Labels

Saturday, July 31, 2010

29/07/10 Τα ωραιότερα γενεθλια της ζωής μου


Θα το εξομολογηθώ εξ αρχής, δεν θα το κρύψω. Καμιά φορά, όπως τώρα, μπορεί και να γράφουμε από ιδιοτέλεια. Μια ιδιοτέλεια μάλλον αρκετά αθώα, αφού αφορά μόνον τη μνήμη και τίποτα περισσότερο. Να μην ξεχάσουμε ποτέ όσοι ζήσαμε το σπουδαίο γεγονός και το  κρίνουμε άξιο αποθήκευσης στο θησαυροφυλάκιο της καρδιάς μας, να το βρουν μεθαύριο τα παιδιά μας αν ενδιαφερθούν να γνωρίσουν βαθύτερα τον γονιό τους, να το μοιραστούν όσοι άλλοι ήθελαν να είναι μαζί μας και δεν μπόρεσαν ή όσοι άλλοι σκύψουν σ' αυτό αναζητώντας κάτι άγνωστο, οσμιζόμενοι κάτι οικείο.

Μπορεί κάποτε ακόμα και σ' αυτήν την απλή και ταπεινή ζωή μας να ζήσουμε στιγμές μυθικές. Τόσο μαγευτικές που αγγίζουν τα όρια του μύθου χωρίς υπερβολή. Κάποιος κινεί τα σκοινάκια, κάποιος άλλος αποδέχεται το θαύμα της αγάπης που όταν πνέει ελεύθερο εκτοξεύει φως διάχυτο. Μια συγκυρία βοηθά, συντονισμένες ενέργειες λειτουργουν με ακρίβεια απρογραμμάτιστη και φτάνει να ελευθερώνεται αυτό που είναι τόσο μοναδικό όσο το ουράνιο τόξο.

Στις 29 Ιουλίου είχα τα γενέθλιά μου. Έκλεινα τα 42 μου χρόνια. Δεν ήταν λίγες οι φορές που τέτοια μέρα παλιότερα διακατεχόμουν από την θλίψη πως μεγαλώνω, την θλίψη που κατακάθεται μέσα σου όταν στρέψεις το βλέμμα και δεις πόσα είναι τα σβησμένα κεριά που λέει ο Καβάφης και παροτρύνει να μην τα κοιτάμε. Εδώ και λίγα χρόνια δεν τα κοιτώ πια. Ατενίζω μπροστά τα αναμμένα χωρίς να με νοιάζει πόσα είναι. Εδώ και λίγα χρόνια χαίρομαι αφάνταστα το γεγονός ότι μεγαλώνω, ίσως επηρεασμένη από αυτούς που αγάπησα και έπαψαν να μεγαλώνουν. Μόνον ευγνωμοσύνη μπορώ να αισθάνομαι πλέον κλείνοντας άλλον έναν χρόνο.

Το μουσικό σχήμα Εν Χορδαίς είχε συναυλία την ίδια μέρα στο Αττικόν Άλσος Γαλατσίου. Ένα πανέμορφο καινούριο θέατρο σκαμμένο μέσα στους βράχους που, όπως εύστοχα παρατήρησε ο  Άρης, ήταν σαν μήτρα που όλους μας αγκαλιάζει. Συνέβη να παρευρίσκεται στην Αθήνα και ο Θεσσαλονικιός φίλος μου Αλέξανδρος κι έτσι αποφάσισα λίγη ώρα πριν την συναυλία να κεράσω τους φίλους μου στο αναψυκτήριο του χώρου, και με την ευκαιρία να γνωριστούν και μεταξύ τους. Αφού περάσαμε πολύ όμορφα με τον Άρη και τον Αλέξανδρο κατεύφθασε και η Δέσποινα, το θεατρικό μου ταίρι. Ξεχαστήκαμε στη συζήτηση και όταν μπήκαμε στο θέατρο το βρήκαμε κατάμεστο από κόσμο οπότε ανεβήκαμε στην ψηλότερη κερκίδα και καθίσαμε. Η χαρά της συνεύρεσης φώτιζε τα πρόσωπα όλων μας.

