεύσει το Κουαρτέτο εγχόρδων σε σολ ελάσσονα, έρχο 10, του C. Debussy

τιμή πρόσκλησης 8 ευρώ (με ένα ποτήρι κρασί)

ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ η τηλεφωνική κράτηση πρόσκλησης στο τηλ. 6932338491 (υπεύθυνη: Νίκη Δούση)

Τα έσοδα θα διατεθούν εξ΄ ολοκλήρου για την ενίσχυση του ιστορικού Ναού Αγίου Φιλίππου Βλασσαρούς στο Θησείο και την αποπεράτωση σημαντικών εργασιών συντήρησής του.

Διάρκεια έκθεσης: 22 Οκτωβρίου - 18 Νοεμβρίου



Thursday, October 18, 2012

Τα ποιήματα




Μες στο σκοτάδι
έκλαψαν από πείνα
για την αλήθεια

Τα όνειρά τους
έπεσαν να κοιμηθούν 
ορφανά από φως

Ξύπνησαν παιδιά
μες στη γαλάζια κούνια
του Ποιητή τους




Tuesday, October 9, 2012

Η απόδραση των δαχτύλων







Τις νύχτες τα δάχτυλά μου δραπετεύουν. Όχι όλα. Τα εφτά απ’ τα δέκα. Καθένα παίρνει το δρόμο του κι όχι πάντα τον ίδιο. Δεν με ρωτούν -κι ούτε που θα ’θελα.

Το πρώτο τραβά ν’ ανοίξει δρόμο ανάμσεσα στα χορτάρια να περάσουν ανεμπόδιστα οι μέρμηγκες της επόμενης μέρας που κουβαλούν στην μικρή τους πλάτη τα βάρη της επιβίωσης.

Το δεύτερο βουτά στη θάλασσα αναζητώντας τα μικρά ψάρια που θα καταβροχθιστούν από τα μεγαλύτερα να τα γαργαλέψει κάτω από τα βράγχια για να ξεκαρδιστούν στα γέλια πριν αφήσουν την τελευταία τους πνοή που ήταν τόσο σύντομη και όμορφη η ζωής τους.

Το τρίτο σκαρφαλώνει στα φτερά των πουλιών για να πετάξει ψηλά, όσο ψηλότερα γίνεται, να φτάσει στο αφτί των νεφών και να τους ιστορήσει παραμύθια του χώματος για να συγκινηθούν, να κλάψουν, να μην αφήσουν απότιστη τη γη και δεν ανθίσουν τα λουλούδια της.

Το τέταρτο πηδά από δέντρο σε δέντρο κι από κορφή σε κορυφή, προτιμά τα μεγάλα και ακίνητα σαν τα κυπαρίσσια, τις οξιές, τις ψιλόλιγνες λεύκες, και τινάζει τα ψηλά κλαδιά τους που δεν ξέρουν από ανθρώπινο άγγιγμα, τα ξεσκονίζει, τα γυαλίζει, τα φιλά, κι εκείνα αντανακλούν και πάλι σαν πριν αιώνες τα χρώματα των αστραπών και των ηλιαχτίδων.

Το πέμπτο τρέχει στα στενοσόκακα, τα καλντερίμια, τους χωματόδρομους και αναποδογυρίζει όποιες πέτρες βρει μπροστά του να ξεμουδιάσουν, να κυλίσουν, να προχωρήσουν λίγο παρακάτω, ή τις ανασηκώνει για να κρυφοκοιτάξουν μια στάλα απ’ τα παράθυρα τη ζωή των ανθρώπων την ώρα που τρώνε, κοιμούνται, αγκαλιάζονται. Θέλει όλες οι πέτρες να πάρουν μια γεύση υψηλότερη απ’ τις σόλες των παπουτσιών που τις τσαλαπατούν ή τις κλωτσούν.

Το έκτο τρυπώνει στα δωμάτια των παιδιών και τραβά τα σεντόνια και τις κουβέρτες τους, ρίχνει κάτω τα μαξιλάρια τους, γαργαλεύει τις πατούσες τους, τα λευκά και μαύρα λαιμουδάκια τους, τις τρομαγμένες σφιχτές τους χούφτες για να ξεδιπλωθούν τα μικρά τους σώματα και να ξεκλειδωθούν τα όνειρά τους, επιτέλους να πετάξουν όπου τραβά η ψυχή τους μες στη μαύρη νύχτα.

Και το έβδομο, αφού πρώτα προπονείται σκληρά, παίρνει φόρα κι εκτοξεύεται στ’ αστέρια. Εκεί στρώνει το χρυσό τραπέζι για τ' αδέρφια του που θα καταφτάσουν να γευματίσουν μόλις τελειώσουν τις δουλειές τους. Λίγο πριν φέξει τα εφτά μου δάχτυλα κάθονται γύρω απ' το τραπέζι τ' ουρανού. Το έβδομο διευθύνει σαν μαέστρος την κουζίνα με όλους τους σεφ και σερβιτόρους με τις χρυσές τους σκούφιες στην πιο γαστρονομική κουζίνα του σύμπαντος.

Μεγάλο πανηγύρι γίνεται εκεί πάνω κάθε βράδυ μετά από τόση δουλειά που πέφτει από τα εφτά μου δάχτυλα.
Με την πρώτη αχτίδα του ήλιου όλα θα επιστρέψουν με ταχύτητα φωτός πάλι στα χέρια μου να ενωθούν με τα άλλα τρία αδέρφια τους που δεν κουνήσαν ρούπι όλη νύχτα μιας κι αυτά είναι οι φύλακες και σαν καλοί φύλακες μένουν στο πόστο τους ακίνητα και ενωμένα με το βλέμμα τους, την προσοχή και την έννοια τους στα εφτά που λείπουν και στο υπόλοιπο σώμα που κοιμάται ανυποψίαστο για τους νυχτερινούς δραπέτες των μελών του.

Μόνο το πρωί σαν το σώμα ξυπνά κουνά ασυναίσθητα όλα τα δάχτυλα, κι άλλα τα βρίσκει λίγο πιασμένα σαν αγκυλωμένα από ακινησία, άλλα βρεγμένα, άλλα κρύα, άλλα κουρασμένα και δεν ξέρει τι να υποθέσει και τι να φανταστεί για λόγου τους. Κι ύστερα κάτι παράξενο στις φλέβες, κι ύστερα κάτι αλλόκοτο στα αγγεία, λίγο μετά σκέψεις αλλοπρόσαλες, κυματώδη αισθήματα, αναίτια γέλια, ακαθόριστη χαρά και λέξεις δίχως νόημα, εύηχες δίχως μουσική, τριανταφυλλένιες χωρίς αγκάθια, ροές και παιχνιδίσματα της ίριδας μιας στιγμής που γεννήθηκε στην καρδιά του έναστρου ουρναού και της μαύρης γης από τα δέκα δάχτυλα και συμπικνώνει στο παρόν το τέλος και την αρχή του κόσμου στον απαστράτποντα ιριδισμό της ένωσης των πάντων…






ΥΓ. Αφιερωμένο στη Μαρία Αγιασοφίτη, που έφτιαξε το παραπάνω βίντεο και πρωί πρωί μου το χάρισε.







Saturday, October 6, 2012

Τα αλητήρια θαύματα





Αν είσαι αποδέκτης ή έστω παρατηρητής θαυμάτων, τότε ίσως να έχεις προσέξει πως έξω απ’ το σπίτι σου, συνήθρως, σου στήνουν καρτέρι. Λέγοντας θαύματα μιλώ για τις φευγαλέες στιγμές που σαν αποτέλεσμα μιας επαφής -  τριβής γεννάνε σπίθα, φλόγα, πυρκαγιά που φωτίζει ή καίει γλυκά τα μέσα σου και τον κόσμο όλο τριγύρω σου.

Τα θαύματα προϋποθέτουν τη συνάντηση δύο ετέρων τινών –όχι οπωσδήποτε ανθρώπων. Την προϋποθέτουν χωρίς να αποτελούν και αναγκαστικό επακόλουθό της. Γεννιούνται μέσα στη συναναστροφή του οικείου με το ανοίκειο, του γνωστού με το άγνωστο, του εντός με το εκτός, του είναι με το μη είναι, του εγώ με τον άλλον, του αυτού με το εκείνο. Συνάντηση ανθρώπου και φυσικού ή αφύσικου στοιχείου, ανθρώπου με άνθρώπο, ανθρώπου με Θεό. Γι’ αυτά τα θαύματα μιλώ – πιθανόν υπάρχουν κι άλλα.