Ο Κυριάκος καλωσόρισε τον κόσμο, ευχαρίστησε τον Δήμο Αθηανίων, και το πρόγραμμα ξεκίνησε με τα τραγούδια που ηχογράφησε το σχήμα για την Γαλλική Ραδιοφωνία και που θα κυκλοφορήσουν σε μια εξαιρετική έκδοση το φθινόπωρο στη χώρα μας. Μετά το δεύτερο τραγούδι ο Κυριάκος είπε: έχω ένα δίλημμα, να το πω ή να μην το πω; Ακούστηκαν διάφορες φωνές από κάτω και πιο δυνατά η δική μου που από την τελευταία κερκίδα φώναξα, να το πεις, να το πεις, χωρίς να έχω ιδέα τι ήταν αυτό που ήθελε να πει. Όλη μέρα είχε πρόβες, δεν είχαμε ανταμώσει παρά ελάχιστα.

Μένω εμβρόντητη καθώς τον ακούω να ανακοινώνει στον κόσμο... τα γενέθλιά μου. Απ' τη μια θέλω να ανοίξει η γη να με καταπιεί, απ' την άλλη δεν πιστεύω πως αυτός ο σεμνός εσωστρεφής άνθρωπος προέβη σε τόσο εξωστρεφή κίνηση και βέβαια μια έκρηξη χαράς μαζί με τα προηγούμενα συναισθήματα σκάει μέσα μου. Αλλά ο θεοπάλαβος σύζυγός μου δεν σταματά εκεί. Θέλει να μου αφιερώσει και ένα τραγούδι. Θα περίμενε κανείς κάτι παραδοσιακό, κάτι που θα ταίριαζε με το ύφος των τραγουδιών που παίζανε, κάτι τέλος πάντων άλλο απ' αυτό που επέλεξε. Γιατί τραγούδησε το Happy Burthday σε σμυρνέικη εκδοχή όπως θα το έλεγε η Ρόζα Εσκενάζυ, παίζοντας το ούτι του... Περιττό να πω τι έγινε στο θέατρο... Ο κόσμος γελούσε, χειροκροτούσε, ο πάγος που έχει πάντα ένας τέτοιος χώρος στην αρχή μιας συναυλίας είχε γίνει θρύψαλα. Δεν τελείωσε όμως ούτε εκεί η έκπληξη. Ο τραγουδιστής του σχήματος, ο Δρόσος, πήρε το μικρόφωνο και τραγούδησε το ίδιο τραγούδι σε αραβική εκδοχή όπως το είχε ακούσει από συναδέλφους μουσικούς άραβες σε μια συνεργασία τους στο Λονδίνο. Και μετά ο Άλκης που έπαιζε κανονάκι τον παρότρυνε να το πει και σε ηπειρώτικη εκτέλεση μιας και αυτή ειναι η καταγωγή του Δρόσου και στα ηπειρώτικα, -θα το πω όπως το λένε τα εφηβάκια-, τα σπάει... Χαμήλωσε τη φωνή του και μας ξετρέλανε όλους λέγοντας το τραγούδι σαν πωγωνίσιο με όλους τους μοναδικούς λαρυγγισμούς του...

Ναι, δεν πίστευα στα μάτια μου, δεν πιστευα στ' αφτιά μου, αγκαλιαζόμασταν με τα φιλαράκια μου κι όλος ο κόσμος ήταν κατενθουσιασμένος και γελαστός. Μετά απ' αυτή την μοναδική στιγμή, ακολούθησαν άλλες δύο πολύ ιδιαίτερες. Τα παιδιά έπαιξαν το τραγούδι "Η Πόλη και ο Βόσπορος", χωρίς μικρόφωνα και μια μεγάλη συγκίνηση εξαπλώθηκε σε όλους μας μεσα από τον φυσικό ήχο των οργάνων και της σπουδαίας φωνής του Δρόσου. Το τελευταίο τραγούδι που ήταν και η κατακλείδα του πρώτου μέρους ήταν ένα παλιό τσιφτετέλι. Αφού ο Κυριάκος εξήγησε πως η λέξη τσιφτετέλι σημαίνει το διπλόχορδο, ο άλλος Κυριάκος ο βιολιστής ξεκούρδισε τις δύο χορδές του βιολιού του κι έπαιξε με τις άλλες δύο. Δεν περιγράφεται ο ήχος , το ύφος και το ήθος που κυριάρχησε. Ταξιδέψαμε εκατό χρόνια πίσω. Σ' εκείνα τα καφέ αμάν, σ' εκείνα τα χρόνια, σ' εκείνα τα χώματα.

Στο διάλειμμα ο Δήμαρχος αφού συγχάρηκε τον Κυριάκο, ως ευφιής, χιουμοριστικός και σοφός, του είπε: αν μετά από τόσα χρόνια κάνεις κάτι τέτοιο για την γυναίκα σου ή για μεγάλο έρωτα μιλάμε ή για καμουφλάζ... Αγνοώ ακόμα την απάντηση που πήρε και είναι αλήθεια πως δεν μ' ενδιαφέρει και καθόλου.
Ακόμα και καμουφλάζ να ήταν, παρέμενε ένα τέλειο καμουφλάζ που σε τίποτα δεν μπορεί να μειώσει την χαρά μου.

Όταν σπάει το φράγμα, ένα φράγμα που μπορεί να έχει πολλά ονόματα και πολλές ιδιότητες, τότε διαβάζουμε τον κόσμο απ' την αρχή, τις σχέσεις μας απ' την αρχή, το νόημα της ζωής μας νεογέννητο. Η παρουσία των φίλων, της σκέψης αυτών που σωματικά δεν ήταν εκεί, όλων όσων με τόση αγάπη έστειλαν ατέλειωτα μηνύματα ευχών και όλο αυτό που έκανε ο Κυριάκος, έκαναν αυτά τα γενέθλια μοναδικά και ανεπανάληπτα. Είναι τόσο ωραίο να μεγαλώνεις μαζί με τις αγάπες σου. Να μεγαλώνουμε όλοι μαζί. Τι να φανταστώ πια για του χρόνου; Στο στάδιο Ειρήνης και Φιλιάς, λέω χαμογελώντας, μιας και ο Κυριάκος, είναι αλήθεια πως ανέβασε πολύ τον πήχυ!

Tuesday, July 27, 2010

Μικρή ιστορία 9. Ανήμερα του αγίου Παντελεήμονος



Έχει μια ιδιαίτερη σχέση με τον άγιο Παντελεήμονα. Κατά κάποιο τρόπο συγγενική. Ανήμερα της γιορτής του πηγαίνει στον ναό του, ένα από τα κοσμήματα της Θεσσαλονίκης, πλάι σ' αυτό των Δώδεκα Αποστόλων και του αγίου Νικολάου του Ορφανού. Ναοί της ίδιας μάνας εποχής, της Παλαιολόγειας. Στη συμβολή των οδών Αρριανού και Ιασονίδου, βρίσκεται ο ναός που ταυτίζεται με το προγενέστερο καθολικό της βυζαντινής μονής της Θεοτόκου Περίβλεπτου, γνωστής και ως μονής του κυρ Ισαάκ από τον ιδρυτή της το μητροπολίτη Θεσ/νίκης Ιάκωβο, μετέπειτα μοναχό Ισαάκ. Η μονή αποτέλεσε πνευματικό κέντρο του 14ου αι. και συνδέθηκε με τη συγγραφική και διδακτική δραστηριότητα των κορυφαίων ελληνιστών Θωμά Μάγιστρου και Ματθαίου Βλάσταρη.

Μπαίνοντας στην περποιημένη αυλή που γνωρίζει ένα ένα όλα της τα λουλούδια και τα δέντρα, όχι όμως και τον κηπουρό που τα φροντίζει με φανερή αγάπη, στα δεξιά της μέσα σ' ένα ορθογώνιο μεγάλο ταψί, -πώς να το πεις αλλιώς;- γεμάτο άμμο, βλέπει πλήθος αναμμένα κεριά. Ανάβει το ένα, από τα τέσσερα που κρατά, για ένα παιδί άρρωστο και έναν φίλο της αγαπημένο που μετά από χρόνια αρρώστειας φαίνεται πως σβήνει.