Η έλευση των θαυμάτων είναι εξ ορισμού απροσδόκητη, η φύση τους υπερφυσική, η κατανόησή τους ανερμήνευτη, η επενέργειά τους μυστική.
Δεν προγραμματίζονται, δεν παραγγέλονται, δεν κατανοούνται, δεν αντιγράφονται, δεν επαναλαμβάνονται, δεν καταγράφονται, δεν αξιολογούνται. Αδύνατον να αποτελέσουν θέμα συζήτησης ή διαπραγμάτευσης. Αν κάποιος το επιχειρήσει θα τα δει να εξανεμίζονται σαν αέρας που δραπετεύει απ’ το μέχρι πρότινος φουσκωμένο μπαλόνι που από εκθαμβωτικό αερόστατο στους ουρανούς μετατρέπεται σε σιχαμερό σκουπίδι. Αν πάλι κάποιος τα αμφισβητήσει διαλύονται σαν σύννεφα ανήμπορα να υπερασπίσουν τον εαυτό τους, μα και παντελώς αδιάφορα για την επιβεβαίωσή τους.

Η θαυματοποιημένη ύπαρξη –ως πανδοχείο των θαυμάτων- τα αναγνωρίζει αμέσως με όποια μορφή κι αν την επισκεφτούν,  -συχνά προσέρχονται μασκαρεμένα. Συμβιώνει μαζί τους και τους υποτάσσεται σε βαθμό να τους παραδίδεται ολοκληρωτικά -άνευ όρων.
Τα θαύματα μοιάζουν να αναγνωρίζουν με αντίστοιχη ευκολία τη φιλόξενη ύπαρξη. Την τροφοδοτούν σαν τροφός μέσω ενός υπόγειου ομφάλιου λώρου, την ξαφνιάζουν σαν φθινοπωρινά πρωτοβρόχια, τη γλυκαίνουν ποικιλλοτρόπως.

Μάλλον  πρέπει να παραδεχτούμε πως πρόκειται για μια αμοιβαία ερωτική σχέση ορατού και αοράτου όταν αναφερόμαστε στη σχέση ανθρώπου και θαύματος.

Πρέπει μάλλον να παραδεχτούμε και κάτι επιπλέον. Πως τα θαύματα είναι αυτόνομα, αυτόβουλα, ιδιότροπα, σκερτσόζικα, απρόβλεπτα και κυρίως αντάρτικα και αλητήρια. Απεχθάνονται τις ιδέες, τις σκεπές, τα υπόστεγα, τις ηθικές, τους κανόνες. Είναι και παιχνιδιάρικα.
Όταν μοιάζουν να μας εγκαταλείπουν απλώς παίζουν μαζί μας κρυφτό. Αρέσκονται να τα αποζητούμε κι ας μην γνωρίζουμε το όνομά τους, να μετράμε και να ξαναμετράμε ακούραστα με κλειστά μάτια στον τοίχο της υπομονής μέχρι το δέκα, το εκατό, το χίλια... για να φανερωθούν ή να μας επιτρέψουν να βρούμε την κρυψώνα τους. Άλλοτε ξεπροβάλλουν από μόνα τους με κίνδυνο να μας τρομάξουν κι άλλοτε μπορεί να μας κάνουν να σκάσυμε απ' την αναμονή. Μα αργά ή γράγορα φανερώνονται. Τα θαύματα δεν υπάρχουν χωρίς εμάς, ακριβώς όπως κι εμείς δεν υπάρχουμε δίχως αυτά. Όποιος χώρισε τον εαυτό του απ’ τα θαύματα χωρίστηκε στα δύο. Είμαστε μαζί τους από τη στιγμή που ήρθαμε στον κόσμο μέσω του πρώτου μεγαλειώδους θαύματος της ύπαρξης. Απ’ την πρώτη ανάσα μας. Εξαιτίας τους υπάρχουμε κι όσο τα ταχταρίζουμε, τα εμπιστευόμαστε και τα φροντίζουμε, τόσο αυξάνονται, μεγαλώνουν, ενώνονται μαζί μας ανταποδίδοντάς μας όλη τη φροντίδα πολλαπλάσια.