Γυρίζει και κοιτά προς την είσοδο του ναού. Δεξιά της εισόδου έχουν στησει σε καβαλέτο την μεγάλη εικόνα του αγίου και δίπλα της ένα κανονικό μανουάλι που δέχεται κι αυτό τα κεριά των πιστών. Καλύτερα να ανάψω εκεί τα υπόλοιπα, σκέφτεται με το παιδικό μυαλό της, όσο πιο κοντά τόσο το καλυτερο. Αναρωτιέται μήπως πρέπει να πάρει κι αυτό που μόλις άναψε, όχι,, δεν έχει σημασία, το αφήνει. Προσκυνά την εικόνα που είναι ίσαμε το μπόι της και καθώς πάει ν' ανάψει τα υπόλοιπα κεριά της, βλέπει μια καμπουριασμένη γριά. Τα βλέμματά τους συναντιούνται. Σηκώνει η γριά το χέρι με τα τρία κεριά που κι αυτή κρατά και το ξανακατεβάζει. Ξανακοιτάζονται. Η νεαρή γυναίκα περιμένει με τα δικά της στο χέρι. Δεν φτάνω, της λέει η γριά και χαμογελά με συγκατάβαση. Θέλετε να σας τα ανάψω εγώ; ρωτά η νεαρή και η γριά της τα δίνει. Τα χίλια καλά να σου δώσει ο Θεός κορίτσι μου, τα χίλια καλά, σ' ευχαριστώ, και μπαίνει στον ναό. Η νεαρή γυναίκα ανάβει πρώτα τα κεριά της γιαγιάς βάζοντάς τα το ένα δίπλα στο άλλο και μετά ανάβει τα δικά της.

Μπαίνει στον ναό και πάει κατευθείαν αριστερά να προσκυνήσει την παλιά εικόνα του αγίου που 'ναι ντυμένος με ασημένιο πουκάμισο. Την ξέρει καλά αυτήν την εικόνα. Την έχει εμπιστευθεί πολλές φορές. Ακούει το τροπάριο του αγίου, και αθλοφόρος και ιαματικός, σκέφτεται. Και μετά ο νους της πηγαίνει στην καμπουριασμένη γριά, ήταν δεν ήταν ένα μέτρο άνθρωπος. Ο συνειρμός της σκηνής που έζησε την οδηγεί στην σκηνή που συχνά επαναλαμβάνεται στις ταινίες του Κισλόφσκι, μια άλλη καμπουριασμένη μικρόσωμη γριά να προσπαθεί να βάλει ένα μπουκάλι σ' έναν κάδο ανακύκλωσης. Στο νου της κι αυτή η σκηνή εκφράζει ένα άλλο κερί που μια άλλη γριά σ' εναν άλλο τόπο προσπαθεί με τον δικό της τρόπο ν' ανάψει. Κι ακόμα σκέφτεται πως τα παιδιά, δεν φτάνουν, και τα σηκώνουμε αγκαλιά ν' ανάψουν τα κεριά τους. Ύστερα μεγαλώνουν και φτάνουν. Μετά από αρκετά χρόνια, πάλι δεν φτάνουν. Συχνά οι συγγένειες των παιδιών με τους ηλικιωμένους είναι πολλές. Και οι ενδιάμεσες ηλικίες δεν έχουν παρά να βοηθούν τις μικρότερες και τις μεγαλύτερες, να φτάσουν. Όλα αυτά σκέφτεται η νεαρή γυναίκα σαν μια προγύμναση που λίγο λίγο θα αφήσει πίσω της για να μπει δειλά δειλά στην ευχαριστιακή και παρακλητική της προσευχή για τα άρρωστα παιδιά, τους άρρωστους φίλους της, τους άστεγους, τους ψυχικά ασθενείς, τους πένητες και τους πενθούτες, και όσους ακόμα θυμάται. 

Βγαίνει από τον ναό και πηγαίνει στο αριστερό μέρος της αυλής να δροσιστεί και ν' ακουμπήσει σ' έναν τοίχο λιγάκι να ξεκουραστεί. Σηκώνει τα μάτια θαυμάζοντας την τοιχοποιία του. Ο θαυμασμός της μεγαλώνει καθώς σ' ένα από τα κτιστά του παράθυρα έχουν φυτρώσει εκατέρωθεν πρασινάδες μέσα απ' την πέτρα. Χαμογελά. Ακόμα κι οι πρασινάδες σ' αυτόν τον ναό δεν ξεφυτρώνουν στην τύχη, σκέφτεται παρατηρώντας την αισθητική ισορροπία που αντικρίζει.

Η νεαρή γυναίκα φεύγει να συνεχίσει τη μέρα της που θα φανερώσει τις ελάχιστες νίκες και τις πολλαπλές ήττες της στο διάβα των στιγμών και των αδυναμιών τους, ελπίζοντος σ' αυτό το διπλό χάρισμα του αγίου: αθλοφόρος και ιαματικός...

Sunday, July 25, 2010

Στιγμιότυπο 1.



- Γιαγιά πού είναι ο παππούς;
- Να ψάξετε να τον βρείτε.
- Α, τον βρήκα, εδώ είναι!
- Μπράβο το κορίτσι μου!
- Γιαγιά, θα γίνει ποτέ καλά ο παππούς;
- Ναι... θα γίνει καλά...
- Και τότε θα βγει από δω μέσα;
- Ναι, θα βγει...

Οι δυο μικρές εγγονές χαμογελούν ευχαριστημένες. Τρέχουν πέρα δώθε και μαζεύουν αγριολούλουδα. Σκύβουν και τα αφήνουν στον τάφο του παππού τους κι αρχίζουν το κυνηγητό. Τα κοντά φορεματάκια τους ανασηκώνονται, τα ξανθά μαλλιά τους πιασμένα αλογοουρά χοροπηδούν, ενώ η γιαγιά τους τρίβει τα μάρμαρα. Βλεπει το νυχτολούλουδο που θέριεψε με τις βροχές κι έχει πνίξει το μνήμα. "Αύριο το πρωί πρέπει να φέρω την τσάπα να το κόψω... εξήντα πέντε χρόνια αυτός με φρόντιζε..."

Σκηνή από το Νεκροταφείο του Αη Γιώργη στο Ρεπανίδι Λήμνου.

Thursday, July 22, 2010

Πού πέταξε το δάκρυ μας;



Ίσαμε ψες, ίσως προψές, σαν ένας άνθρωπος πέθαινε, μαζεύονταν συγγενείς και φίλοι και κλαίγανε, μοιρολογούσαν οι μοιρολογίστρες.

Ίσαμε ψες, άντε προψές, σαν ένας άνθρωπος σκοτωνόταν στον πόλεμο βουρκώναμε βλέποντάς τον στην τηλεόραση κι ας ήταν ολότελα ξένος. Σκύβαμε το κεφάλι με περισσή συλλογή για τα ακατανόητα ανθρώπινα , τη βία που κρύβει ώρες ώρες ο άνθρωπος σα γίνεται θεριό ανήμερο.

Ίσαμε ψες, μέχρι προψές, πηγαίνοντας στα ταφεία ανάβαμε και τα γειτονικά καντήλια εξόν του δικού μας, αφού όλοι δικοί μας δεν είναι;

Ίσαμε ψες, μήπως προψές, χάναμε τη φωνή μας, το νου μας χάναμε σαν ακούγαμε για μια δολοφονία στα καλά καθούμενα και σταυροκοπιόμασταν μπροστά σττης μοίρας το άδικο, μη βρίσκοντας λόγια μπροστά στην τύφλωση όσων σηκώνουν εύκολα το μαχαίρι ή πατούν την σκανδάλη του όπλου, -όποια κι αν ήταν η αφορμή του κακού.