Πολλών ειδών τα θαύματα, αναρίθμητων τεχνοτροπιών, μεγεθών, φύσεων. Μα δεν μιλώ  για εκείνα που ευχόμαστε να συμβούν ή που διεκδικούμε για τη ζωή μας, την οικογένειά μας, τους φίλους μας ή τη δουλειά μας. Δεν μιλώ καθόλου για όσα θέλουμε να χαλιναγωγήσουμε, να οδηγήσουμε, να κατευθύνουμε, ανυποψίαστοι για το τι ζητάμε. Αυτά δεν με αφορούν ιδιαίτερα γιατί στην πραγματικότητα δεν τα θεωρώ θαύματα. Εγώ μιλώ για τα αλητήρια θαύματα που δεν υποκύπτουν σε κανέναν άλλον νόμο εκτός απ’ αυτόν της ελεύθερης στιγμιαίας συνάντησης. Αυτά που ξεπροβάλλουν στο δρόμο από αθέατες γωνιές, σκοτεινά περάσματα, τόσο μικροσκοπικά που μπορούν να μας προσπεράσουν και να μην το αντιληφτούμε, καμιά φορά κακομούτσουνα που με φυσικότητα θα αποστρεφόμασταν, κοινά σαν τους μανάηδες της λαχαναγοράς, καμιά φορά οργισμένα ή απολύτως βουβά, -δηλαδή...  ένα τίποτα...

Πόσα σπουδαία θαύματα είναι σαν ένα τίποτα, κρυμμένα μέσα σ’ ένα τίποτα, προστατευμένα στην πιο μυστική σπηλιά του κόσμου: αυτό το μοναδικό αρχιτεκτόνημα του Τίποτα. Του πλέον ελάχιστου κλάσματος ενός δευτερολέπτου.


Τώρα που τα χωράφια τρέχουν πίσω μου πανικόβλητα κι ο ουρανός με κρατά γερά απ’ τα μαλλιά, τώρα που η μαυροντυμένη γριά δίπλα μου στηρίζει τα όνειρά της στο κρύο τζάμι σαν στον κρύο θάνατο που της πάγωσε τα χείλια, συμβαίνουν θαύματα. Τώρα που η καρέκλα απέναντί μου έμεινε φαλακρή ενώ πριν δυο λεπτά είχε το κεφάλι ενός ξανθού μικρού θεού, και τα δαχτυλίδια μου κοιτάζουν ένα την ανατολή κι ένα τη δύση παραμένοντας στα δάχτυλα των χεριών μου, πόσα θαύματα γεννιούνται...
Τώρα που τα βαμβάκια, -αχ αυτά τα λεχούδια βαμβάκια, άτρωτες χιονόμπαλες απ’ τα καυτά βέλη του Οκτωβριανού ήλιου- ξυπνούν τη μαυροντυμένη κι αυτή τόσο αθώα βγάζει το δεξί της χέρι απ’ το αριστερό βυζί της που το είχε αποθέσει να το ξεκουράσει, απαντά στο κινητό της, τρώει ένα μπισκότο, τεντώνει τα γεμάτα φλεβίτη πόδια της κι όλο τσιμπολογά κι όλο κοιτάζει τα βαμβάκια έξω απ’ το παράθυρο, κι όσο κοιτά τα λεχούδια, τα μαργαριτάρια που φορά στ’ αφτιά της την τυλίγουν, ενώνονται, φτάνουν να την περκλείουν με τρόπο που μέσα σε ελάχιστο χρόνο να μεταμορφώνεται όλη σ’ ένα μαργαριτάρι, εγώ βουτώ στη θάλασσα απ’ την οποία κάποιος άγνωστος ψαράς ψάρεψε αυτό το σμαραγδένιο όνειρο να βρω το ταίρι του...


Friday, October 5, 2012

"O Σαββόπουλος τραγουδά Χατζιδάκι" της Βασιλικής Νευροκοπλή




Tι κάνεις; ρωτά η φουρνάρισσα την ηλικιωμένη γυναίκα που μπαίνει στο φουρνάρικο.

-Αναπνέω, απαντά εκείνη κατηφής.
Ακολουθεί μια χαριτωμένη στιχομυθία όπου τη ρωτώ, «λίγο πράγμα είναι να αναπνέει κανείς;» κι η ηλικιωμένη χαμογελά λέγοντας «πες το ψέματα»…

Φεύγοντας αναρωτιέμαι, τι είναι αυτό που μπορεί να μετατρέψει την αναπνοή, που από μόνη της είναι ένα θαυμαστό γεγονός άρρηκτα συνδεδεμένο με τη ζωή, σε ανάσα, γεγονός τόσο θαυμαστότερο όσο η δημιουργική στάση ζωής σε σχέση με αυτήν της επιβίωσης. Και αίφνης συνειδητοποιώ πως το προηγούμενο βράδυ της 1ης του Οκτώβρη  αυτό ακριβώς κατάφερε ο Σαββόπουλος στο Ηρώδειο τραγουδώντας Χατζιδάκι. Πήρε την αναπνοή μας και την μετέτρεψε σε ανάσα. Ανάσα δημιουργική, βαθιά μέχρι τα σπλάχνα μας, τα πιο κρυφά, ταλαιπωρημένα, εν μέρει σάπια.
Αυτή η συναυλία δεν ήταν απλώς μια υπερπαραγωγή εντυπωσιακή, καλοκουρδισμένη και ευφάνταστη. Από την αρχή μέχρι το τέλος της ήταν απόλυτα συνεπής στην υποταγή, την εμβάθυνση και το θαυμασμό ενός μεγάλου καλλιτέχνη σ’ έναν άλλο μεγάλο, -αν θέλετε και μεγαλύτερο, μικρή σημασία έχει. Η τιμή που απέδωσε ο Διονύσης στον Μάνο, είχε όλο εκείνο το μεγαλείο που έχει μόνο ένα μνημόσυνο ειλικρινές: την τιμή της προσευχής για την βαθύτερη ουσία του εκλιπόντος. Ναι, αυτή ήταν μια συναυλία - προσευχή με τα λόγια και τις μουσικές του Μάνου, καθώς και ιστορίες από τη ζωή του, μέσα από την ολόψυχη εγκόλπωσή τους και κατόπιν απόδοσή τους από το Σαββόπουολο που υπέταξε το μεγάλο χάρισμα του ερμηνευτή και ηθοποιού που διαθέτει για να φωτίσει μια προσωπικότητα και το έργο της που έγραψαν ιστορία στη χώρα μας και σε όλο τον κόσμο.
«Ακούς ένα τραγούδι του Χατζιδάκι· τελειώνει και νιώθεις μέσα σου ευγενέστερος. Γιατί ξεπλένει από μέσα μας κάθε ευτέλεια, ανελευθερία και λαϊκισμό, δικό μας ή των άλλων, αδιάφορο. Υπάρχει κάτι σαν κορυφαία πράξη αντίστασής μέσα σ' αυτά τα αγαπημένα κομμάτια. Σαν γλυκό φως στο σκοτάδι, που μας κάνει πιο ταπεινούς, δηλαδή πιο ικανούς για την αμοιβαία, επιτέλους, συγχώρεση.
Έζησε και εργάστηκε σκληρά, με συνείδηση καταγωγής, ελεύθερο φρόνιμα, γενναιοδωρία και αυστηρότητα αληθινού μάγκα κι ανατολίτη. Έτσι και μόνον έτσι κατέκτησε κάποτε την οικουμένη και εξασφάλισε τη θέση του στην Ευρώπη, με χαρακτηριστική άνεση, σαν παιδί. Σαν Έλληνας. Μου λείπει φριχτά μέσα στη κρίση. Έχω βέβαια τις ηχογραφήσεις του αλλά, τόσα χρόνια συνεχώς, δε μου αρκεί πια μόνον να τις ακούω, θέλω να τα πω κι εγώ αυτά τα τραγούδια, ιδίως τώρα κι ας μη διαθέτω την φωνή που θα προτιμούσε ο Μάνος».
Σαν μαργαριτάρια στο λαιμό των ερειπίων του Ηρωδείου παρατάχθηκαν πάνω από εκατό παιδιά η πολυφωνική χορωδία των Πατρέων και μπροστά τους η ορχήστρα εγχόρδων της ίδια πόλης , οι μουσικοί του Διονύση και μπροστά εκατέρωθεν της ορχήστρας από τέσσερις κοπέλες ντυμένες σε ολοπόρφυρα φορέματα τραγούδησαν.