Τι άλλαξε, λοιπόν, από ψες και προψές; Τι μας συνέβη; Πώς αναποδογύρισε έτσι ο ντουνιάς κι εμείς μαζί του ήρθαμε τούμπα παραδομένοι στη δίνη του; Υποκρισία σήμερα να λες καλά λόγια για τον νεκρό... Τα ’θελε και τα ’παθε ο μακαρίτης… Δεν ήταν σαν κι εμάς δημοσιογράφος αυτός... Ήταν και ανορθόγραφος... Έκανε βρώμικες δουλειές σε βρωμομπλογκ και βρωμοσάιτ... Τι θα γίνει με την ανωνυμία των μπλογκς, την ανευθυνότητά τους, την παραπληροφόρηση, τα δικαιώματα, τη φορολογία… και πάει λέγοντας… Βαριές κουβέντες, βαριές κι ασήκωτες από “έγκριτους” δημοσιογράφους ή κομπλεξικούς ανγνώστες…

Πάνω απ’ τον αδικοχαμένο άνθρωπο άνοιξαν οι ασκοί του Αιόλου της κακογλωσσιάς από ανίερα χέρια. Συζητήσεις επί συζητήσεων, αναλύσεις επί αναλύσεων, μηρυκασμός του θανάτου από ανθρώπους που βρήκαν ευκαιρία να θρέψουν τη μοσχαρίσια δεοντολογία τους, την ψευτοηθική τους, την κίβδηλη ποιότητά τους. Και όλα αυτά πάνω στο πτώμα ενός νέου ανθρώπου που δολοφονήθηκε.

Λίγο πριν συνέρθουμε από το σοκ των είκοσι σφαιρών που έφεραν τον θάνατο του Σωκράτη, δεχτήκαμε αλλεπάλληλα σοκ από πλήθος λεκτικών σφαιρών που εκτόξευσαν  αλαζόνες γράφοντες εκμεταλλευόμενοι την εξουσία τους πάνω στον δημόσιο και “έγκυρο” λόγο. Πάνω από το ακόμα μισοθαμμένο σώμα αναδύθηκαν ξεδιάντροπα κακοσμίες συναδέρφων του έτοιμων να υπερασπισουν την ανωτερότητα της ιδιότητάς τους και την διαφορετικότητά της απ’ αυτή του νεκρού. Από πού πηγάζει μια τέτοια ασέλγεια; Μήπως από τον τρόμο μη πάθουμε κι εμείς τα ίδια; Όλη αυτή η αγωνία κατοχύρωσης της επωνυμης ιδιότητάς μας στην προκειμένη περίπτωση τι άλλο είναι από αγωνία επώνυμης κατοχύρωσης της ζωής μας, της  άξιας δουλειάς μας, της δικής μας οικογένειας; Είναι δυνατόν να σοκάρει περισσότερο από την απώλεια μιας ζωής, η επαγγελματική της ιδιότητα, -ακόμα κι αν την έφερε αναξίως ο μακαρίτης; Έφτασε να υπερέχει τόσο μια ιδιότητα έναντι της ίδιας της ζωής;

Πτώχυναν τόσο τα αισθήματά μας που δεν έχουμε ούτε υστέρημα ούτε πλεόνασμα να συμπάσχουμε πλέον σ’ έναν άδικο θάνατο κι αν μη τι άλλο να σκύψουμε λίγο το κεφάλι σιωπηλά ρίχνοντας κι ένα δάκρυ; Αψήλωσε τόσο ο νους μας που δεν συναισθανόμαστε την ιεροσυλία της ύβρεώς μας μπροστά σ’ έναν νεκρό; Τόσο περίσσεψε η υποκρισία μας που μέσα σε όλα αυτά δεν παραλείπουμε να συλληπηθούμε την οικογένειά του; Και τόσο ανυπόμονοι γίναμε να προασπίσουμε τα κλονιζόμενα  συμφέροντά μας τον καιρό της κρίσης που δεν δώσαμε περιθώρια ούτε τριών ημερών να γίνει το πρώτο μνημόσυνο τουλάχιστον; Να κατακάτσει λίγο ο κουρνιαχτός που λέγαν και στο χωριό μου;

Ο Σωκράτης είναι νεκρός. Ένας επιπλέον δολοφονημένος νεκρός. Είναι πολύ πιο πέρα απ’ την κρίση και την κατάκριση των ανθρώπων. Αλλού πορεύεται κι Άλλος θα τον κρίνει. Δεν έχει ανάγκη την υπεράσπισή μας ούτε τον αγγίζει η δική μας κατακραυγή. Πάνω στο σώμα μας και στην ψυχή μας ιεροσυλούμε τώρα. Τον εαυτό μας μιαίνουμε. Τις δικές μας σάρκες κατασπαράσσουμε χωρίς να το παίρνουμε είδηση. Τον δικό μας θάνατο βαραίνουμε με βάρη που θα φανούν ασήκωτα την ώρα που θα μας επισκεφτεί.