Ο Διονύσης επί σκηνής, άλλοτε κοιτάζοντας το κοινό κι άλλοτε γυρνώντας του πλάτη, άλλοτε μιλώντας και τραγουδώντας κι άλλοτε ακούγοντας τους επίλεκτους συνεργάτες του παρέδιδε -πιθανόν ερήμην του- ένα μάθημα για τη στάση του δημιουργού στον κόσμο.
Η ερμηνεία του στον «Ηθοποιό», γνωστό από την πρώτη μαγευτική εκτέλεση του Χορν, ήταν μια συγκλονιστική ερμηνεία τραγωδού σε αρχαία τραγωδία. Η μικρή διορθωτική παρέμβαση στο φινάλε του «Κεμάλ» -πως αυτός ο κόσμος δε θα αλλάξει ποτέ- στο ότι ο κόσμος αλλάζει μ’ έναν άνθρωπο σαν τον Χατζιδάκι που δέχτηκε τέτοιο θείο μουσικό δώρο, ήταν το υστερόγραφο της ελπίδας. Το αγκάλιασμα όλων των τραγουδιών του Μάνου, από των πιο άγνωστων μέχρι των αποκηρυγμένων του συνθέτη, όπως «Τα Παιδιά του Πειραιά», ήταν το πλέον αγαπητικό βλέμμα εκείνου που καταφέρνει να συγχωρεί στον άλλον ακόμα κι αυτά που ο ίδιος δεν μπόρεσε να συγχωρήσει στον εαυτό του. Και στο τέλος, η μπάντα του Ναυτικού να εισβάλλει από τις δύο εισόδους ανάμεσα σε κοινό και ορχήστρα κι η μαέστρος Φαίδρα Γιαννέλου να κατεβαίνει και να παίρνει θέση ανάμεσα στους θεατές των κερκίδων, -μια σημασιολογική αντιστροφή έως ακύρωση «κεκτημένων». Αλλαγή θέσης των ενόπλεων δυνάμεων που μπορούν να πολεμούν και να νικούν τον εχθρό με όπλα «μουσικού φωτός», και αλλαγή θέσης μιας μαέστρου που μπορεί να διευθύνει και μέσα από το πλήθος, όχι απέναντι ούτε ψηλότερα απ’ αυτό.
Τραγούδια και ορχηστρική μουσική, αποσπάσματα από Όρνιθες και Λυσιστράτη, φωτογραφίες και βίντεο πάνω στα ερείπια που αναστήθηκαν το βράδυ της 1ης του Οκτώβρη στο Ηρώδειο μάς έκαναν να βουρκώσουμε, να ριγήσουμε, να γελάσουμε, να παίξουμε, να χαρούμε και να συγκινηθούμε βαθιά γιατί μας θύμισαν τον καλύτερο εαυτό μας. Αυτό στο οποίο δικαιούμαστε να στοχεύουμε.
Μπορεί λοιπόν η αναπνοή να γίνει ανάσα και μπορεί η ατομική ανάσα να γίνει ομαδική και παγκόσμια, να μοιραστεί και να πολλαπλασιαστεί όταν πιστέψουμε πως μπορούμε να ονειρευτούμε και να πραγματοποιήσουμε το όνειρο. Αυτό έκανε ο Μάνος που το βλέμμα του από παιδί μέχρι τα στερνά του, όπως αποτυπώνεται σε όλες τις φωτογραφίες του, βλέπει πολύ πιο πέρα από το φακό, στοχεύοντας στην καρδιά αυτού του ονείρου από το οποίο ποτέ δεν παραιτήθηκε.
Συναυλία - αφύπνιση θα την ονόμαζα. Αφύπνιση από το βούρκο στον οποίο μας σέρνουν και αφηνόμαστε παθητικά.

Συναυλία – αντίσταση.
Συναυλία εμπνευσμένη από την ελευθερία του γνήσιου ήθους που δεν ξέρει να υποτάσσεται σε ανόητες φιλοδοξίες, ρηχά συμφέροντα, μικροπολιτικές και εφήμερη ματαιότητα.
Επαναλαμβάνεται το ερχόμενο Σάββατο. Αξίζει να την ανασάνουμε όλοι!


Δημοσιεύτηκε στο protagon.gr
http://www.protagon.gr/?i=protagon.el.dolce&id=18708