Αν ακόμα κι ο άδικος θάνατος δεν μπορεί πλέον να μας συμφιλιώσει, να μας ενώσει, να μας φωτίσει, ίσως να πρέπει να σκεφτούμε απ’ την αρχή τι αξίζει η ζωή μας τέτοια που την καταντήσαμε...


Wednesday, July 21, 2010

Μικρή ιστορία 8. "Το ξωκκλήσι της Αγίας Ελένης στο χωριό"





"Έφευγαν τότε οι περισσότεροι στην Αυστραλία. Για να φύγεις έπρεπε να δηλώσεις ένα επάγγελμα, αλλιώς δε σε παίρνανε. Πήγε η αδερφή μου και δεν ήξερε. Δε δήλωσε τέχνη, δεν την πήρανε. Μετά η άλλη αδερφή μας δήλωσε κι έφυγε. Η πρώτη έκανε τάμα στην αγία Ελένη να μπορέσει να φύγει, να δουλέψει, να σωθεί, το παιδί της ν' αναστήσει, κι άμα τα κατάφερνε θα της έχτίζε ξωκκλήσι στο χωριό.

Δηλώνει ράφτρα και την παίρνουν, κι αυτήν και το παιδί της. Δεν περνά λίγος καιρός μου γράφει γράμμα να ξεκινήσω την εκκλησία. Πάω στο συμφωνημένο μέρος και τι να δω; Κάποιος άλλος χριστιανός πρόλαβε κι έχτισε εκκλησιά και μάλιστα αφιερωμένη στην αγία Ελένη. Κάθομαι και της γράφω. Ε, άμα είναι έτσι δεν πειράζει, λέει η αδεφή μου, ας το αφήσουμε.
Ένα βράδυ σηκώνεται το παιδί και ξυπνά τη μάνα του. Βρε μάνα ήρθε μια γυναίκα στον ύπνο μου και μου είπε πως είναι η Ελένη και πως της υποσχέθηκες κάτι που δεν το έκανες. Δεν την ξέρω εγώ αυτήν την Ελένη, δεν κατάλαβα, τι είναι;

Μου έγραψε τότε απ' την αρχή η αδερφή μου, μού έστειλε και χρήματα κι έτσι χτίστηκε ο δεύτερος ναός της αγίας Ελένης στο χωριό."


Wednesday, July 14, 2010

Μικρή ιστορία 7. "Η πουτάνα του Παληού Σταθμού"



"Στον Παληό Σταθμό μεγάλωσα, κάτω από μια λαμαρίνα. Από εφτά χρονώ πουλούσα κουλούρια. Τη βδομάδα έβγαζα πολλά περισσότερα απ' τον πατέρα μου που όλη μέρα σκυμμένος πάνω απ' το βελόνι έραβε.

Γύρω γύρω ήτανε τα μπορντέλα. Ένα σκάρτο παιδί δε βγήκε απ' όλη την παρέα κι ας ήταν τέτοια η γειτονιά. Άλλοι γίνανε δικηγόροι, άλλοι γιατροί, εγώ μαραγκός, δόξα τω Θεώ!

Δε θα ξεχάσω όμως μια πουτάνα. Μάνα του Φάνη ήτανε του γυαλαμπούκα, μαζί μας έπαιζε, τον ήξερα καλά. Κάθε Κυριακή με φώναζε η μάνα του πρωί πρωί ν' αγοράσει κουλούρι. Πήγαινα και της έδινα. Μου 'δινε πέντε δραχμές να της δώσω τέσσερις ρέστα να πάει στην εκκλησία ν' ανάψει κερί. Δεν ήθελε να ρίξει χρήματα απ' τη δική της δουλειά, τα θεωρούσε βρώμικα. Έπαιρνε τα δικά μου τα ρέστα. Του κουλουρτζή τα λεφτά ήταν τίμια. Μ' αυτά ήθελε ν' ανάβει το κερί της."